Πέμπτη 21 Απριλίου 2011

καταχώρηση τσι μέρας - ΒΡΑΒΕΥΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗΣ

καταχώρηση τσι μέρας
σημερινή προσθήκη στην λίστα των βραβεύσεων τσι μέρας
από V for VALIS

Η Κατασκευή Της Πραγματικότητας
Συνεχίζοντας τον προβληματισμό των προηγούμενων αναρτήσεων («Ο Χώρος», «Το Κοινωνικό Μνημόνιο», «Ενισχυτικό Πραγματικότητας») με το σύστημα πάμε-στο-άγνωστο-με-βάρκα-την-ελπίδα (να υπάρξει επιτέλους μια κατάληξη): θέλω να δείξω πώς εφαρμόζεται η προηγούμενη συλλογιστική σε συγκεκριμένα πολιτικά ζητήματα, τι πορίσματα βγάζει και πώς επιμερίζει τις ευθύνες, ελπίζοντας ότι δεν πρόκειται για κάτι που βλέπω μόνο εγώ. Αυτό που θέλω να τονίσω σήμερα είναι ότι η πραγματικότητα είναι θέμα ερμηνείας. Το επισημαίνω αυτό και στον ψυχίατρό μου, όταν λέει ότι το γεγονός πως μόνο εγώ βλέπω τα ανθρωπάκια στο δωμάτιο, συνιστά απόδειξη ότι αυτά δεν υπάρχουν. Εγώ προσπαθώ να του εξηγήσω ότι η πραγματικότητα κατασκευάζεται, ότι η δική μου ερμηνεία περιλαμβάνει και το στοιχείο «ανθρωπάκια», όμως μιλάω στο βρόντο, προτιμάνε να με κλειδώσουνε στο δωμάτιο με τους μαλακούς τοίχους παρά ν’ ακούσουν τα επιχειρήματά μου. Πολύ άσχημο αυτό, όταν έχεις ένα σκεπτικό κι ο άλλος αρνείται να το παρακολουθήσει. Χώρια που το δωμάτιο με τους μαλακούς τοίχους είναι γεμάτο ανθρωπάκια. Ελπίζω εσείς να μην είστε σαν τον ψυχίατρό μου. 
Ας δούμε πρώτα μια άλλη πραγματικότητα που κατασκευάστηκε βάση της ερμηνείας της: Βρισκόμαστε στο 1974. Η χούντα μόλις έχει πέσει κι ο Καραμανλής έχει αναλάβει. Προκειμένου λοιπόν η Ελλάδα να προχωρήσει μπροστά, έπρεπε να δωθεί μια ερμηνεία γι’ αυτό που έγινε την προηγούμενη επταετία. Ήταν έγκλημα; Κι αν ναι, τότε ποιοι ακριβώς φταίγαν;
Ήταν έγκλημα; Στην περίφημη δίκη της χούντας, υποστηρίχτηκε από τους συνηγόρους των πραξικοπηματιών ότι η επταετία δεν ήταν «χούντα» (αρνητικό), αλλά «επανάσταση» (θετικό), διότι: 1) οι πραξικοπηματίες είχαν αγαθά κίνητρα, 2) είχαν την έγκριση/στήριξη του λαού, έστω σιωπηρά. Οι αιτιάσεις αυτές καταρρίφθηκαν. Το δικαστήριο δέχτηκε ότι οι πραξικοπηματίες είχαν ταπεινά κίνητρα (αρχομανία, ίδιον όφελος κ.λπ.) κι ότι η μη–εκδήλωση μαζικής αντίστασης ήταν προϊόν φόβου, όχι σιωπηρής έγκρισης. Τελέστηκε λοιπόν έγκλημα, άρα η επταετία ήταν «χούντα», δεν ήταν «επανάσταση».
