Μια φορά σε έναν καιρό κλεισμένος μέσα σε ένα μικρό δωμάτιο με κλειστές κουρτίνες, έγραφε σε ένα τετράδιο σκέψεις, σχέδια, όνειρα, διαμαρτυρίες, εικόνες και ψεύτικες ελπίδες.
Άνοιγε την τηλεόραση από συνήθεια, άνοιγε τα μάτια και τ’ αυτιά του από τυφλή ρουτίνα. Έτσι έβλεπε φίλους, έτσι συναντιόταν με το προσωπικό κατεστημένο του. Μαθητής γραμμάτων που έσβηναν με το χρόνο κι ας περίμενε η ζωή στη γωνία.
Ένα ξημέρωμα σαν όλα τα άλλα, ένοιωσε φωνές στην καρδιά του. Οι φωνές την έκαναν να πάλλεται πιο δυνατά, κάθε ρανίδα αίματος που περνούσε από τις φλέβες της, έβραζε, κόχλαζε με προορισμό το πέρα.
Σηκώθηκε και ακολούθησε το μονοπάτι που σα να διαγραμμίστηκε από μόνο του, από τις ίδιες τις φωνές. Μια φόρμα, ένα ζευγάρι πάνινα παπούτσια και το ρολόι με το κομποσκοίνι στο αριστερό, ήταν όλα εκεί. Μαζί με άλλους.
Κι άλλες καρδιές, πολλές. Πολλά τα πάνινα παπούτσια και ύστερα κοίταξε τα πρόσωπα και δεν είδε μάτια ανοιχτά. Άλλα καλυμμένα με κουκούλες, άλλα με παρωπίδες κι άλλα πάλι, ήταν απλά κλειστά.
Το πλήθος τον παρέσερνε στον όχλο και εκείνος απλά δε βημάτιζε. Μήτε αντιστεκόταν, μήτε κίνηση έκανε να κινηθεί. Σαν ένα πούπουλο που ο άλογος αέρας το παρασέρνει στις ορέξεις του.
Οι φωνές της καρδιάς, τα όνειρα, τα σχέδια, οι σκέψεις, όλα έγιναν ένα σύννεφο από καπνούς και φωτιές. Όλα βρέθηκαν στα χέρια του. Έπρεπε λέει, να τα πετάει προς τα κει. Και εκείνος πέταγε για να μην έχει τίποτα πάνω του. Και όσο πετούσε, ένοιωθε σαν σε αργή κίνηση. Οι φωνές σταματημένες, το ίδιο και οι κινήσεις. Μόνο εκείνος κινιόταν και σκεφτόταν ότι δεν ήταν αυτή η λύση. Δεν ήταν αυτό το τέλος για το τετράδιο του.
Έπρεπε να ξεφύγει. Δεν είναι η λύση αυτή. Πρέπει να υπάρχει άλλος τρόπος να αλλάξει το αύριο. Κάθισε στο πεζοδρόμιο και σκέφτηκε. Άνοιξε τα μάτια και αποφάσισε να προσφέρει αλλαγή, όχι να την εκβιάσει. Tι θα έκανε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το