Το επόμενο διάστημα κύλησε ανεξέλεγκτα για την Έλενα που στα χέρια της Νίκης και της παρέας της, κάθε βράδυ ήταν μια περιπέτεια με αλκοόλ, χάπια και συνευρέσεις με αγόρια και κορίτσια. Την ίδια στιγμή, η Έλενα συνέχιζε τις σπουδές της με ιδιαίτερη επιτυχία, όμως τη νύχτα μεταμορφωνόταν σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Απόψε οι δυο φίλες βρισκόντουσαν ως αργά σε κάποιο κέντρο διασκέδασης όταν ο πολύς χορός και τα χάπια έκαναν την ώρα να περάσει πολύ γρήγορα. Σε εκείνο το σημείο η Νίκη διαπίστωσε πως ο Γιώργος και ο Άκης είχαν φύγει. “Έλενα πρέπει να φύγουμε. Δεν έχουμε κανέναν να μας γυρίσει πίσω” της είπε φοβισμένα.
Φεύγοντας συνειδητοποίησαν πως ήταν μόνες στην νύχτα της επικίνδυνης Αθήνας. Ταξί δεν περνούσε από πουθενά και το μετρό ήταν κλειστό. Εκεί κοντά σε ένα βρώμικο σοκάκι ένας άστεγος ήταν κουλουριασμένος σε μια βρώμικη γωνιά του πεζοδρομίου. Με βρώμικα σχισμένα ρούχα και μακριά απεριποίητα γένια άρχιζε να φωνάζει: “δώσε μου μερικά λεφτά! Τόσα ξόδεψες εκεί που ήσουν”. Η Έλενα γύρισε και τον κοίταξε με συμπόνια, όμως η Νίκη γρήγορα την έσπρωξε μπροστά ια να συνεχίσουν. Ο ήχος από τα τακούνια τους καθώς περπατούσαν ήταν πολύ έντονος και σύντομα συνοδεύτηκε από έναν άλλο βηματισμό. Η Νίκη γύρισε με τρόπο πίσω της και είδε δύο φιγούρες στο σκοτάδι να τις ακολουθούν. “Άρχισε να περπατάς πιο γρήγορα” ψιθύρισε στην Έλενα και εκείνη υπάκουσε όσο μπορούσε μέσα στη ζαλάδα της μέθης της. Το σχέδιο δράσης δεν ήταν αρκετό. Τις κοπέλες πρόλαβαν δύο τύποι που με την απειλή μαχαιριού τις ανάγκασαν να μην φωνάξουν. “Είμαστε τύφλα στην πρέζα. Αν θέλετε να τη γλιτώσετε απόψε, θα πάτε και θα ληστέψετε ένα ψιλικατζίδικο. Η μία θα κρατάει το πιστόλι και η άλλη θα μείνει μαζί μας. Αν δεν το κάνεις, έχασες τη φίλη σου. Η Νίκη αμέσως προσφέρθηκε να πάει, όμως οι τύποι αντιλαμβανόμενοι πως εκείνη ήταν πιο πονηρή, έστειλαν την Έλενα η οποία σύντομα μπήκε στο ψιλικατζίδικο δήθεν πως ήθελε τσιγάρα. Σε μια απότομη στιγμή αποπειράθηκε να διαπράξει την ληστεία όμως ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού την ακινητοποίησε φωνάζοντας την αστυνομία. Οι δύο άντρες τράπηκαν σε φυγή και η Νίκη δίστασε να μπει στο ψιλικατζίδικο για να είναι με τη φίλη της.
Το υπόλοιπο της νύχτας βρήκε την Έλενα στα κρατητήρια και παρά την βρωμιά στον χώρο και τον απόκοσμο που ήταν δίπλα της, ένοιωσε ένα παράξενο και γνώριμο αίσθημα. Ένοιωσε όπως τότε στο κρεβάτι της στην Σητεία όπου μόνη της σχεδίαζε τη ζωή της τα βράδια, μετά από τις συζητήσεις που είχε με τον πατέρα της. Τότε άρχισε να θυμάται ένα-ένα τα λόγια του: “Γιατί πέφτουμε; Για να μαθαίνουμε να σηκωνόμαστε”, “μην μετανιώνεις για τις λάθος επιλογές σου. Απλά διόρθωσέ τις”, “όταν κάνεις κάτι καλό ή κακό να θυμάσαι πως υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που θα μοιραστούν τις συνέπειες”, “εκεί έξω υπάρχουν πολλά που δεν ξέρεις, ποτέ όμως μην δείξεις ότι δεν τα ξέρεις και ποτέ μην πεισθείς πως τα ξέρεις”. Το ξημέρωμα είχε φτάσει και η Έλενα σκεφτόταν όλη της την ζωή σε αντιδιαστολή με τις πρόσφατες εμπειρίες της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το