Ποιοι ακριβώς φταίγαν; Αυτό ήταν κάτι που έπρεπε να αποφασιστεί πριν τη δίκη. Η φράση – κλειδί εδώ ήταν αν το έγκλημα της επταετίας υπήρξε «στιγμιαίο» ή «εξακολουθητικό». Το πρώτο σήμαινε ότι ήταν κάτι που τελέστηκε την 21η Απριλίου 1967 και κατόπιν εγκαθιδρύθηκε μια κατάσταση, με βασικό συστατικό της λειτουργίας της τον φόβο. Το δεύτερο σήμαινε ότι το έγκλημα συνέχισε να τελείται κάθε μέρα της επταετίας. Άμεσο συμπέρασμα ενός «στιγμιαίου» εγκλήματος θα ήταν ότι πάρα πολλοί μικροσυνεργάτες της χούντας συνέβαλαν στο έγκλημα επειδή φοβήθηκαν, οπότε είχαν ελαφρυντικό. Άμεσο συμπέρασμα ενός «εξακολουθητικού» εγκλήματος θα ήταν ότι δεν υπήρχε καμία δικαιολογία για τους πάμπολλους μικροσυνεργάτες, ούτε φόβος ούτε τίποτα, όφειλαν να αρνηθούνε οποιαδήποτε συμμετοχή στο έγκλημα. Εκεί λοιπόν έπρεπε να παρθεί μια απόφαση από τον Καραμανλή και την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, πόσο ψηλά θα θέσουν τον πήχυ. Η επταετία ως «στιγμιαίο» έγκλημα σήμαινε ότι θα διωχθούν ποινικά μόνο οι αρχιχουντικοί και κάποιοι από τους διακεκριμένους συνεργάτες τους. Η επταετία ως «εξακολουθητικό» έγκλημα σήμαινε ότι αρκετές εκατοντάδες ή και χιλιάδες άνθρωποι θα οδηγούνταν στο δικαστήριο. Ο Καραμανλής έκρινε ότι η κατάσταση ήταν ακόμα έκρυθμη, με χουντικούς αξιωματικούς στο στρατό, με το βασιλιά να συνωμοτεί από το εξωτερικό, με την Αθήνα περικυκλωμένη από στρατόπεδα κ.α. Ήταν επικίνδυνο να εξαπολυόταν κύμα διώξεων, οπότε αναγκαστικά έπρεπε η επταετία να ήταν «στιγμιαίο» έγκλημα. Δώθηκε ερμηνεία, κατασκευάστηκε πραγματικότητα.
Αλίευσα αυτές τις πληροφορίες από εδώ (διαβάστε το, είναι ενδιαφέρον). Δεν καταφέρομαι εναντίον του Καραμανλή, αναγνωρίζω ότι η κατάσταση τότε ήταν περίπλοκη και δεν υπήρχαν εύκολες αποφάσεις. Αναγνωρίζω επίσης ότι ένα τμήμα του κόσμου, μεγαλύτερο από αυτό που θέλουμε να πιστεύουμε συνήθως, όντως ενέκρινε τη χούντα – ή, τέλος πάντων, δε διαφωνούσε ριζικά μ’ αυτήν. Έπρεπε να γίνει μια δίκη και μάλιστα γρήγορα, για να δωθεί κι ένα μήνυμα σ’ αυτό το (καθόλου αμελητέο) τμήμα του κόσμου ότι όλα όσα ξέρατε να τα ξεχάσετε, από δω κι μπρος θα λειτουργήσουμε διαφορετικά. Ας επιστρέψουμε στο παρόν να σώσουμε οτιδήποτε αν σώζεται: 


Πριν λίγο καιρό, ο Θεόδωρος Πάγκαλος αποπειράθηκε να κατασκευάσει πραγματικότητα με τη διαβόητη δήλωση: «μαζί τα φάγαμε (στο πλαίσιο ενός φαύλου πολιτικού συστήματος κ.λπ.)». Κατόπιν ξέσπασε θύελλα αντιδράσεων και κόντρα αντιδράσεων, συζητήσεις επί συζητήσεων για το αν ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης είχε δίκιο ή άδικο, αν υπήρξε ουσιαστική συνενοχή πολιτών – πολιτικών ή αν οι τελευταίοι φέρουν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης, το ρόλο της ψήφου που νομιμοποιεί τους πολιτικούς, το ρόλο της αποχής κ.λπ. Θέλω εδώ να δείξω τον τρόπο που βλέπω εγώ το ζήτημα. Δεν είμαι οικονομολόγος ή πολιτικός αναλυτής, είμαι όμως καταναλωτής πραγματικότητας και, ως τέτοιος, απαιτώ συνέπεια από την ερμηνεία που καλούμαι να υιοθετήσω.
