Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

προβληματισμός κυριακής - ΜΥΘΟΣ ΙΟΥΝΙΟΥ: ΖΗΤΩΝΤΑΣ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΕΚΔΙΚΗΣΗ

Μια φορά σε έναν καιρό η πόλη ήταν αναστατωμένη από μια συμμορία που όπως όλα έδειχναν, πυροβολούσε αστυνομικούς χωρίς καμία αναστολή. Τα περιστατικά είχαν πληθύνει το τελευταίο διάστημα. Πρώτα μια ενέδρα σε μια περιπολία με δεκάδες σφαίρες να αδειάζουν πάνω στους άτυχους αστυνομικούς και ύστερα ένας τυχαίος έλεγχος από άντρες της τροχαίας, που είχαν τραγική κατάληξη όταν οι επιβαίνοντες στο αυτοκίνητο που είχε σταματήσει, άδειασαν τα όπλα τους στα σώματα των οργάνων.

Για την αστυνομία, ήταν θέμα τιμής η σύλληψη των δραστών. Και για εμάς, το ίδιο. 'Έχετε παρακολουθήσει αστυνομικές ταινίες όπου πάντα ένα ζευγάρι αστυνομικών αποτελεί το πιο αξιόπιστο σύνολο στο τμήμα; Έτσι είμαστε με τον Θοδωρή. Τα καμάρια του τμήματος, με αμέτρητες υποθέσεις εξιχνιασμένες και αυτή τη φορά με τη διαλεύκανση της υπόθεσης της συμμορίας κατά των αστυνομικών. Καθημερινά με κουστούμι, φρεσκοξυρισμένοι, με γυαλιά ηλίου και σοβαροί, κάποιοι συνάδελφοι, μας κατηγορούν πως είμαστε υπερβολικά αστυνομικοί!

Σήμερα το πρωί είχαμε περιπολία όταν ακούσαμε στον ασύρματο για φωνές από συζυγική κακοποίηση λίγα τετράγωνα μακριά μας. Αποφάσισα να σταματήσω στο σημείο για να ρίξουμε μια ματιά. Ανεβαίνοντας τα σκαλιά ο Θοδωρής μεταξύ σοβαρού και αστείου δυσανασχέτησε: «Είναι δυνατό πρωί-πρωί να τρέχουμε σε υποθέσεις βιασμών; Ποιος βιάζει γυναίκες τόσο πρωί;». Είχαμε σχεδόν φτάσει κι έτσι δεν του απάντησα. Χτυπήσαμε την πόρτα και ωστόσο ετοιμαζόμασταν για να τη σπάσουμε. Πράγματι, κανείς δεν άνοιξε κι έτσι παίρνοντας φόρα έσπασα την πόρτα επιτρέποντας στον Θοδωρή να μπει πρώτος μέσα. Δεν πέρασαν περισσότερα από δύο δευτερόλεπτα όταν ένας τύπος με κουκούλα άρχισε να πυροβολεί ασταμάτητα πάνω στο σώμα του Θοδωρή που ακόμα μύριζε την πρωινή του κολόνια. imageΑκαριαία έκανα να πιάσω και το δικό μου όπλο όμως η επόμενη σφαίρα είχε ακριβώς στόχο προς τα εκεί. Το όπλο μου έπεσε κι έτσι βρισκόμουν ενώπιο του εγκληματία που σταμάτησε να πυροβολεί και με πλησίασε. «Εσύ δεν θα πεθάνεις. Όχι σήμερα. Θέλω να πεις σε όλους τους φίλους σου, πως θα πεθαίνουν ένας προς έναν». Αφού με αφόπλισε, έφυγε βιαστικά κι εγώ έμεινα να καλώ σε ενισχύσεις. Ο Θοδωρής σκοτώθηκε αμέσως από τα πυρά.



