Μια φορά σε έναν καιρό, μέσα στο χιονισμένο τοπίο του Κρίστιανσαν, η Ολίβια θα κάνει τη συνηθισμένη διαδρομή σχολώντας από τη δουλειά. Θα πάρει τα δύο της παιδιά από το σχολείο και θα φτάσουν στο σπίτι όπου εκεί θα ξεκινήσει μια νέα σελίδα στη μέρα της, ως μητέρα και νοικοκυρά αυτή τη φορά. Η Ολίβια είναι ψηλή και ασυνήθιστα μελαχρινή για νορβηγίδα, ενώ τα μάτια της είναι εκφραστικά λέγοντας σου πράγματα που το στόμα δεν τολμά να μαρτυρήσει. Ευτυχώς τα παιδιά δε γνωρίζουν ακόμα να εξηγούν το μυστήριο βλέμμα της.
Η Ολίβια περίμενε καρτερικά να κοιμηθούν τα παιδιά της, για να ξεκινήσει μια ακόμη πλευρά της ζωής της. Ανοίγει το φορητό υπολογιστή της και μετατρέπεται σε «σκοτεινό άγγελό». Είναι το όνομά της στα κοινωνικά δίκτυα στα οποία συμμετέχει το βράδυ στο διαδίκτυο, μετατρέποντας τον εαυτό της σε κάτι ιδεατό, υπέροχο, ονειρικό, αλλά όχι ψεύτικο με βάση το χαρακτήρα της. Μέσα στο διαδίκτυο έχει αποκτήσει μόνο φίλους. Το «σκοτεινός άγγελος» είναι μια ασπίδα την οποία κρύβει τον πόνο που νοιώθει όταν σκέφτεται τη ζωή της. Ναι, γιατί μια μητέρα με δύο παιδιά που την έχει παρατήσει ο άντρας της, δεν είναι ποτέ εύκολο. Ξαφνικά η Ολίβια έγινε μητέρα και πατέρας ανάμεσα σ’ όλα τ’ άλλα. Ο σκοτεινός άγγελος είναι η διέξοδός της. Άλλωστε η επικοινωνία με αγνώστους μπορεί συχνά να είναι λυτρωτική.
Σε μία από αυτές τις βραδιές γνώρισε τον «λευκό άγγελο». Ήταν μία από τις δεκάδες επαφές της εδώ και καιρό, όμως ποτέ δεν είχε δώσει σημασία στην ομοιότητα του τίτλου του. Ήταν όμως η ταύτιση απόψεων σε ένα πρόσφατο διαδικτυακό θέμα, που της κέντρισε το ενδιαφέρον. Συνομιλώντας για λίγο μαζί του, κατάφερε να του αποσπάσει αρκετά μυστικά από τη ζωή του. Βλέπετε ο λευκός άγγελος ήταν και για εκείνον μια «μάσκα» που χρησιμοποιούσε τις νύχτες για να καμουφλάρει τον πόνο του. Κι αυτός χωρισμένος, με δύο παιδιά, προσπαθούσε ακόμα να βρει τις ισορροπίες του σαν άντρας, σαν άνθρωπος, μακριά από την άλλοτε οικογενειακή θαλπωρή του.
- «Βλέπω πως είσαι από το Κρίστιανσαν. Για φαντάσου! Πόσο μικρός είναι ο κόσμος. Κατάγομαι από εκεί κοντά σκοτεινέ άγγελε. Μένω εδώ και πολλά χρόνια στο Μόναχο όπου ήρθα για να σπουδάσω και έκτοτε παντρεύτηκα, εργάζομαι, έκανα οικογένεια. Έχω αρκετά χρόνια να έρθω στο Κρίστιανσαν. Μου έχει λείψει εκεί».
- «Αν περνάς καλά εκεί, καλύτερα να μείνεις εκεί, φίλε μου», του απάντησε κοφτά η Ολίβια. «Το Κριστιανσαν είναι πια μια πόλη του πόνου και της απαξίωσης» συνέχισε.
