ΜΗΝΑΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ: ΙΟΥΝΙΟΣ 2010
Μια φορά σε έναν καιρό ο ήλιος έδυε στο παραθαλάσσιο χωριό της Λοβέρδιας. Ένας ειδυλλιακός τόπος για διακοπές με πολλούς ξένους να κατακλύζουν κάθε χρόνο τις παρθένες παραλίες και την άγρια μορφή της πλαγιάς πίσω από τις κατοικίες.
Εκεί γεννήθηκε η Ανθούλα από την οικογένεια των Κομπουτάδων με μεγάλη παράδοση στο χωριό σε πολλές δουλειές άλλοτε στον γεωργικό τομέα κι άλλοτε στον τουριστικό κλάδο. Η Ανθούλα είχε από μικρή πολλές επιρροές και της άρεσε να βοηθά σε όλες τις δουλειές της οικογένειας. Ήξερε από καλλιέργειες και βοσκοτόπια, όπως ήξερε να φιλοξενεί τους τουρίστες. Στο σχολείο εκτός από γνωστή ήταν και πολύ αγαπητή. Πολλά από τα κορίτσια ζήλευαν την υπερδραστηριότητά της κι έτσι έκανε πολύ παρέα με αγόρια. Μεταξύ τους δεν υπήρχε ποτέ ανταγωνισμός μιας και πάντα άφηνε το κορίτσι να βγαίνει προς τα έξω.
Η Ανθούλα μεγάλωνε σε μια πολύ όμορφη κοπέλα μα οι δραστηριότητές της δεν άλλαξαν ιδιαίτερα. Τώρα τα αγόρια την εκτιμούσαν και για την εξωτερική της εμφάνιση. “Γιώργο το σαββατοκύριακο δουλεύω στους ξενώνες. Αν έρθεις να με βοηθήσεις στις εργασίες θα σου δείξω τα δωμάτια των ξένων” της άρεσε να δελεάζει πάντα τους καλύτερους μαθητές της τάξης. Κανείς τους δεν της χαλούσε χατίρι κι ο Γιώργος εκείνη την ημέρα δεν το μετάνιωσε. Στους ξενώνες του θείου της οι δυο τους έμαθαν τα μυστικά του σώματος και το απήλαυσαν εξίσου…
Ίσως περισσότερο η Ανθούλα που σύντομα ερεθίστηκε η περιέργειά της και θέλησε να μάθει τον έρωτα για τα καλά. Σε λίγους μήνες ήταν γνωστό πως πολλά από τα αγόρια του σχολείου είχαν χάσει την παρθενία τους με εκείνη, αφού τα άλλα κορίτσια δεν ήθελαν. Πριν τελειώσει το Λύκειο στο χωριό ακουγόταν πως η Ανθή πηγαίνει και με μεγάλους άντρες. Τα καλοκαίρια με τουρίστες και ύστερα με τους χωρικούς. Ένα βράδυ ο πατέρας της την περίμενε ως αργά: “Που ήσουν; Βγάλε τη φούστα και τη μπλούζα σου αμέσως” Όπως πάντα εκείνη υπάκουσε αποκαλύπτοντας πως δε φορούσε εσώρουχα. Ο πατέρας της την πλησίασε και την έδειρε “Σε αυτό το χωριό δεν έχεις πλέον θέση. Έχεις μία εβδομάδα να φύγεις και να μην ξαναπατήσεις εδώ”
Λένε πως ο πρώτος στο χωριό είναι τελευταίος στην πόλη και πραγματικά όταν η Ανθούλα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα δεν ήταν η κοπέλα που έφυγε από το χωριό. Περισσότερο μαζεμένη και ίσως φοβισμένη προσπαθούσε να εγκατασταθεί κάπου με τα χρήματα που κρυφά της είχε δώσει η μάνα της πριν φύγει. Σύντομα θα έπρεπε να βρει δουλειά για να ξεκινήσει τη ζωή της.
