Μια φορά σε έναν καιρό που η οικονομική κρίση μάστιζε ολοένα και περισσότερους ανθρώπους, ο Νικήτας βρέθηκε στο γραφείο του προϊστάμενου για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Αδύνατος, μετρίου αναστήματος λίγο αξύριστος και με μέτριας ποιότητας ρούχα πλησίαζε την ξύλινη πόρτα φοβισμένος. «Νικήτα, ξέρω πως από τότε που ανέλαβα δεν διανύουμε και την καλύτερη περίοδο στη δουλειά και επειδή η κατάσταση αυτή εμπλέκει εμένα, πρέπει να πάρω εγώ αποφάσεις. Λες και δεν βλέπουν τι γίνεται σε όλες τις επιχειρήσεις!» άρχισε ο προϊστάμενός του με απολογητικό ύφος που προετοίμαζε κακά μαντάτα. «Νικήτα λυπάμαι, αλλά πρέπει να σε απολύσω. Ξέρω ότι είσαι χρόνια στη δουλειά, όμως δεν είσαι παντρεμένος, δεν έχεις παιδιά. Με αυτό το σκεπτικό πάω. Πως θα αφήσω έξω τους οικογενειάρχες». Ο Νικήτας είχε μια κακή βδομάδα που έφτασε στο αποκορύφωμά της. Σηκώθηκε, πλησίασε τον προϊστάμενο και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη σα να έδειχνε ότι καταλάβαινε. Γύρισε στο γραφείο του και συνέχισε τη δουλειά του ως το απόγευμα.
Δεν έπρεπε να του χαλάσει η διάθεση. Το βράδυ θα έβλεπε την Μαρία. Είναι αρκετό καιρό μαζί και έχουν ξεκινήσει συζητήσεις για να μείνουν μαζί. Η Μαρία για απόψε επέμενε να συναντηθούν στον «καφέΝΑΙ» είναι ένα στέκι λίγο πιο κάτω απ’ το σπίτι του. Τίποτα εντυπωσιακό. Σε λίγη ώρα οι δυο τους συναντήθηκαν και η Μαρία φαινόταν πως δεν είναι καλά.
- «Τι έχεις»; Ρώτησε ο Νικήτας. Δεν άντεχε να βλέπει κι άλλο πόνο σήμερα!
- «Νικήτα δε μπορώ να στο κρύψω. Δε θέλω και η συνείδησή μου δεν μου το επιτρέπει. Ο Αλέκος από τη δουλειά μου; Ξέρεις… Βγήκαμε. Ήταν… Είναι διαφορετικός» προσπαθούσε να μαζέψει λέξεις για να φτιάξει μια πρόταση. «Νικήτα κοιμήθηκα με τον Αλέκο. Νομίζω πως είμαι ερωτευμένη μαζί του. Φταίω εγώ για όλα. Σου ζητάω συγγνώμη» έλεγε αυτή τη φορά γρήγορα αρχίζοντας να κλαίει. Ο Νικήτας χαμογέλασε μέσα του ειρωνικά. Σηκώθηκε, την πλησίασε και την φίλησε στο μέτωπο. Έφυγε κάνοντάς της νόημα να μη σηκωθεί και χάθηκε στο σκοτάδι.
- «Τι έχεις»; Ρώτησε ο Νικήτας. Δεν άντεχε να βλέπει κι άλλο πόνο σήμερα!
- «Νικήτα δε μπορώ να στο κρύψω. Δε θέλω και η συνείδησή μου δεν μου το επιτρέπει. Ο Αλέκος από τη δουλειά μου; Ξέρεις… Βγήκαμε. Ήταν… Είναι διαφορετικός» προσπαθούσε να μαζέψει λέξεις για να φτιάξει μια πρόταση. «Νικήτα κοιμήθηκα με τον Αλέκο. Νομίζω πως είμαι ερωτευμένη μαζί του. Φταίω εγώ για όλα. Σου ζητάω συγγνώμη» έλεγε αυτή τη φορά γρήγορα αρχίζοντας να κλαίει. Ο Νικήτας χαμογέλασε μέσα του ειρωνικά. Σηκώθηκε, την πλησίασε και την φίλησε στο μέτωπο. Έφυγε κάνοντάς της νόημα να μη σηκωθεί και χάθηκε στο σκοτάδι.
