Μια φορά σε έναν καιρό το σκοτάδι ήταν περισσότερο απ' το φως. Και κείνο πάλι δεν ήταν το φως της ημέρας και του ήλιου, μα εκείνο του ρεύματος που έβγαζε πολύχρωμες λάμψεις από νέον.
Και άνθρωποι να τρέχουν από εδώ και από κει και πάλι όχι τόσο με το σώμα τους, αλλά με μυστήρια μηχανήματα όπως τα αυτοκίνητα. Άνθρωποι να τρέχουν σε κόσμους και καταστάσεις που δε μπορούσαν να φτάσουν, τόσο γρήγορα με τη σκέψη και όχι τόσο με εκείνη, αλλά με μηχανήματα που τους ταξίδευαν όπου εκείνοι αισθανόντουσαν καλύτερα.
Αν έβγαζες τη ματιά σου από κει, κοιτούσες λίγο πίσω από αυτούς τους πρωταγωνιστές, θα έβλεπες σκυλιά να τρέχουν ξωπίσω τους και να κυνηγάνε ότι έτρεχε γαυγίζοντας και γρυλίζοντας. Ο θόρυβος που προκαλούσαν όλα και όλοι ήταν τόσο αβάσταχτος που τα σκυλιά αγρίευαν και έτρεχαν να κυνηγήσουν ξέροντας πως δε μπορούν να προλάβουν. Αυτά όμως συνέχιζαν.
Αν κοιτούσες ξωπίσω θα μπερδευόσουν, γιατί ήταν άνθρωποι εκείνοι που έτρεχαν πίσω από όλα και όλους. ’νθρωποι που διψασμένοι και καταβεβλημένοι είχαν βγάλει τη γλώσσα τους έξω και η λαχτάρα τους έβγαινε με λαχάνιασμα, που ο ενθουσιασμός να προλάβουν έβγαινε στο σκύψιμο του κεφαλιού, έτσι, για πιο γρήγορα.
«Μπορούσε ένας άνθρωπος να τρέχει και να κυνηγά άλλους και άλλα»; Σκεφτόσουν. Τέτοιος ξεπεσμός; Τέτοια απογοήτευση; Γιατί; Ανατρίχιαζες στο θέαμα κι όμως συνέχιζες να κοιτάς καταπίνοντας με δυσκολία μια ακόμη γουλιά από το ποτήρι σου.
Και ο σκύλος ήταν πλέον κατάκοπος, όμως συνέχιζε γιατί αυτή ήταν η μοίρα του. Έτσι ένοιωθε. Ώσπου να πέθαινε θα κυνηγούσε ξωπίσω με τα σάλια να τρέχουν από τη λύσσα και σε κάθε μέτρο η δίψα για να δαγκώσει την παγωμένη λαμαρίνα που κυνηγούσε, γινόταν όλο και περισσότερη. Έτσι είχες καταλάβει και εσύ πίνοντας από το ποτήρι σου.
Κι αν όμως έπεσες έξω; Κι αν τα πράγματα αντιστρεφόντουσαν και εκείνος γυρνούσε πίσω με άλλη υπόσταση πια (ίσως και σα νυχτερίδα) να σπείρει τη λύσσα σε άλλους και να ξεκουράσει τους σκύλους που έτρεχαν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το