Το βράδυ έμοιαζε ατελείωτο. Εγώ κι ο Αλέξης αποφασίσαμε να κατέβουμε ακόμα περισσότερο τα βράχια φτάνοντας στο επίπεδο της θάλασσας μα το μόνο που συναντούσαμε ήταν μεθυσμένους να ανεβαίνουν το βουνό απ’ το νερό. Σ’ εκείνο το σημείο είδαμε από την παραλία απέναντι μια φωτιά να κουνιέται. Να ήταν μήνυμα επιστροφής; Ότι κι αν ήταν δεν είχαμε τρόπο να το μάθουμε. Αφού σταματήσαμε για λίγο, φτιάξαμε με δύο ξύλα από δέντρο, κοντάρια στα οποία βάλαμε φωτιά για να βλέπουμε, άλλωστε δεν είχε νόημα να ζητήσουμε βοήθεια. Κανείς δεν μας άκουγε.
Ξαφνικά σταμάτησε να είναι αστείο και αφού έδωσε ο ένας κουράγιο στον άλλο ψάξαμε εκεί χαμηλά στον βράχο. Ξέραμε ότι είναι εκεί γιατί τον είδαμε να πέφτει βουτώντας. Το φως της φωτιάς μας έδειξε μια μικρή σπηλιά που έδειχνε να έχει βάθος. Πράγματι, ήταν ένα δρομάκι που το ακολουθήσαμε. Την ίδια περιέργεια θα είχε και ο Τάσος, σκεφτήκαμε. Καθώς περπατούσαμε ο Αλέξης είδε φως στο βάθος κι έτσι σκεφτήκαμε να σβήσουμε το δικό μας. Περπατούσαμε πλέον αργά κι αθόρυβα. Πλησιάζοντας ακούστηκαν θόρυβοι. Στο βάθος της σπηλιάς που ανακαλύψαμε αποκαλύφτηκε μια μεγάλη σπηλιά όπου πτώματα ανθρώπων καιγόντουσαν στη φωτιά, ενώ παράξενοι ψαλμοί ακούγονταν.
Είχαμε δει και οι δυο αρκετά όταν κάναμε νόημα να φύγουμε αμέσως. Στο γύρισμα του ποδιού ένα μικρό πετραδάκι κύλησε κι ο θόρυβος έγινε αντιληπτός απ’ το εκεί πλήθος. Πλέον… τρέχαμε. Ένα μαχαίρι που πετάχτηκε από μακριά βρήκε τον Αλέξη στον σβέρκο. Το είδα με την άκρη του ματιού μου. Δεν ήθελα να σταματήσω και συνέχισα το τρέξιμο ώσπου ένα δεύτερο μαχαίρι με βρήκε στη μέση. Έβγαλα μια κραυγή μα συνέχισα, δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Φτάνοντας πάλι στους βράχους βούτηξα ελπίζοντας να μην έχει πέτρες εκεί και κατέληξα στο σκοτεινό νερό. Κολυμπούσα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Δεν είχα άλλες δυνάμεις μα ούτε κι επιλογή. Εν τέλει έφτασα στην παραλία όπου με υποδέχτηκε ένας νεαρός που φρόντιζε τις σκηνές. Του ζήτησα σε κατάσταση σοκ να με πάει στο σταθμό των λεωφορείων όπως κι έγινε.
Σε λίγες ώρες ξημέρωσε και το πρώτο λεωφορείο με προορισμό το Ηράκλειο, έφυγε. Από κει πήρα την πρώτη πτήση για το σπίτι μου. Δεν το είπα σε κανέναν μέχρι τώρα και δεν πρόκειται να το ξαναπώ. Τον Αλέξη και τον Τάσο δεν τους ξαναείδα ποτέ. Μα κι εγώ δεν ξαναπήγα ποτέ ξανά διακοπές. Δεν ήθελα να προκαλέσω την τύχη μου ξανά. Ξέφυγα μια φορά απ’ το νησί του τρόμου.
Διαβάστε ολόκληρο τον Μύθο την ερχόμενη Κυριακή, στις 12:00
Ωχχχχ Γιαννιδάκη μας, τι διακοπές ήταν αυτές!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕτσι λέω να μην πάω ούτε κι εγώ στα Μάταλα τελικά...
Και κοίτα, αν δεν μπορέσω να κοιμηθώ το βράδυ ή αν βλέπω εφιάλτες, ξέρεις ε, σε σένα θα το χρεώσω.
Φιλιά πολλά και καλό Σ/Κ!
Πάντως, θα έλεγα οτι αυτός ο μύθος μου άρεσε περισσότερο από άλλους.
ΑπάντησηΔιαγραφήελπιζω να περασε η βραδια χωρις εφιαλτες. Σε καθε περιπτωση η ιστορικη αυτη μερια του Ηρακλειου αποτελει οχι μονο πολο ελξης αλλα και εξερευνησης ενδιαφεροντων μυστηριων :[
ΑπάντησηΔιαγραφή