Μια φορά σε έναν καιρό ο μικρός Αδάμης ήταν πολύ χαρούμενος! Μόλις είχε λάβει δώρο ένα μικρό καράβι μινιατούρα και δεν έβλεπε την ώρα να το βάλει στο νερό.
Την άλλη μέρα μετά το σχολείο ο Αδάμης είχε το ελεύθερο και έτρεξε στον πλατύ δρόμο κοντά στο σπίτι του, εκεί που στο πλάι υπήρχε ένα λακκάκι κατά μήκος του πεζοδρομίου, το οποίο κατέληγε στον υπόνομο. Ο Αδάμης θα πρόσεχε και η πρώτη «διαδρομή» θα ήταν για εκείνον. Αργότερα θα καλούσε και την παρέα του.
Το καραβάκι μπήκε στο ρυάκι του λάκκου και άρχισε να κυλά. Τι ωραία και περήφανα που ταξίδευε! Ο Αδάμης ακολουθούσε δίπλα, στο πεζοδρόμιο. Ίσως να ήταν ιδέα του, αλλά άκουγε ένα παράξενο γέλιο να έρχεται από κει κάτω.
Όταν το καραβάκι κοντόφτανε στον υπόνομο, ο Αδάμης παραβγήκε για να προλάβει, οπότε και είδε μέσα στον υπόνομο το πρόσωπο ενός γελωτοποιού (clown) να του γελάει και να λέει:
«Έλα να παίξουμε κάτω. Έχω πολλά μεγάλα καράβια κάτω».
Ο Αδάμης σοβάρεψε για λίγο και αρνήθηκε ευγενικά.
Τότε ο γελωτοποιός σοβάρεψε και με μια γρήγορη κίνηση έβγαλε ένα μακρύ χέρι σα δαγκάνα χωρίς χρώματα και άρπαξε βίαια το καραβάκι κι εξαφανίστηκε.
Ακολούθησε σιωπή. Το αγοράκι μετά από αρκετή ώρα αναμονής έσκυψε το κεφαλάκι του και φώναξε, ζητώντας μια επιτακτικά και μια με τρεμάμενη φωνή, το καραβάκι του πίσω. Σε μια στιγμή το μαύρο τρομακτικό χέρι άρπαξε απ’ το λαιμό τον Αδάμη και τον «ρούφηξε» μεσ’ τον υπόνομο.
Κανείς δεν ξαναείδε τον Αδάμη από τότε. Το ραντεβού με τους φίλους του ήταν μετά από λίγα λεπτά. Εκείνοι έφτασαν με ενθουσιασμό, αλλά δε βρήκαν τίποτα. Η Άννα έσκυψε προς τον υπόνομο φωνάζοντάς τον…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το