Συνέχισε να περπατά μέχρι που έφτασε σε μια μπυραρία κοντά στη γειτονιά του. Στάθηκε στην πόρτα, κοίταξε προς τα πάνω –την ταμπέλα ή τον Θεό, δεν ξέρω- και έκανε ένα βήμα πίσω και συνέχισε να περπατάει. Σκέφτηκε πως θα ήταν καλύτερα να προμηθευτεί με μπόλικο αλκοόλ και να κάτσει σπίτι του απόψε, γι’ αυτό και έφτασε σε ένα κοντινό ψιλικατζίδικο. Μπήκε μέσα και κατευθύνθηκε προς το ψυγείο. Πιο πέρα ήταν μια κυρία γνωστή από τη γειτονιά. Πήρε όσες μπύρες χωρούσαν στην αγκαλιά του κι όταν ξεκίνησε για το ταμείο άκουσε μια δυνατή φωνή και έναν πυροβολισμό: «Δώσε μου τα λεφτά σου και μη μιλάς». Ο Λάμπης ο ψιλικατζής άρχισε να αδειάζει το ταμείο αργά όταν από τον Νικήτα έπεσε ένα μπουκάλι μπύρας και έσπασε κάνοντας θόρυβο. Ο ληστής τρόμαξε και κινήθηκε προς την πόρτα. Έβαλε τον σύρτη και φώναξε: «Ελάτε όλοι εδώ και κανείς δεν θα πάθει τίποτα. Ελάτε όλοι, τώρα». Ο Νικήτας έγνεψε παρηγορητικά στην κυρία για να τον ακολουθήσει και σύντομα μαζί με τον Λάμπη ήταν όλοι μαζί μπροστά στον ληστή. Μέχρι όλοι τους να συγκεντρωθούν εκεί, ένας αστυνομικός φάρος άναβε ακριβώς έξω από το μαγαζί. Όταν ο ληστής αντιλήφθηκε την παρουσία αστυνομικού απ’ έξω δεν έχασε την ψυχραιμία του: «Α, κάνουμε και εξυπνάδες, ε; Ε, λοιπόν κανείς δεν βγαίνει από εδώ μέσα».
Πήρε τα κλειδιά και κλείδωσε και άρχισε να δίνει οδηγίες για το που να σταθούν. Η απίστευτη μέρα του Νικήτα δεν είχε ολοκληρωθεί.
Έξω από το ψιλικατζίδικο, μη φανταστείτε ότι είχε μαζευτεί καμιά διμοιρία. Κανείς δεν είχε προλάβει να καλέσει την αστυνομία. Ήταν ο αστυνόμος Βασάρας που έτυχε να περνάει από τη γειτονιά –και μεταξύ μας ίσως είχε κάνει κάποια στάση στην μπυραρία για να δροσιστεί- και άκουσε τον πυροβολισμό. Ο τύπος δεν είναι αυτό που λέμε, υπόδειγμα αστυνομικού. Κοντός, με απεριποίητο μουστάκι, τσαλακωμένη στολή και βρώμικα παπούτσια, είναι πάντοτε στο μάτι του διοικητή του που τον ειρωνεύεται με κάθε ευκαιρία και σίγουρα δεν τον εμπιστεύεται.
