Μια φορά σε έναν καιρό το σκοτάδι της νύχτας ίσα που είχε αρχίσει να διαλύεται. Ο Μενέλαος βρισκόταν στη γνώριμη θέση του σε ένα πρόχειρο σκέπαστρο στο τοπικό νεκροταφείο. Ήταν φύλακας που προσέλαβαν ύστερα από τους τελευταίους βανδαλισμούς σε μνήματα. Κοντός και αδύνατος, καχεκτικός και ατημέλητος, θαρρείς πως η μόνη προστασία που θα μπορούσε να προσφέρει θα ήταν να βάλει τις φωνές τρέχοντας να φύγει.
Τις τελευταίες μέρες ο Μενέλαος παρατηρεί διακριτικά μια γυναίκα με μαύρα μακριά μαλλιά, κόκκινο φόρεμα και μαύρη μπέρτα να στέκεται μπροστά σε ένα μνήμα αυτήν την κρύα ώρα λίγο πριν το ξημέρωμα. Όχι νύχτα, όχι μέρα.
Η συνήθεια είναι τώρα προσμονή για τον Μενέλαο που την περιμένει κάθε φορά. Απόψε αποφάσισε να πάει στο μνήμα για να δει όσα στοιχεία μπορούσε για τον νεκρό. Όταν έφτασε στο σημείο πάγωσε ολόκληρος. Μια πρόχειρη πέτρα πάνω απ’ το χώμα ήταν τελείως κενή. Αν είναι δυνατό!
Το μόνο σίγουρο είναι ότι παρά τον φόβο του, έπρεπε να μείνει στο πόστο. Και έτσι θα κυλούσε η βάρδια. Στο πέρασμα των λεπτών και των ωρών η περιέργεια και η φαντασία του προκάλεσαν έντονο ενδιαφέρον για το επερχόμενο χάραμα και την παρουσία της γυναίκας.
Πράγματι. Η γυναίκα έστεκε για μια ακόμη αυγή μπρος στο κενό μνήμα. Ο Μενέλαος οπλίστηκε με όσο θάρρος κατάφερε να βρει και την πλησίασε αγγίζοντάς την στην πλάτη. Ήταν αδύνατο να μην προσέξει το καλλίγραμμο κορμί της.
- «Με συγχωρείτε κυρία. Χρειάζεστε κάτι»
- «Εσένα» απάντησε με μια βραχνή ψιθυριστή φωνή και χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει.
- «Μα, τι εννοείτε παρακαλώ» αποκρίθηκε ο Μενέλαος με τρεμάμενη φωνή. Η γυναίκα γύρισε απότομα και αποκάλυψε το γυμνό της πλούσιο σώμα από μπροστά. Φορούσε ένα μαύρο μαντήλι στο πρόσωπο και ο άτολμος Μενέλαος ενστικτωδώς της το αφαίρεσε για να αποκαλυφθεί μια πηχτή μάζα από αίμα. Ήταν το δικό του.
Την επόμενη μέρα η ταφόπλακα είχε τα στοιχεία του Μενέλαου γραμμένα πάνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το