Η πρώτη της γνωριμία ήταν ο Αντώνης, ο περιπτεράς. Εκεί αγόρασε την πρώτη της εφημερίδα ψάχνοντας για σπίτι και δουλειά. Ίσως να μην χρειάστηκε καθώς ο Αντώνης είχε υπόψη του ένα μικρό διαμέρισμα απέναντι απ’ το περίπτερο και η δουλειά να βρέθηκε από έναν γνωστό του, όμως ήταν το μέσο να γνωριστούν. Η Ανθούλα άρχισε να δουλεύει σερβιτόρα σε κέντρο διασκέδασης και με τον πρώτο μισθό κάλεσε τον Αντώνη σπίτι της για να το γιορτάσουν. Του χρωστούσε άλλωστε! Και εκείνο το βράδυ τον ξεπλήρωσε για τα καλά… Οι δυο τους απέκτησαν μια τρυφερή σχέση καθώς ο Αντώνης ήταν καλό παιδί. Δε συνέβαινε όμως το ίδιο και με την Ανθή που στο bar γνώρισε ανθρώπους του υποκόσμου και δε νομίζω πως τυχαία είχε πάντα βραδινές βάρδιες.
Πολύ σύντομα ζητούσε από τον Αντώνη χρήματα για να αγοράσει φορέματα για τη δουλειά. Ο Αντώνης δεν είχε παρατηρήσει ποτέ ελλείψεις στην ένδυση της, όπως πως χαλάς το χατίρι της Ανθούλας; Τα ρούχα αυτά δεν τα είδε ποτέ, αλλά ποιός άντρας δίνει σημασία σ’ αυτά; Ίσως θα’ πρεπε όμως γιατί ο εργοδότης της Ανθούλας την είχε μεταθέσει σε άλλη του επιχείρηση με κοπέλες που χόρευαν. Γυμνές. Ύστερα από καιρό η Ανθή έβγαλε προς τα έξω αυτό που την έκανε γνωστή στο χωριό. Την αγάπη της για τον έρωτα. Και φαίνεται δεν έμενε μόνο στον χορό, οπότε ήταν πάντοτε πλήρης σε αυτόν τον τομέα.
Τόσο που ο Αντώνης ήταν πλέον περιττός. Γι’ αυτό και ένα βράδυ εκείνος την παρακολούθησε. Είδε τι έκανε και γύρισε σπίτι του απογοητευμένος. Ο Αντώνης δεν ξαναπήγε σπίτι της κι εκείνη δεν επικοινώνησε ξανά μαζί του. Αρκέστηκε να την κοιτάει κάθε που μπαινόβγαινε σπίτι της από το περίπτερό του. Πόσο προδομένος ένοιωθε!
Η ζωή της Ανθής τώρα είχε αλλάξει. Ακόμα και η Αθήνα φάνταζε πολύ μικρή για να χωρέσει το όνομα της. Είχε γνωρίσει τους πιο διάσημους έλληνες και ξένους επισκέπτες. Τουλάχιστον εκείνους που ήθελαν να κάνουν τρέλες, όπως έλεγε και η ίδια. Το χρήμα δεν ήταν κανένα θέμα πλέον για εκείνη κι αν και περνούσε τα βράδια της σε ξένα πολυτελή κρεβάτια σπιτιών και ξενοδοχείων, ποτέ δεν ξενοίκιασε το πρώτο της σπίτι στην Αθήνα. Απέναντι από το περίπτερο του Αντώνη.
Η Ανθή είχε δει απίστευτα πράγματα πλέον στη ζωή της. Και κατά έναν περίεργο τρόπο ήξερε να φυλάγεται. Υπήρχαν φορές που έκανε ναρκωτικά με τους πελάτες της κι άλλες που συμμετείχε σε σαδομαζοχιστικά όργια κι όμως ποτέ δεν εθίστηκε, ποτέ δεν ρίσκαρε τη ζωή της. Άλλωστε την λάτρευε και ως προτεραιότητα είχε πάντα τις δικές της ανάγκες και επιλογές. Ακριβώς αυτή η φιλοσοφία την έκανε περιζήτητη και υπήρχαν μέρες που πολλοί διεκδικούσαν μια νύχτα μαζί της, κάποιοι εκ των οποίων δεν ήξεραν να χάνουν. Όπως ο Γκεβρόπουλος. Γνωστός επιχειρηματίας και άνθρωπος της νύχτας. Κάθε νύχτα που περνούσαν μαζί, ο Γκεβρόπουλος άφηνε πίσω του το άγριο πρόσωπο του αδίστακτου και έδειχνε σαν ερωτευμένος νέος. Είχε πια εθιστεί στην Ανθή και αγόραζε πολλές συνεχόμενες βραδιές μαζί της. Οι στιγμές τους δεν περιοριζόντουσαν στη συνουσία και του άρεσε να μαθαίνει για εκείνη και τη ζωή της.