- «Βλέπω πως είσαι από το Κρίστιανσαν. Για φαντάσου! Πόσο μικρός είναι ο κόσμος. Κατάγομαι από εκεί κοντά σκοτεινέ άγγελε. Μένω εδώ και πολλά χρόνια στο Μόναχο όπου ήρθα για να σπουδάσω και έκτοτε παντρεύτηκα, εργάζομαι, έκανα οικογένεια. Έχω αρκετά χρόνια να έρθω στο Κρίστιανσαν. Μου έχει λείψει εκεί».
- «Αν περνάς καλά εκεί, καλύτερα να μείνεις εκεί, φίλε μου», του απάντησε κοφτά η Ολίβια. «Το Κριστιανσαν είναι πια μια πόλη του πόνου και της απαξίωσης» συνέχισε.
Οι δυο τους μιλούσαν για ώρες, όταν ο ως τώρα θετικός και αισιόδοξος λευκός άγγελος της αποκάλυψε μερικές αλήθειες για τον εαυτό του: «Ξέρεις, είμαι κι εγώ χωρισμένος. Η ζωή μου είναι μια κόλαση που λυτρώνεται μόνο τις μέρες που έχω τα παιδιά μου. Δεν με κρατάει τίποτα πια εδώ, παρά μόνο αυτά. Με λένε Λίαμ» δήλωσε ολοκληρώνοντας τη σκέψη του και αφήνοντας αποσβολωμένη την Ολίβια. Ως εκείνη τη στιγμή ήξερε τον λευκό άγγελο, ως τον άνθρωπο με τη λύση για όλα, με την θετική ενέργεια, όμως ξαφνικά έβλεπε ένα δεύτερο εαυτό της, αποτυπωμένο στην οθόνη του υπολογιστή της και ζωντανό κάπου εκεί έξω. Ποια θα μπορούσε να είναι η συνέχεια για τους δυο τους;
Οι επόμενες μέρες για τον Λίαμ και την Ολίβια ήταν ιδιαίτερες. Πλέον ξεκινούσαν την ημέρα τους προσμένοντας το βράδυ όπου τα ηλεκτρονικά τους βήματα θα συναντιόντουσαν και πάλι, περνώντας ώρες ατέλειωτες ως τα χαράματα, μιλώντας για παιδικούς έρωτες, για ευκαιρίες ανεκμετάλλευτες, για χαμένα όνειρα και για κρυφές ελπίδες. Είναι απίστευτο το πόσα κοινά μεταξύ τους ανακάλυπταν με το πέρασμα κάθε ημέρας. Ο λευκός και ο σκοτεινός άγγελος έσμιξαν μαζί και όχι τυχαία. Ο ένας ενθάρρυνε –πλέον- και έδινε κίνητρο στον άλλο. Κίνητρο για να αντέξει μια ακόμη δύσκολη μέρα έως το βράδυ.
Η φιλία, η καθημερινή επαφή, το ενδιαφέρον, οι κοινές απόψεις και τα κοινά βιώματα ήταν το έναυσμα για να μιλήσουν και για άλλα πράγματα. Όπως τον έρωτα. Οι κοινές τους ανάγκες και επιθυμίες, τους έφεραν γρήγορα σε σκέψεις. Κανείς από τους δυο δεν είχε ιδέα πως ερωτεύεσαι μέσα από μια οθόνη, όταν όμως στην άλλη άκρη τα συναισθήματα και οι προθέσεις είναι τα ίδια, τότε δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια. Οι δυο τους πλέον αντάλλαζαν τις πρώτες ερωτικές επιθυμίες, σκέψεις, τα πρώτα ερωτικά λόγια και πλέον η κοινή επιθυμία ήταν να συναντηθούν από κοντά. Έτσι κι έγινε.
