ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ: 13 Μαρτίου 2009
ΤΙΤΛΟΣ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ: ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΓΙΝΟΝΤΟΥΣΑΝ ΒΡΑΔΙΑ ΠΟΥ ΓΙΝΟΝΤΟΥΣΑΝ ΜΕΡΕΣ
Μια φορά σε έναν καιρό ο Δευκαλίωνας είχε μόλις σηκώσει το βλέμμα για μισό λεπτό. Τεντώθηκε και αποκαλύφθηκε πίσω του το γεμάτο εκκρεμότητες γραφείο του. Είχε μόλις συμπληρώσει δεκαεφτά ώρες δουλειές και η κούραση είχε περάσει σε κάθε μυ του σώματος και εγκεφάλου του.
Καιρός να γυρίσει στο σπίτι όπου και έκανε ένα μπάνιο με την αγαπημένη του μουσική. Πάντα του άρεσε να τραγουδά στο μπάνιο. Φόρεσε τη φόρμα του –αλήθεια, πόσα χρόνια είχε να βγει έξω με αυτά τα ρούχα- και άναψε μερικά κεριά. Έφτιαξε το αγαπημένο του ποτό και απήλαυσε τις λίγες ώρες που είχε πριν αρχίσει και πάλι τη δουλειά.
Ήταν αλήθεια, σαν με το πάτημα ενός κουμπιού βρισκόταν στο γνώριμο σκηνικό του γραφείου και της καρέκλας. Όχι, δεν ήταν τα χαρτιά που μαρτυρούσαν, μα το βλέμμα του σε μια, δυο, τέσσερις ψυχρές οθόνες που τον απορροφούσαν –άραγε με τι- τόσο πολύ!
Δεν είναι μία ακόμη μέρα στο γραφείο. Ο χρόνος εδώ δεν έχει την ίδια αίσθηση. Βραδιάζει και ύστερα ξημερώνει και από κει πάλι βράδυ ως το φως. Μια αλληλουχία με σταθερά τις λερωμένες απ’ τον καπνό του πούρου, κουρτίνες.
Ο Δευκαλίων αισθανόταν συχνά πολύ μόνος. Ίσως ο κοινωνικός του κύκλος να ήταν μεγάλος και να ήταν πάντοτε το επίκεντρο σε αυτόν, όμως στιγμές σαν κι αυτή στο γραφείο ήταν μόνος.
Τα δάχτυλα του δεν πατούσαν τα κουμπιά του πληκτρολογίου, περνούσαν πάνω τους σαν χάδι, λες και είχε κάνει μια συμφωνία μεταξύ τους για να μην ταλαιπωρούνται. Και ο χρόνος περνούσε.
Άλλες φορές χαμόγελα επιτυχίας, αλλά κι αυτά κοφτά και σφιγμένα, κι άλλοτε ο εκνευρισμός να ζωγραφίζει κάθε γωνιά του προσώπου του, όταν τα έπνιγε για το καλό της εργασίας. Πώς να ξεσπούσε και που;
Μόλις είχε σηκώσει το βλέμμα για μισό λεπτό και τεντώθηκε. «Δε μπορώ να συνεχίσω έτσι», σκέφτηκε και συνέχισε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το