Αυτή τη φορά όμως ο Βασάρας δείχνει φτιαγμένος από το ποτό και με όρεξη να κάνει τον ήρωα. Καλεί ενισχύσεις από τον ασύρματο και ανάβει τον φάρο για να αγχώσει τον ληστή. Μέχρι να έρθει η αστυνομία αρχίζει και φωνάζει στον ληστή να παραδοθεί και να του εξηγήσει τι ζητάει. Ο ληστής αρχίζει να φωνάζει με τρεμάμενη φωνή από τη χαραμάδα της γυάλινης πόρτας κοιτώντας όμως τους ομήρους του: «Με λένε Τόλη και θέλω πίσω τη δουλειά μου. Τίποτα άλλο. Αν δεν μπορείς να μου δώσεις εσύ τη δουλειά μου, τότε άσε με να πάρω αυτά τα λεφτά από το ταμείο και να φύγω. Δε θα πειράξω κανέναν». Ο αστυνομικός Βασάρας πλησιάζει την πόρτα σηκώνοντας τα χέρια ψηλά με σκοπό να πιάσει διάλογο μαζί του:
- «Ρε φίλε Τόλη, ξέρεις κάτι; Η ζωή είναι μες τα σκατά. Απολύουν κόσμο, κόβουν μισθούς, ανεβάζουν την βενζίνη. Η κυβέρνηση μας έχει πηδήξει. Κι εσύ να, μπήκες για μερικά λεφτά σε ένα ψιλικατζίδικο. Να σου πω ότι έχεις άδικο;» αναρωτιέμαι αν ο Τόλης προσπαθούσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του ή απλά το ποτό μιλούσε μέσα από αυτόν. Όπως και να’ χει μάλλον που τα κατάφερε.
- «Εσύ με καταλαβαίνεις φιλαράκι-κωλόμπατσε. Κι εγώ –που’ σαι- ήμουν κύριος. Αγόρασα το σπιτάκι μου, πλήρωνα τη δόση μου και ένα πρωί μένω άνεργος. Έχασα το σπίτι, έχασα τη γκόμενα –μόνο τα λεφτά ήθελε ανάθεμά την- και τώρα θέλω απλά λίγα λεφτά ρε φίλε».
- «Ρε φίλε Τόλη, ξέρεις κάτι; Η ζωή είναι μες τα σκατά. Απολύουν κόσμο, κόβουν μισθούς, ανεβάζουν την βενζίνη. Η κυβέρνηση μας έχει πηδήξει. Κι εσύ να, μπήκες για μερικά λεφτά σε ένα ψιλικατζίδικο. Να σου πω ότι έχεις άδικο;» αναρωτιέμαι αν ο Τόλης προσπαθούσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του ή απλά το ποτό μιλούσε μέσα από αυτόν. Όπως και να’ χει μάλλον που τα κατάφερε.
- «Εσύ με καταλαβαίνεις φιλαράκι-κωλόμπατσε. Κι εγώ –που’ σαι- ήμουν κύριος. Αγόρασα το σπιτάκι μου, πλήρωνα τη δόση μου και ένα πρωί μένω άνεργος. Έχασα το σπίτι, έχασα τη γκόμενα –μόνο τα λεφτά ήθελε ανάθεμά την- και τώρα θέλω απλά λίγα λεφτά ρε φίλε».
Πριν ο Βασάρας προλάβει να απαντήσει και πάλι, τρία περιπολικά και ένα βαν της αστυνομίας είχαν φτάσει. Σε ένα από τα περιπολικά βρισκόταν ο διοικητής του τμήματος που μόλις κατέβηκε στο δρόμο έκανε νόημα στον Βασάρα να τον πλησιάσει. Ο Βασάρας πλησίασε αργά και άρχισε να εξηγεί σε όλους την κατάσταση με λεπτομέρειες. «Θες να μου πεις ότι δεν είσαι τόσο άχρηστος Βασάρα; Τι θες και μετάλλιο τώρα»;
Στο μεταξύ ο Νικήτας προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία των υπολοίπων με χαρακτηριστική απάθεια και ύστερα βρίσκει ευκαιρία να μιλήσει με τον Λάμπη. «Ρε φίλε; Έχασες τη δουλειά σου και αρχίζεις και ληστεύεις; Θες να σου περιγράψω τη μέρα μου; Νομίζεις ότι είσαι ο μόνος εδώ πέρα με προβλήματα; Άνοιξε μας την πόρτα να φύγουμε» Πριν ο Λάμπης του απαντήσει αυστηρά μια φωνή από τηλεβόα ακούγεται: «Λάμπη είμαι ο διοικητής της αστυνομίας, ταξίαρχος Κόντοσογλου. Σου δίνουμε μια ευκαιρία να παραδοθείς τα επόμενα πέντε λεπτά και σου υπόσχομαι ότι θα λάβεις την μικρότερη ποινή». Ο Λάμπης άρχισε και πάλι να φωνάζει απ’ την χαράδρα. «Κι εσύ έχεις πέντε λεπτά να στείλεις τον μπάτσο που μιλούσα πριν εδώ κοντά στην πόρτα πριν αρχίζω και σκοτώνω έναν ανά πέντε λεπτά».