Υπήρξε φορά που ο Γκεβρόπουλος την είχε ζητήσει στο γάμο. Η Ανθή εξαφανίστηκε, όμως εκείνος την “έκλεισε” και πάλι χρησιμοποιώντας άλλο όνομα για να της ζητήσει συγγνώμη. Πέρασε καιρός από τότε και η Ανθή δεν έχει πρόβλημα να του κάνει τα χατίρια, ειδικά όταν αυτά μεταφράζονται σε αμύθητα ποσά για χάρη της και μάλιστα για κάποιον που σέβεται το κορμί της. Η στενή τους σχέση δεν έμεινε καιρό άγνωστη από τα μέσα ενημέρωσης της ψυχαγωγίας και των αστέρων. Κανείς δεν ήξερε ότι η Ανθή χρηματίζεται, είχαν δει όμως το πρόσωπο της και μαζί κι όλοι οι έλληνες από τα περιοδικά, ανάμεσα τους και ο Αντώνης.
Ένα από τα βράδια που βρισκόταν σε εκδήλωση με πελάτη στην οποία αναπαριστούσε την κοπέλα του, η Ανθή παρατήρησε έναν από τους μπράβους του Γκεβρόπουλου. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία, όμως το επόμενο βράδυ ήταν 'κλεισμένη' από τον ίδιο τον Γκεβρόπουλο. “Χθες είδα έναν από τους δικούς σου. Δεν πιστεύω να τον έστειλες να με παρακολουθεί ενώ δούλευα” είπε θυμωμένη.
-”Μα πως θα το έκανα αυτό; Άκουσε με Ανθή. Είμαι πια τρελός για σένα. Ξέρεις ποιός είμαι και τι κάνω. Όλα αυτά θα μπορούν να γίνουν δικά σου. Λεφτά; Χωρίς τέλος. Περιουσία; Οπουδήποτε στον κόσμο. Έχεις ότι θέλεις, όποτε θέλεις. Μείνε μαζί μου”. Η Ανθή τον χάιδευε στο πιο απόκρυφο σημείο του λέγοντας:
-“Άκουσε με Γκεβρόπουλε. Πουλάω το σώμα μου επειδή το θέλω. Όμως η ψυχή ανήκει μόνο σε μένα. Αν θες να με πάρεις απόψε, πλήρωσέ με, αλλιώς άσε με να φύγω” βγάζοντας το χέρι της από τα χαμηλά και σπρώχνοντάς τον με μίσος.
-“Έτσι λοιπόν το θέλεις; Θα μείνεις με το καλό ή το κακό… Ανθούλα…” ειρωνευόμενος αυτή τη φορά.
-“Πως με είπες;” σαστισμένη η Ανθή.
-“Τι νόμιζες; Δε θα μάθαινα για σένα και το χωριό σου. Έτσι σε φώναζαν εκεί. Αν θες υγιή τον πατέρα σου, μείνε εδώ” αυτή τη φορά πολύ αυστηρός.
Τον διάλογο σταμάτησε ένας πυροβολισμός… κι αμέσως ένας δεύτερος. Ο Γκεβρόπουλος πέταξε την Ανθή στο κρεβάτι, έβγαλε ένα περίστροφο από την εσωτερική του τσέπη και βγήκε έξω. Η Ανθή έμεινε μόνη της βάζοντας τα κλάματα όταν ένας ακόμα πυροβολισμός ακούστηκε και εκείνη έβαλε τις φωνές. Σε δευτερόλεπτα ο Αντώνης, ο περιπτεράς, μπήκε μέσα στο δωμάτιο λερωμένος με ξένα αίματα. “Φύγε Ανθή. Κάνε γρήγορα” της φώναξε κι εκείνη έτρεξε.
Ο Αντώνης μαθεύτηκε μετά πως προσπάθησε να διαφύγει όμως η αστυνομία τον συνέλαβε. Καταδικάστηκε σε ισόβια και η πρώτη του επίσκεψη στις φυλακές ήταν η Ανθή. Συντηρητικά ντυμένη του είπε πως θέλει να τον παντρευτεί. Εκ τότε βρίσκονταν συχνά σε επισκέψεις της ή εξόδους του. Ύστερα από χρόνια, σε μία από τις εξόδους του από τις φυλακές, παντρεύτηκαν και η Ανθούλα έμεινε έγκυος. Μόνη, σε μια γνωστή πόλη, με μια νέα αρχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το