Ο Λίαμ πήρε τη μεγάλη απόφαση να γυρίσει για ολιγοήμερες διακοπές στο Κρίστιανσαν εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία για να συναντήσει και πάλι την οικογένειά του, τους παλιούς του φίλους, να νοιώσει σαν τον παλιό Λίαμ που ένοιωθε να έχει χάσει στο Μόναχο. Πραγματικά οι πρώτες μέρες ήταν ονειρικές για εκείνον. Διαπίστωσε πως αυτό το ταξίδι έπρεπε να το είχε κάνει από καιρό. Ένοιωθε και πάλι πρωτόγνωρα συναισθήματα αναμνήσεων και αγάπης, όμως στην άκρη του μυαλού του, ήταν η Ολίβια. Απόψε θα τη συναντούσε.
Η συνάντηση ήταν σχετικά αμήχανη. Εκείνη ψηλή και μελαχρινή, εκείνος μετρίου αναστήματος και ξανθός. Αυτή ντρεπόταν κι αυτός έκανε το πρώτο βήμα πιάνοντάς την απ’ το χέρι και δίνοντας της ένα ζεστό φιλί. Είχαν αποφασίσει να φύγουν μακριά από όλα για 3 μέρες που θα ήταν δικές τους. Έφτασαν σε ένα καταφύγιο κοντά στο Όσλο όπου και άρχισαν να γνωρίζονται σε μια νέα υπόσταση.
«Είσαι πραγματικά ένας λευκός άγγελος, Λίαμ. Ευγενικός, ανθρώπινος, ερωτικός, στοργικός. Είσαι όλα όσα μια γυναίκα θα ήθελε». Ο Λίαμ την κρατούσε στην αγκαλιά του και της έκανε αργό έρωτα απολαμβάνοντας την κάθε στιγμή αργά και ερωτικά.
Η επιστροφή ήταν δύσκολη. Δεν ήταν εύκολο να ξεχαστούν οι έντονες στιγμές που έζησαν, όμως ήταν ακόμα πιο δύσκολο να αποδεχτούν πως τελείωσαν. Για τον Λίαμ ήταν δύσκολο να φεύγει συχνά από τη δουλειά κι έτσι η επόμενη συνάντηση τους ήταν στο Μόναχο που ταξίδεψε η Ολίβια. Το σκηνικό μεταφέρθηκε στο δικό του σπίτι, μέσα από τις δικές του συνήθειες, τα μικρά αυτά πράγματα που η Ολίβια ερωτεύτηκε μαζί με τον Λίαμ. Τα ταξίδια συνεχίστηκαν για αρκετό καιρό ακόμη. Όμως ο έρωτας ήταν σε δόσεις. Ποτέ δεν κατάφερναν να απολαύσουν επαρκώς ο ένας τον άλλο. Το κάθε ταξίδι πλέον, δεν είχε την αινιγματική ομορφιά που έκρυβε κάποτε. Ο έρωτας είχε μετατραπεί σε αγάπη και κανείς δεν ήξερε πως θα εξελισσόταν.