O Βασάρας δεν είχε άλλη επιλογή από το να πλησιάσει και πάλι την πόρτα, φοβισμένος αυτή τη φορά. Όχι ότι τα πράγματα ήταν καλύτερα μέσα. Ο Τόλης άρχισε και έτρεμε κρατώντας το όπλο. Ήξερε ότι ο χρόνος που περνάει ήταν εναντίον του. Ο Νικήτας κρατούσε το χέρι της κυρίας που κατά διαστήματα ξεσπούσε σε λυγμούς ψιθυρίζοντας «θα πεθάνουμε όλοι εδώ μέσα». Και ο Λάμπης ήταν σχεδόν ακίνητος και αναίσθητος από το σοκ που είχε υποστεί.
Πρώτος ανέλαβε πρωτοβουλία ο Βασάρας. «Τόλη. Ο διοικητής μου με έχει γραμμένο και το ίδιο κι εγώ. Λοιπόν, άσε με να μπω μέσα και να αφήσουμε κάποιον από μέσα» καθώς ο αστυνόμος του μιλούσε πλησίασε την γυάλινη πόρτα και αντίκρισε τους ομήρους. Εκεί αναγνώρισε τον Νικήτα. Ίσως να μην είχαν αλλάξει ποτέ κουβέντα, αλλά γνωριζόντουσαν από τη μπυραρία παραπάνω. Ο ένας έγνεψε στον άλλο στιγμιαία και ο Βασάρας αισθάνθηκε ότι είχε ένα σύμμαχο μαζί του. «Τι θα έλεγες να με ανταλλάξεις με την κυρία εκεί μέσα; Δε θες να πάθει κάνα έμφραγμα και να φορτωθείς κανένα φόνο ή κάτι τέτοιο». Ο Τόλης έδειχνε να έχει όρεξη να το σκεφτεί. «Εντάξει. Άσε το όπλο σου στην πόρτα, να το βλέπω και μετά θα κάνουμε την αλλαγή».
Ο Βασάρας δεν είχε άλλη επιλογή από το να πλησιάσει και πάλι την πόρτα, φοβισμένος αυτή τη φορά. Όχι ότι τα πράγματα ήταν καλύτερα μέσα. Ο Τόλης άρχισε και έτρεμε κρατώντας το όπλο. Ήξερε ότι ο χρόνος που περνάει ήταν εναντίον του. Ο Νικήτας κρατούσε το χέρι της κυρίας που κατά διαστήματα ξεσπούσε σε λυγμούς ψιθυρίζοντας «θα πεθάνουμε όλοι εδώ μέσα». Και ο Λάμπης ήταν σχεδόν ακίνητος και αναίσθητος από το σοκ που είχε υποστεί.
Πρώτος ανέλαβε πρωτοβουλία ο Βασάρας. «Τόλη. Ο διοικητής μου με έχει γραμμένο και το ίδιο κι εγώ. Λοιπόν, άσε με να μπω μέσα και να αφήσουμε κάποιον από μέσα» καθώς ο αστυνόμος του μιλούσε πλησίασε την γυάλινη πόρτα και αντίκρισε τους ομήρους. Εκεί αναγνώρισε τον Νικήτα. Ίσως να μην είχαν αλλάξει ποτέ κουβέντα, αλλά γνωριζόντουσαν από τη μπυραρία παραπάνω. Ο ένας έγνεψε στον άλλο στιγμιαία και ο Βασάρας αισθάνθηκε ότι είχε ένα σύμμαχο μαζί του. «Τι θα έλεγες να με ανταλλάξεις με την κυρία εκεί μέσα; Δε θες να πάθει κάνα έμφραγμα και να φορτωθείς κανένα φόνο ή κάτι τέτοιο». Ο Τόλης έδειχνε να έχει όρεξη να το σκεφτεί. «Εντάξει. Άσε το όπλο σου στην πόρτα, να το βλέπω και μετά θα κάνουμε την αλλαγή».
