Μια φορά σε έναν καιρό είχε μόλις κατέβει τα σκαλιά φανερά εκνευρισμένος αφήνοντας πίσω του το γκρίζο κτίριο των τόσων αναμνήσεων. Εκεί θα επέστρεφε και πάλι το βράδυ μετά τη δύσκολη μέρα στη δουλειά.
Η βροχή δεν έδειχνε να τον ενοχλεί και συνέχισε να περπατά για πολύ ώρα. Ίσως βαθιά μέσα του να μονολογούσε επιφωνήματα δυσανασχέτησης, όμως δεν τον εμπόδιζε να κρατάει ένα τυπικά ψυχρό ύφος για τους περαστικούς.
Η μέρα στη δουλειά δε διέφερε και πολύ από τις άλλες. Το ίδιο καταπιεστική και απαιτητική που απλά περνούσε γρήγορα. Σήμερα δεν κοίταξε καν το μπούστο της συναδέλφου του απ’ το διπλανό γραφείο.
Το απόγευμα κατάφερε να φύγει νωρίτερα απ’ ότι συνήθως και η ανάσα του έγινε αναστεναγμός στα επόμενα βήματα κάτω απ’ την ασταμάτητη βροχή. Δεν είχε περπατήσει πολύ όταν συνάντησε μια γυναίκα ντυμένη ελαφριά να βρέχεται.
Χωρίς όρεξη για κουβέντες της έδωσε την αχρησιμοποίητη ομπρέλα του και συνέχισε. Εκείνη του μιλούσε χωρίς αυτός να δίνει βάση, οπότε έτρεξε πίσω του κρατώντας τον με δύναμη προς το μέρος της. Χωρίς να το καταλάβει είχαν περπατήσει λίγα μέτρα φτάνοντας σπίτι της. Ούτε ο ίδιος ξεχώρισε αν στη διαδρομή, του μιλούσε.
Μπαίνοντας στο σπίτι ανακάλυψε το πόσο βρεγμένοι ήταν και οι δύο. Εκείνη έδειξε πως κρύωνε και έβγαλε τη διάφανη μπλούζα, αφήνοντας το στήθος της να αποκαλυφθεί περισσότερο. Δεν άργησε να τον γυμνώσει και χωρίς λέξη ν’ ακουστεί, έκαναν έρωτα για ώρα.
Όταν εκείνη έγειρε για να κάνει ένα τσιγάρο, αυτός την κοίταξε βαθιά στα μάτια, ντύθηκε και έφυγε. Ήταν ώρα να γυρίσει σπίτι. Είχε πια βραδιάσει.
Συνέχισε το δρόμο του αγοράζοντας από έναν πλανόδιο μια παρόμοια με τη δική του ομπρέλα. Μπαίνοντας σπίτι έκανε ένα ζεστό μπάνιο. Πρέπει να έμεινε για δύο ώρες κάτω απ’ το καυτό νερό. Ένοιωσε να εξαγνίζεται.
Το μόνο που περίμενε τώρα ήταν να κλείσει επιτέλους τα μάτια του. Η μέρα που θα ξημέρωνε, φάνταζε σαν εξιλέωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το