Μπορεί η απόσταση μεταξύ των δύο να δυνάμωνε την αγάπη τους, ο έρωτάς τους όμως κλονιζόταν. Η μακρά περίοδο χωρισμού τους από την απόσταση και τις υποχρεώσεις, έσβηνε την επιθυμία για έρωτα. Κανείς από τους δύο δεν αισθανόταν την ανάγκη να ψάξει τον έρωτα αλλού, όμως η δυσκολία της ρουτίνας και τα προβλήματα της καθημερινότητας έσβηναν το ερωτικό πάθος. Πλέον είχαν καταλήξει να συνομιλούν για να παρηγορεί ο ένας τον άλλο. Άλλωστε τι άλλο θα μπορούσαν να προσφέρουν από μια τέτοια απόσταση;
Η κατάσταση αυτή τους απομάκρυνε. Η επικοινωνία τους ήταν πιο δεδομένη, περισσότερο αυτοματοποιημένη. Τα λόγια αγάπης τυποποιημένα και το μυστήριο του λευκού και σκοτεινού αγγέλου, είχε χαθεί. Η Ολίβια φρόντισε να το δείχνει σε κάθε ευκαιρία. Ο Λίαμ ήταν συνειδητοποιημένος και ήξερε καλά πως η απόσταση σκοτώνει τον έρωτα. Πολλές φορές είχαν συζητήσει το ενδεχόμενο να μετακομίσει ο ένας απ’ τους δυο κοντά στον άλλο, όμως πάντα κατέληγαν σε αδιέξοδο. Ποιος θα μπορούσε να αφήσει τα παιδιά του για να μείνει σε μιαν άλλη χώρα;
Για τον Λίαμ το δίλημμα δεν ήταν μόνο αυτό. Τα πράγματα στο Μόναχο ήταν δύσκολα. Η εταιρεία του έφτασε σε απολύσεις και μέσα στους απολυθέντες ήταν και εκείνος. Πλέον το εισόδημά του δεν του εξασφάλιζε τα προς το ζην και έβλεπε το Κρίστιανσαν σαν την απόλυτη λύτρωση. Κοντά στην οικογένειά του, στους ανθρώπους που αγαπούσε, εκεί που αναγνώριζε τον εαυτό του, κοντά στην Ολίβια. Όμως τι θα γινόταν με τα παιδιά του; Πως θα τα έβλεπε; Πως θα ήταν πραγματικός πατέρας για αυτά; Παρόμοιες συζητήσεις με την Ολίβια κατέληγαν πάντα σε αντιπαράθεση. Ήταν προφανώς μια απόφαση την οποία έπρεπε να πάρει μόνος του. Ήταν ένας εσωτερικός πόλεμος από τον οποίο έπρεπε να επιβιώσει. Και τα κατάφερε. Ο Λίαμ δεν άντεχε να κοιτάει τον καθρέφτη και να βλέπει έναν άγνωστο. Δεν ήταν μονάχα ότι δεν έβλεπε τον εαυτό του, αλλά και ότι δεν ήταν πλέον ο πατέρας που επιθυμούσε για τα παιδιά του. Δεν ήταν το πρότυπο που ήθελε να είναι για εκείνα.
Κι έτσι απλά, το πήρε απόφαση. Πήρε το αεροπλάνο χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν και έφτασε στο Κρίστιανσαν. Εξήγησε την απόφαση του στους γονείς του, για να μείνει μόνιμα εκεί. Να φέρνει τα παιδιά του όσο πιο συχνά μπορεί στην Νορβηγία και να ταξιδεύει εκείνος σε αυτά με την πρώτη ευκαιρία. Τους εξήγησε την ανάγκη να ξεκινήσει μια νέα ζωή. Και σε αυτή τη νέα ζωή ήθελε τον ένα και μοναδικό συνοδοιπόρο που είχε νόημα στη ζωή του. Την Ολίβια. Έτσι έφτασε στο κατώφλι του σπιτιού της όταν είχε πέσει για τα καλά το σκοτάδι. Της χτύπησε απαλά την πόρτα φοβούμενος μην ξυπνήσει τα παιδιά της και περίμενε έως ότου η πόρτα άνοιξε. Η Ολίβια αιφνιδιασμένη αντίκρισε τον Λίαμ γονατιστό στα σκαλιά της έξω πόρτας και γύρω του μια θάλασσα από κόκκινα, μαύρα και λευκά τριαντάφυλλα. «Όταν ο σκοτεινός άγγελος συναντά τον λευκό άγγελο, προκύπτει ένας κατακόκκινος παντοτινός έρωτας. Θα με παντρευτείς»; τη ρώτησε ανοίγοντας ένα κουτάκι με ένα εντυπωσιακό δαχτυλίδι. Η Ολίβια δάκρυσε χαμογελαστή, τον πλησίασε, έσκυψε, τον αγκάλιασε σφιχτά και τον φίλησε για ώρα.
Οι δυο τους ξεκίνησαν μια νέα ζωή, γεμάτη από φιλοδοξίες. Δε θα ήταν τίποτα εύκολο, αλλά πλέον ο ένας είχε τον άλλο κι αυτό ήταν αρκετό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το