Ο Βασάρας γύρισε στους αστυνομικούς και έκανε νόημα πως όλα είναι υπό έλεγχο, άφησε χάμω το όπλο του, σήκωσε τα χέρια και περίμενε μπροστά στην πόρτα τον Τόλη. Εκείνος, έκανε νόημα με το όπλο στη γυναίκα η οποία σηκώθηκε γρήγορα και με ασπίδα εκείνη άνοιξε την πόρτα την ίδια ώρα που τον σημάδευαν δεκάδες αστυνομικοί απ’ έξω. Ο Τόλης βγήκε λίγο έξω με την γυναίκα για να κάνει χώρο στον Βασάρα να περάσει μέσα, όπως και έγινε. Στη συνέχεια άρχισε να κάνει αργά βήματα πίσω μέχρι που ξαναμπήκε μέσα και κλείδωσε. Η γυναίκα έτρεξε γρήγορα προς τους αστυνομικούς. Στο μεταξύ ο Βασάρας είχε πάρει ήδη θέση δίπλα στον Νικήτα, όταν ο Τόλης στάθηκε από πάνω τους.
- «Και τώρα τι κάνουμε»;
- «Τώρα φίλε περιμένουμε. Η αστυνομία θα σου δώσει ότι θέλεις τώρα που κρατάς έναν αστυνόμο»! δήλωσε με σιγουριά ο Βασάρας.
- «Θα δείξει. Μέχρι τότε όμως σήκω πάνω και άρχισε αργά να βγάζεις τη στολή. Ποιος ξέρει τι άλλο κρύβετε εκεί μέσα».
- «Και τώρα τι κάνουμε»;
- «Τώρα φίλε περιμένουμε. Η αστυνομία θα σου δώσει ότι θέλεις τώρα που κρατάς έναν αστυνόμο»! δήλωσε με σιγουριά ο Βασάρας.
- «Θα δείξει. Μέχρι τότε όμως σήκω πάνω και άρχισε αργά να βγάζεις τη στολή. Ποιος ξέρει τι άλλο κρύβετε εκεί μέσα».
Ο Βασάρας τρίφτηκε στον Νικήτα για να σηκωθεί αργά, έκανε ένα βήμα μπροστά και άρχισε να βγάζει τη στολή μένοντας με το πουκάμισο. Όταν είδε τον Τόλη να ηρεμεί που κι αυτό κύλησε χωρίς απρόοπτα άρχισε να του μιλάει για άσχετα κρατώντας τον όρθιο και μακριά από τους άλλους δυο ομήρους. Ξάφνου ο Νικήτας έκανε μια απότομη κίνηση και πυροβόλησε χαμηλά προς τον Τόλη, πετυχαίνοντας όμως μονάχα τη τζαμαρία που έγινε θρύψαλα. Ο Τόλης χτυπημένος από τα γυαλιά, γύρισε και πυροβόλησε με το όπλο του τον Νικήτα ώσπου και οι δύο έπεσαν κάτω αιμόφυρτοι.
Αυτό ήταν και το έναυσμα να εισβάλλουν όλοι οι αστυνομικοί με τον Βασάρα να έχει εκμεταλλευτεί την όλη σκηνή για να αφαιρέσει το όπλο από τον Τόλη. Ο Βασάρας μαζί με τον Λάμπη προσέγγισαν τον Νικήτα που έχανε πολύ γρήγορα αίμα. «Ρε φίλε; Δε θα πιστέψεις τη μέρα μου σήμερα»!
Ο Τόλης δεν είχε παρά μερικά επιφανειακά τραύματα από τα γυαλιά. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και κατόπιν θα αντίκριζε τον εισαγγελέα. Στο Βασάρα δεν έδωσε κανείς σημασία, άλλωστε ο διοικητής του φρόντισε να υποβαθμίσει το γεγονός. Ο Νικήτας υπέκυψε λίγο αργότερα από την αιμορραγία. Η σφαίρα είχε καρφωθεί σε αρτηρία. Είχε δίκιο ο Νικήτας. Ήταν μια απίστευτη μέρα. Και ήταν η τελευταία του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το