Το ίδιο απόγευμα ο Αρχηγός -έτσι λέγαμε τον διοικητή του τμήματος- με κάλεσε στο γραφείο του.
- «Τάσο. Ξέρω πως έχασες τον συνεργάτη, τον φίλο σου, τον αδερφό σου. Για την Αστυνομία είναι ένας ακόμη λόγος να εντείνουμε τις προσπάθειες μας να βρούμε αυτό το κάθαρμα. Πρέπει όμως να με καταλάβεις. Σε απαλλάσσω από την υπόθεση, καθώς εμπλέκεσαι συναισθηματικά». Αφού περίμενε την αντίδραση μου, συνέχισε: «Και επειδή ξέρω καλά πως δεν μπορείς να έχεις κάτι άλλο στο μυαλό σου αυτήν την περίοδο ή να σου αναθέσω νέο συνεργάτη, προτείνω μια μικρή άδεια για να ηρεμήσεις και να είσαι κοντά στην οικογένεια του Θοδωρή αυτές τις μέρες. Τάσο, θέλω να μου παραδώσεις το όπλο σου για λίγες μέρες».
- «Δεν έχω σκοπό να αντιτεθώ στην απόφασή σου Αρχηγέ. Έτσι κι αλλιώς δεν έχω όρεξη να δουλέψω κάπου αλλού». Άφησα στο γραφείο το όπλο και έβγαλα και το σήμα μου, αιφνιδιάζοντας τον Αρχηγό ο οποίος δεν το σχολίασε.

Φεύγοντας επισκέφθηκα την οικογένεια του Θοδωρή, παρηγορώντας τη γυναίκα και τα παιδιά του. Έμεινα δίπλα τους και μακριά απ' την αστυνομία, μέχρι το τέλος της κηδείας κι έπειτα εξαφανίστηκα. Με όλο το σεβασμό στο Σώμα, δεν μπορούσα να παραμείνω αδρανής.

Μέχρι την κηδεία του Θοδωρή μια ο ίδιος ο Αρχηγός και άλλες φορές η γυναίκα του, με έπαιρναν τηλέφωνο στο κινητό για να δουν πως είμαι. Από σήμερα όμως δε θα με έβρισκαν ξανά. Όταν η γυναίκα του πέρασε από το σπίτι μου, το βρήκε κενό. Οι γείτονες την ενημέρωσαν πως είχαμε φύγει οικογενειακώς σε κάτι συγγενείς στις ΗΠΑ. Όμως αλήθεια δεν πιστεύετε ότι εγώ θα έφευγα, έτσι;

Τώρα έμενα σε ένα προσωπικό μου κρησφύγετο κοντά στη θάλασσα. Εκεί είχα ότι χρειαζόμουν σε περίπτωση ανάγκης, όμως ρούχα και λίγα τρόφιμα. Είχα μείνει αξύριστος για όλες αυτές τις μέρες και πλέον παράτησα τα κουστούμια μου, για ένα τζην παντελόνι και μια απλή μπλούζα. Φόρεσα ένα καπέλο στο κεφάλι και άλλαξα γυαλιά ηλίου. Τα γένια μου πλέον δεν άφηναν χαρακτηριστικά της ταυτότητάς μου κι έτσι ήμουν έτοιμος να συνεχίσω.

Τα πρώτα βήματα του καινούριου μου εαυτού οδηγήθηκαν στο κέντρο της Αθήνας. Εκεί, μίλησα με περιθωριακούς, ξένους, πρεζάκια, imageανθρώπους δίχως αύριο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που συναντιόμουν με πολλούς από αυτούς, όμως κανείς δεν με αναγνώριζε και πλέον ούτε εγώ τον εαυτό μου. Είχα προσθέσει στην ομιλία μου, μια παράξενη ξενική προφορά και περίμενα με ανυπομονησία για το πρώτο μου βράδυ στην περιοχή. Στην αρχή κρυβόμουν από τις αστυνομικές περιπολίες γιατί δεν είχα μαζί μου ταυτότητα, αργότερα όμως η νύχτα στις περιοχές αυτές ήταν ιδιαίτερα φιλική για τη νέα μου εμφάνιση. Πρώτος στόχος ήταν να εξοικειωθώ με όλα τα αποβράσματα τα οποία έκλεινα «μέσα» τόσα χρόνια. Βγήκαμε για μπύρες σε κοντινά, περιθωριακά μπαρ, ανταλλάξαμε τσιγάρα από τράκες και στο τέλος πέρασα την υπέρτατη -ως εκείνη τη στιγμή- δοκιμασία του να κλέψω. Έκλεψα αλκοόλ από ψιλικατζίδικα ή φαγητό και τσιγάρα. Η επόμενη δοκιμασία ήταν τα ναρκωτικά. Σε μια γειτονιά που ζούσε από την πρέζα εγώ δεν έπρεπε να δείχνω νεκρός. Στην αρχή δοκίμασα και σύντομα το αναζητούσα.

