Μια φορά σε έναν καιρό είχα βρει το αγαπημένο μου μέρος για να λιάζομαι τα μεσημέρια με ηρεμία και ξεγνοιασιά απολαμβάνοντας την απέραντη φύση.
Λάτρευα την ημέρα και σε αυτό το αγρόκτημα συναντιόμουν πολλές ώρες τις ημέρας με ομοίους μου. Τραγουδούσαμε, παίζαμε και τσιμπολογούσαμε ότι μπορούσαμε να βρούμε εκεί τριγύρω.
Προχθές έβρεχε πολύ και προτίμησα να μείνω στη σκοτεινή και ζεστή φωλιά μου. Μια μέρα υπομονής δεν είχε μεγάλο κόστος.
Την επόμενη έφυγα νωρίτερα για να κερδίσω όλον το χαμένο χρόνο, όμως στη διαδρομή δε συνάντησα κανένα, ίσως επειδή βιάστηκα να ξεκινήσω.
Όταν έφτασα ένοιωσα τρομαγμένος. Είδα τεράστιες φιγούρες έτοιμες να μου χιμήξουν. Δεν είχα κάνει τίποτα. Δεν είχα φταίξει σε κανέναν. Κανένας από τους φίλους μου δεν έβλαψε ποτέ.
Φορούσαν πολύχρωμα ρούχα και είχαν άγριες γκριμάτσες όλο αυστηρότητα και μίσος. Δεν είμαι σίγουρος ότι ήμουν ακίνητος, αλλά θα ορκιζόμουν πως εκείνοι με πλησίαζαν. Κρατούσαν και όπλα: ’λλος φτυάρι, άλλος κοντάρια από ξύλα.
Ήξερα πως είμαι γρήγορος και θα έκανα ελιγμούς όμως εκείνοι ήταν πολλοί και θεόρατοι.
Πω-πω πως φοβόμουν! Ήμουν μόνος, χωρίς κανέναν να με βοηθήσει και ένοιωσα πως το τέλος πλησιάζει. Έκανα μια γρήγορη κίνηση προς τα πάνω και κατάλαβα ότι είμαι πιο γρήγορος από αυτούς. Όμως εκείνοι ήταν σκορπισμένοι και εγώ πλέον δε μπορούσα να απολαύσω τη λιακάδα. Δε μπορούσα ούτε να τραγουδήσω, ούτε να τσιμπολογήσω.
Ένας από αυτούς με κοίταξε με αυστηρό ύφος. Δε χρειάστηκε να πει τίποτα. Είχα καταλάβει ότι δε θα ξανάβλεπα το αγαπημένο μου αγρόκτημα. Δε θα ξανάκανα την παρέα μου με τους φίλους μου.
Δεν έφταιξα σε τίποτα κι όμως εκδιώχτηκα σαν εγκληματίας. Ξέρω πως δε θα ξαναπλησιάσω ποτέ ξανά. «Σκιάχτρα», τους φώναξα δυνατά με απέχθεια κι έφυγα μακριά για πάντα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το