1) Το ερώτημα λοιπόν αν υπήρξε συνενοχή πολιτών–πολιτικών ή, αντίθετα, αν οι τελευταίοι φέρουν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης, μου θυμίζει έντονα το δίλημμα της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας στη μεταπολίτευση, αν η επταετία υπήρξε «στιγμιαίο» ή «εξακολουθητικό» έγκλημα – δηλαδή, με άλλα λόγια, πόσο ψηλά ή χαμηλά θα βάλουμε τον πήχυ. Η απάντησή μου είναι: βάλτε τον όσο ψηλά ή χαμηλά θέλετε, αρκεί να δώσετε γρήγορα μια ερμηνεία. Δεν έχω αντίρρηση να φταίνε μόνο οι πολιτικοί ή να φταίνε μαζί τους και ευρύτατα πληθυσμιακά στρώματα. Είναι απαραίτητο όμως να υπάρξει μια ερμηνεία προκειμένου να προχωρήσει μπροστά η χώρα, σε κάτι διαφορετικό.
2) Για να δωθεί η όποια ερμηνεία, δε φτάνουν μόνο οι δηλώσεις, οι λόγοι στο Καστελόριζο, οι συνεντεύξεις στο Βήμα και η μετάνοια αναγεννημένης Ντόρας που πλέον, με κάποιον μαγικό τρόπο, είδε το φως το αληθινό, πήραμε τη ζωή μας λάθος κι αλλάξαμε ζωή. Όπως είπα και στο «Κοινωνικό Μνημόνιο», ο πολιτικός μιλάει με πράξεις – τόσο με την καθαρά πολιτική του δράση, αλλά και με όλο το μη–λεκτικό μέρος της παρουσίας του. Ακόμα κι οι ζεϊμπεκιές του Παπανδρέου είναι πολιτικές, ενώ οι δικές σας κι οι δικές μου είναι χορευτικές.
3) Τούτων λεχθέντων, η δήλωση του Πάγκαλου ερμηνευτικά στέκει μόνο ως εισαγωγή μιας παραίτησης. «Μαζί τα φάγαμε, στο πλαίσιο ενός φαύλου συστήματος πελατειακών σχέσεων και γενικευμένης διαφθοράς, μπλα μπλα μπλα, οπότε παραιτούμαι και πάω σπίτι μου, δε στάθηκα στο ύψος της εμπιστοσύνης που μου προσφέρθηκε, δωρίζω και το 1/5 της περιουσίας μου στην Ορνιθολογική Εταιρεία και στο Χαμόγελο του Παιδιού να βουλώσω στόματα, μη λεν τίποτα κακοήθεις ότι τα πήρα». Έτσι μάλιστα, στέκει η δήλωση και δημιουργεί ερμηνεία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, βάζεις τον Γιάννη και τη Μαρία στο σκαμνί της υπαιτιότητας. Όμως «μαζί τα φάγαμε» + Πάγκαλος στην πολιτική, δε στέκει. Με Πάγκαλο να παραμένει στην πολιτική, το μόνο που στέκει ερμηνευτικά είναι ότι δεν υπάρχει και μεγάλη διαφορά από την προηγούμενη κατάσταση, ότι δεν έχουμε μεταπολίτευση αλλά κάποια ηπιότερη συνέχεια της χούντας – ας πούμε, κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Τη στιγμή όμως που εκστομίστηκαν αυτά τα λόγια, «φαύλο σύστημα», από το στόμα του πολιτικού, τότε η όλη στάση Πάγκαλου φαλτσάρει. Είναι σαν να λες «σ’ αγαπώ» χαχανίζοντας, σαν να ζητάς συγνώμη καγχάζοντας. Είναι σαν εκείνο που έλεγε ο Κουρασμένος, «αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη» (θυμάστε;). Στο φινάλε, είναι λόγια που δεν υποστηρίζονται από αντίστοιχες στάσεις και πράξεις. Υπάρχει μια τεχνική να λες «σ’ αγαπώ», να ζητάς συγνώμη. Η τεχνική αυτή δεν περιλαμβάνει πάντως χαχανίσματα και καγχασμούς, τούτα είναι για άλλες καταστάσεις. Στους εραστές και στους πολιτικούς μετράνε κυρίως οι πράξεις και οι προσωπικές στάσεις, τα λόγια έρχονται δεύτερα. Αν θες λοιπόν να δημιουργήσεις την ερμηνεία του «σ’ αγαπώ» τότε, πέρα από τα λόγια, την υποστηρίζεις με όλη την υπόλοιπη στάση σου. Αν θες να δημιουργήσεις την ερμηνεία της συνενοχής πολιτικών – πολιτών, τότε αναλαμβάνεις έμπρακτα το μερίδιο της ευθύνης που σου αναλογεί: πηγαίνεις σπίτι σου. Με ομολογία αποτυχίας. Αν είσαι έξυπνος, κάνεις και μια μεγάλη δωρεά σε κάποια φιλανθρωπική οργάνωση.
Αν το καλοσκεφτείτε, το «μαζί τα φάγαμε» του Πάγκαλου ισοδυναμεί με μια υποθετική δήλωση Παττακού: «είχαμε λαϊκή στήριξη». Υπήρξε σίγουρα ένα καθόλου αμελητέο τμήμα του κόσμου που συμμετείχε είτε στο χουντικό σύστημα είτε στο φαύλο σύστημα των προηγούμενων δεκαετιών, είναι δεδομένο αυτό. Αν όμως, ως Πάγκαλος, θέλεις να συμπεριλάβεις κι αυτούς στο έγκλημα, τότε εσύ δεν μπορεί παρά να έχεις τον ρόλο του αρχιχουντικού ή κάποιου διακεκριμένου συνεργάτη. Διότι τελέστηκε έγκλημα, το ξέρουμε όλοι μας, εκτός των άλλων είναι και ομολογημένο, ο Πάγκαλος μίλησε για «φαύλο πολιτικό σύστημα». Ήταν χούντα, όχι επανάσταση. Πού είναι όμως η μεταπολίτευση; Γιατί με τις πράξεις τους οι πολιτικοί δείχνουν ότι συνεχίζουμε με «κυβέρνηση Μαρκεζίνη», δηλαδή με μια ηπιότερη συνέχεια της φαυλότητας; 
4) Ναι αλλά οι φαύλοι πολιτικοί ψηφίστηκαν, δεν πήραν πραξικοπηματικά την εξουσία. Το επιχείρημα αυτό δεν στέκει γιατί, όπως είπα και στο «Ενισχυτικό Πραγματικότητας», είναι διαφορετικός ο ρόλος πολιτών – πολιτικών. Το εκλογικό σώμα οφείλει να συμπεριφέρεται ως ένας μικρός θεός που τιμωρεί ή επιβραβεύει την προσωπική ακεραιότητα και τιμιότητα, οι πολιτικοί οφείλουν να παίξουν το ρόλο του δίκαιου πιστού που τηρεί τις εντολές. Από έναν χριστιανό απαιτώ κάποιες έμπρακτες ηθικές στάσεις• δε φτάνει μόνο να ξέρει το Πάτερ Ημών και να πηγαίνει τις Κυριακές στη λειτουργία, απαιτώ π.