Ακόμα κι έτσι ήμουν πλέον ένας από εκείνους. Συχνά περνούσα από δοκιμασίες των πιο... μεγάλων εκεί μέσα. Δοκιμασίες όπως η αναγνώριση της ταυτότητάς μου, όμως πάντοτε λάμβαναν αρνητική απάντηση με χαρακτηριστική αγένεια. Η αγένεια έχει πάντα ευεργετικές ιδιότητες σε αποβράσματα σαν αυτούς. Σε ένα από τα βράδια αυτά, αντιλήφθηκα μερικούς τύπους να με παρακολουθούν ως το σπίτι που έμενα τώρα. Δεν είχα πρόβλημα καθώς δε θα μπορούσαν να βρουν τίποτα που να με συνδέει με την αληθινή μου ταυτότητα. Ένα πρωί με περίμενε ένας τύπος έξω απ' το σπίτι μου. Με χαιρέτισε με ένα νεύμα και μου έδωσε ένα τσιγάρο. «Πάμε για καφέ. Εγώ κερνάω». Τον τύπο τον έβλεπα για πρώτη φορά, όπως όμως κατάλαβα στη συνέχεια το εισιτήριο μου γι' αυτόν, ήταν η αναρχικού τύπου δηλώσεις μου στα στέκια. Με τον συγκεκριμένο τύπο, αφού ανταλλάξαμε μερικές απόψεις κατά της αστυνομίας και κάτι παρεμφερή, άκουσα την πρόταση του: «οι περισσότεροι στα στέκια είναι πρεζάκια στον κόσμο τους ή αλλοδαποί που δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Ύστερα είναι τα μέλη συμμοριών που ασχολούνται με την πολιτική. Εμένα με ενδιαφέρει η αστυνομία. Αυτοί οι αλήτες που πληρώνονται από τους φόρους των ελλήνων πολιτών». Δεν διαφώνησα σε κανένα σημείο και περίμενα να συνεχίσει, όπως και έγινε: «στην πιάτσα ακούγεται ότι ξέρεις και να χρησιμοποιείς το όπλο και να διαφεύγεις. Δεν ξέρω από πού έρχεσαι φίλε, αλλά ακούω ότι στα μέρη σου, εκπαιδεύστε καλά. Έλα απόψε μαζί μου. Θα σε μάθω να σκοτώνεις μπάτσους και ύστερα θα σου δείξω να το ευχαριστιέσαι κιόλας, κάνοντας πλάκα με τους υπόλοιπους».

Δέχτηκα με ενθουσιασμό την πρόταση, αλλά συνειδητοποίησα πως αυτή θα ήταν η μεγαλύτερη δοκιμασία μου. Δεν ήξερα τι θα γινόταν το βράδυ, ήξερα όμως ότι είχα βρει τον άνθρωπό μου.

Το βράδυ κατέβηκα στα «στέκια» φέροντας μαζί μου δύο όπλα. Και τα δύο είναι από την πιάτσα αγορασμένα. Στο κέντρο της πόλης βρίσκεις εύκολα όπλο αν ξέρεις να ψάξεις. Στην πλατεία συνάντησα μερικούς από τους καινούριους μου γνωστούς οπότε και αγόρασα τη δόση μου για σήμερα. Δεν κρύβω ότι τη χρειαζόμουν και ότι με έκανε πιο χαλαρό σε στιγμές που θα ήταν δύσκολες.

