Έξω από το ψιλικατζίδικο, μη φανταστείτε ότι είχε μαζευτεί καμιά διμοιρία. Κανείς δεν είχε προλάβει να καλέσει την αστυνομία. Ήταν ο αστυνόμος Βασάρας που έτυχε να περνάει από τη γειτονιά –και μεταξύ μας ίσως είχε κάνει κάποια στάση στην μπυραρία για να δροσιστεί- και άκουσε τον πυροβολισμό. Ο τύπος δεν είναι αυτό που λέμε, υπόδειγμα αστυνομικού. Κοντός, με απεριποίητο μουστάκι, τσαλακωμένη στολή και βρώμικα παπούτσια, είναι πάντοτε στο μάτι του διοικητή του που τον ειρωνεύεται με κάθε ευκαιρία και σίγουρα δεν τον εμπιστεύεται.
Αυτή τη φορά όμως ο Βασάρας δείχνει φτιαγμένος από το ποτό και με όρεξη να κάνει τον ήρωα. Καλεί ενισχύσεις από τον ασύρματο και ανάβει τον φάρο για να αγχώσει τον ληστή. Μέχρι να έρθει η αστυνομία αρχίζει και φωνάζει στον ληστή να παραδοθεί και να του εξηγήσει τι ζητάει. Ο ληστής αρχίζει να φωνάζει με τρεμάμενη φωνή από τη χαραμάδα της γυάλινης πόρτας κοιτώντας όμως τους ομήρους του: «Με λένε Τόλη και θέλω πίσω τη δουλειά μου. Τίποτα άλλο. Αν δεν μπορείς να μου δώσεις εσύ τη δουλειά μου, τότε άσε με να πάρω αυτά τα λεφτά από το ταμείο και να φύγω. Δε θα πειράξω κανέναν». Ο αστυνομικός Βασάρας πλησιάζει την πόρτα σηκώνοντας τα χέρια ψηλά με σκοπό να πιάσει διάλογο μαζί του:
- «Ρε φίλε Τόλη, ξέρεις κάτι; Η ζωή είναι μες τα σκατά. Απολύουν κόσμο, κόβουν μισθούς, ανεβάζουν την βενζίνη. Η κυβέρνηση μας έχει πηδήξει. Κι εσύ να, μπήκες για μερικά λεφτά σε ένα ψιλικατζίδικο. Να σου πω ότι έχεις άδικο;» αναρωτιέμαι αν ο Τόλης προσπαθούσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του ή απλά το ποτό μιλούσε μέσα από αυτόν. Όπως και να’ χει μάλλον που τα κατάφερε.
- «Εσύ με καταλαβαίνεις φιλαράκι-κωλόμπατσε. Κι εγώ –που’ σαι- ήμουν κύριος. Αγόρασα το σπιτάκι μου, πλήρωνα τη δόση μου και ένα πρωί μένω άνεργος. Έχασα το σπίτι, έχασα τη γκόμενα –μόνο τα λεφτά ήθελε ανάθεμά την- και τώρα θέλω απλά λίγα λεφτά ρε φίλε».
- «Ρε φίλε Τόλη, ξέρεις κάτι; Η ζωή είναι μες τα σκατά. Απολύουν κόσμο, κόβουν μισθούς, ανεβάζουν την βενζίνη. Η κυβέρνηση μας έχει πηδήξει. Κι εσύ να, μπήκες για μερικά λεφτά σε ένα ψιλικατζίδικο. Να σου πω ότι έχεις άδικο;» αναρωτιέμαι αν ο Τόλης προσπαθούσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του ή απλά το ποτό μιλούσε μέσα από αυτόν. Όπως και να’ χει μάλλον που τα κατάφερε.
- «Εσύ με καταλαβαίνεις φιλαράκι-κωλόμπατσε. Κι εγώ –που’ σαι- ήμουν κύριος. Αγόρασα το σπιτάκι μου, πλήρωνα τη δόση μου και ένα πρωί μένω άνεργος. Έχασα το σπίτι, έχασα τη γκόμενα –μόνο τα λεφτά ήθελε ανάθεμά την- και τώρα θέλω απλά λίγα λεφτά ρε φίλε».
Πριν ο Βασάρας προλάβει να απαντήσει και πάλι, τρία περιπολικά και ένα βαν της αστυνομίας είχαν φτάσει. Σε ένα από τα περιπολικά βρισκόταν ο διοικητής του τμήματος που μόλις κατέβηκε στο δρόμο έκανε νόημα στον Βασάρα να τον πλησιάσει. Ο Βασάρας πλησίασε αργά και άρχισε να εξηγεί σε όλους την κατάσταση με λεπτομέρειες. «Θες να μου πεις ότι δεν είσαι τόσο άχρηστος Βασάρα; Τι θες και μετάλλιο τώρα»;
Στο μεταξύ ο Νικήτας προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία των υπολοίπων με χαρακτηριστική απάθεια και ύστερα βρίσκει ευκαιρία να μιλήσει με τον Λάμπη. «Ρε φίλε; Έχασες τη δουλειά σου και αρχίζεις και ληστεύεις; Θες να σου περιγράψω τη μέρα μου; Νομίζεις ότι είσαι ο μόνος εδώ πέρα με προβλήματα; Άνοιξε μας την πόρτα να φύγουμε» Πριν ο Λάμπης του απαντήσει αυστηρά μια φωνή από τηλεβόα ακούγεται: «Λάμπη είμαι ο διοικητής της αστυνομίας, ταξίαρχος Κόντοσογλου. Σου δίνουμε μια ευκαιρία να παραδοθείς τα επόμενα πέντε λεπτά και σου υπόσχομαι ότι θα λάβεις την μικρότερη ποινή». Ο Λάμπης άρχισε και πάλι να φωνάζει απ’ την χαράδρα. «Κι εσύ έχεις πέντε λεπτά να στείλεις τον μπάτσο που μιλούσα πριν εδώ κοντά στην πόρτα πριν αρχίζω και σκοτώνω έναν ανά πέντε λεπτά».
Διαβάστε το τρίτο και τελευταίο μέρος του Μύθου την ερχόμενη Παρασκευή, 12:00
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το