Μπορεί η απόσταση μεταξύ των δύο να δυνάμωνε την αγάπη τους, ο έρωτάς τους όμως κλονιζόταν. Η μακρά περίοδο χωρισμού τους από την απόσταση και τις υποχρεώσεις, έσβηνε την επιθυμία για έρωτα. Κανείς από τους δύο δεν αισθανόταν την ανάγκη να ψάξει τον έρωτα αλλού, όμως η δυσκολία της ρουτίνας και τα προβλήματα της καθημερινότητας έσβηναν το ερωτικό πάθος. Πλέον είχαν καταλήξει να συνομιλούν για να παρηγορεί ο ένας τον άλλο. Άλλωστε τι άλλο θα μπορούσαν να προσφέρουν από μια τέτοια απόσταση;
Η κατάσταση αυτή τους απομάκρυνε. Η επικοινωνία τους ήταν πιο δεδομένη, περισσότερο αυτοματοποιημένη. Τα λόγια αγάπης τυποποιημένα και το μυστήριο του λευκού και σκοτεινού αγγέλου, είχε χαθεί. Η Ολίβια φρόντισε να το δείχνει σε κάθε ευκαιρία. Ο Λίαμ ήταν συνειδητοποιημένος και ήξερε καλά πως η απόσταση σκοτώνει τον έρωτα. Πολλές φορές είχαν συζητήσει το ενδεχόμενο να μετακομίσει ο ένας απ’ τους δυο κοντά στον άλλο, όμως πάντα κατέληγαν σε αδιέξοδο. Ποιος θα μπορούσε να αφήσει τα παιδιά του για να μείνει σε μιαν άλλη χώρα;
Για τον Λίαμ το δίλημμα δεν ήταν μόνο αυτό. Τα πράγματα στο Μόναχο ήταν δύσκολα. Η εταιρεία του έφτασε σε απολύσεις και μέσα στους απολυθέντες ήταν και εκείνος. Πλέον το εισόδημά του δεν του εξασφάλιζε τα προς το ζην και έβλεπε το Κρίστιανσαν σαν την απόλυτη λύτρωση. Κοντά στην οικογένειά του, στους ανθρώπους που αγαπούσε, εκεί που αναγνώριζε τον εαυτό του, κοντά στην Ολίβια. Όμως τι θα γινόταν με τα παιδιά του; Πως θα τα έβλεπε; Πως θα ήταν πραγματικός πατέρας για αυτά; Παρόμοιες συζητήσεις με την Ολίβια κατέληγαν πάντα σε αντιπαράθεση. Ήταν προφανώς μια απόφαση την οποία έπρεπε να πάρει μόνος του. Ήταν ένας εσωτερικός πόλεμος από τον οποίο έπρεπε να επιβιώσει. Και τα κατάφερε. Ο Λίαμ δεν άντεχε να κοιτάει τον καθρέφτη και να βλέπει έναν άγνωστο. Δεν ήταν μονάχα ότι δεν έβλεπε τον εαυτό του, αλλά και ότι δεν ήταν πλέον ο πατέρας που επιθυμούσε για τα παιδιά του. Δεν ήταν το πρότυπο που ήθελε να είναι για εκείνα.
Κι έτσι απλά, το πήρε απόφαση. Πήρε το αεροπλάνο χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν και έφτασε στο Κρίστιανσαν. Εξήγησε την απόφαση του στους γονείς του, για να μείνει μόνιμα εκεί. Να φέρνει τα παιδιά του όσο πιο συχνά μπορεί στην Νορβηγία και να ταξιδεύει εκείνος σε αυτά με την πρώτη ευκαιρία. Τους εξήγησε την ανάγκη να ξεκινήσει μια νέα ζωή. Και σε αυτή τη νέα ζωή ήθελε τον ένα και μοναδικό συνοδοιπόρο που είχε νόημα στη ζωή του. Την Ολίβια. Έτσι έφτασε στο κατώφλι του σπιτιού της όταν είχε πέσει για τα καλά το σκοτάδι. Της χτύπησε απαλά την πόρτα φοβούμενος μην ξυπνήσει τα παιδιά της και περίμενε έως ότου η πόρτα άνοιξε. Η Ολίβια αιφνιδιασμένη αντίκρισε τον Λίαμ γονατιστό στα σκαλιά της έξω πόρτας και γύρω του μια θάλασσα από κόκκινα, μαύρα και λευκά τριαντάφυλλα. «Όταν ο σκοτεινός άγγελος συναντά τον λευκό άγγελο, προκύπτει ένας κατακόκκινος παντοτινός έρωτας. Θα με παντρευτείς»; τη ρώτησε ανοίγοντας ένα κουτάκι με ένα εντυπωσιακό δαχτυλίδι. Η Ολίβια δάκρυσε χαμογελαστή, τον πλησίασε, έσκυψε, τον αγκάλιασε σφιχτά και τον φίλησε για ώρα.
Οι δυο τους ξεκίνησαν μια νέα ζωή, γεμάτη από φιλοδοξίες. Δε θα ήταν τίποτα εύκολο, αλλά πλέον ο ένας είχε τον άλλο κι αυτό ήταν αρκετό.
διαβάστε ολόκληρο τον Μύθο Μαΐου την ερχόμενη Κυριακή, 22 Μαΐου στις 12:00
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το