χ. να κάνει το καλό και να το ρίχνει στον γυαλό χωρίς να αυτοδιαφημίζεται, έχοντας εμπιστοσύνη ότι θα λάβει την ανταμοιβή του από τον Θεό για τη σεμνή στάση που κράτησε. Από έναν (δημοκράτη) πολιτικό απαιτώ εξίσου κάποιες ηθικές στάσεις• δε φτάνουν μόνο οι συνεντεύξεις και το πολιτικό του πρόγραμμα, απαιτώ π.χ. να μην κάνει τα στραβά μάτια στις μεθοδεύσεις των κομματικών του συναδέλφων, έχοντας εμπιστοσύνη ότι θα λάβει την ανταμοιβή του από το εκλογικό σώμα για την ακέραια στάση που κράτησε. Το έχω δει αυτό να συμβαίνει σε τοπικό ή κλαδικό επίπεδο• να αναγνωρίζεται και να επιβραβεύεται η προσωπική ακεραιότητα, ακόμα και από ιδεολογικούς αντιπάλους. Δε θυμάμαι να το έχω δει όμως στην κεντρική πολιτική σκηνή και το απαιτώ. Ο παραλληλισμός χριστιανού και (δημοκράτη) πολιτικού δεν είναι καθόλου υπερβολικός στη σκέψη μου και ειλικρινά δε με ενδιαφέρει καθόλου αν ο πολιτικός είναι σοσιαλιστής ή φιλελεύθερος ή οτιδήποτε. Γιατί όπως είπε κι ο Κύριος προς την Εκκλησία της Λαοδικείας: Οιδά σου τα έργα, όφελον σοσιαλιστής ει ή φιλελεύθερος• ούτως ότι ούτε σοσιαλιστής ούτε φιλελεύθερος ει, αλλά πολιτικός αγύρτης, μέλλω σε εμέσαι εκ του στόματός μου.
Στο φινάλε: Είναι αδύνατο να πει κανείς πόσος κόσμος ενέκρινε τη χούντα. Είναι εξίσου αδύνατο να πει πόσος κόσμος συμμετείχε ενεργά στη φαυλότητα των προηγούμενων δεκαετιών. Το μόνο που μπορεί να γίνει, είναι να δωθεί σ' όλους αυτούς ένα ξεκάθαρο μήνυμα: ξεχάστε ό,τι ξέρατε, τώρα θα λειτουργήσουμε διαφορετικά. Τα μηνύματα όμως δεν δίνονται με συνεντεύξεις στο Βήμα, αλλά με πράξεις και προσωπικές στάσεις - εφόσον πάντα μιλάμε για πολιτικούς με ανάστημα, όχι για το είδος των πολιτικών που ευδοκιμεί στην Ελλάδα: ανθρωπάκια.     
Ωχ, τους ακούω να ‘ρχονται, θα με κλείσουν πάλι στο δωμάτιο με τους μαλακούς τοίχους, δεν το θέλω αυτό το δωμάτιο, είναι πολύ άσπρο κι έχει παντού ανθρωπάκια, τις νύχτες ακούγονται περίεργοι ήχοι, φυτρώνει ένα δέντρο και τα ανθρωπάκια κρέμονται απ’ τα κλαδιά του, βγαίνουν απ’ τις ρίζες του, μην τους αφήσετε να το κάνουν, όχι άλλα ανθρωπάκια, όχι άλλα ανθρωπάκια, όχι άλλα ανθρωπ


οι απόψεις που εκφράζονται στο κείμενο δε συμφωνούν ή εκφράζουν απαραίτητα το yannidakis. Η βράβευση ικανοποιεί μια σειρά από συγκεκριμένα κριτήρια

μετάβαση στην αρχική σελίδαμετάβαση στον προβληματισμό της ημέρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προβληματίστηκες; σχολίασε το