Μόλις είχε σταματήσει να πέφτει η δυνατή βροχή. Η υγρασία δρόσιζε το μεγάλο δέντρο και τα τεράστια κλαδιά του. Μόνο τα υγρά φύλα του έδειχναν να τον γαργαλούν, μα αυτό εκεί στεκόταν σοβαρό και ατάραχο.
Την ησυχία αιώνων διέκοψε ο θόρυβος μιας δυνατής ανάσας συνοδευόμενης από βαρύ θρόισμα φύλων. Το τρέξιμο του νεαρού άντρα σταμάτησε πάνω στη βάση του θεόρατου δέντρου. Το λαχάνιασμα και οι κλεφτές ματιές προβλημάτισαν το δέντρο στο ασυνήθιστο αυτό θέαμα και έτσι αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή χρόνων:
«Βλέπεις κανέναν να βιάζεται πέρα από τα πουλιά που ψάχνουν φωλιά για τη βροχή»;
Ο νέος είχε υποστεί σοκ. Ένα δέντρο μιλούσε! Ορκιζόταν από μέσα του ότι δε θα ξαναπάρει δόση.
-«Ποίος είσαι και γιατί βιάζεσαι, μικρέ άνθρωπε»;
-«Με κυνηγάνε να με σκοτώσουν», είπε προσπαθώντας να πειστεί ότι ζει όνειρο.
Το δέντρο αντίκρισε δασοφύλακες να τρέχουν προς το μέρος του και στο βάθος δέντρα να καίγονται.
-«Γιατί θέλησες να μας κάψεις»; Είπε απογοητευμένο.
-«Συγγνώμη. Να, μου υποσχέθηκαν τη δόση μου», απάντησε ο νεαρός με τρεμάμενη φωνή.
Μια σταγόνα έσταξε από το δέντρο και έσκασε στο χώμα. Δεν ήταν απομεινάρι της βροχής, ήταν ένα δάκρυ που έσταξε από την καρδιά του δέντρου, την ώρα που τα άλλα τριγύρω παρακολουθούσαν το σκηνικό οργισμένα.
Οι δασοφύλακες πλησίαζαν και τα βήματά τους συγχρονίστηκαν με την καρδιά του νεαρού και τις σταγόνες βροχής που άρχισαν εκ νέου να πέφτουν. Ο νεαρός δεν είχε άλλη δύναμη να τρέξει. Ξέσπασε σε λυγμούς και μια σύριγγα έπεσε από την τσέπη του στο έδαφος.
Το δέντρο έστρεψε τα τερατώδη κλαδιά του δεξιά και αριστερά προς τα άλλα δέντρα, σα να τους απεύθυνε το λόγο ξαφνικά για κάτι. Ήταν πια θέμα χρόνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το