Σε λίγα λεπτά συναντήθηκα με την «επαφή» μου. Ο τύπος φορούσε χοντρό μπουφάν σε μια πολύ ζεστή νύχτα. Αφού περπατήσαμε για λίγο σε μερικά σκοτεινά σοκάκια μου εξήγησε: «Χθες το βράδυ τελείωσε μια ακόμα επιχείρηση σκούπα της αστυνομίας. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα οι περιπολίες των μπάτσων είναι πιο χαλαρές, πιο ήρεμες, πιο ανυποψίαστες. Στο σημείο που πάμε θα περάσει μια περιπολία με μοτοσυκλέτες σε λίγες ώρες. Με το σύνθημά μου θα τους αδειάσουμε τα όπλα στο στήθος και το κεφάλι» έλεγε δίνοντάς μου ένα αυτόματο όπλο και εξηγώντας μου περισσότερες λεπτομέρειες τις οποίες ποτέ δεν πρόσεξα. Ήταν το σημείο που ανακαλούσα συνεχώς την επίσκεψή μου με τον Θοδωρή σε εκείνο το διαμέρισμα εκείνο το πρωί. Έβλεπα τον Θοδωρή, μα δεν έβλεπα τον εαυτό μου πια. Καθώς προετοιμαζόμουν ψυχολογικά για το πέρασμα των αστυνομικών, δεν αισθανόμουν καμία ενοχή ή ενδοιασμό που θα τους πυροβολούσα. Ο στόχος μου πια δεν ήταν ο νόμος, ήταν η απονομή δικαιοσύνης και αυτά τα δυο τελικά, έχουν μεγάλη διαφορά.

Μετά από ώρα ακούσαμε το θόρυβο μοτοσυκλετών και οπλίσαμε. Σε λίγα δευτερόλεπτα οι ένστολοι περνούσαν από μπροστά μας και με το imageσύνθημα του τύπου δίπλα μου, ξεκινήσαμε να πυροβολούμε κατά ρυπάς. Στην αρχή σημάδευα άστοχα, όταν όμως γύρισε να με κοιτάξει ενώ πυροβολούσε, ίσιωσα το σημάδι μου και σκότωνα μαζί του, τους δύο συναδέλφους μου. Όταν σταματήσαμε εκείνος αγχωμένος μου έκανε νόημα να φύγουμε γρήγορα, εγώ του έγνεψα να σταματήσει και έβγαλα τα δικά μου δύο όπλα. Άρχισα να πυροβολώ πάνω του και με τα δύο χέρια. Στο στήθος, το κεφάλι, την καρδιά. παντού. Οι γεμιστήρες άδειασαν και άφησα το πτώμα του πολύ κοντά σε αυτά των αστυνομικών. Προσπέρασα τα τρία πτώματα ατάραχος και κατέφτασα στην πλατεία. Ζήτησα και αγόρασα περισσότερα ναρκωτικά «για καβάτζα» όπως τους είπα.

Επέστρεψα στο κρησφύγετο μου και κατανάλωσα όλη την ποσότητα που είχα αγοράσει πριν λίγο. Στην αρχή ξεκίνησα να γελάω δυνατά και ύστερα έχασα τις αισθήσεις μου. Λίγες ώρες αργότερα, η αστυνομία είχε φτάσει στα ίχνη μου. Με βρήκαν νεκρό, αγκαλιά με τα όπλα μου και μια βρώμικη φωτογραφία του Θοδωρή και της οικογένειάς μου.

Από την πρώτη στιγμή είχα ζητήσει εκδίκηση και την πήρα. Ποιος όμως λέει πως η εκδίκηση σε κάνει καλύτερο άνθρωπο;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προβληματίστηκες; σχολίασε το