Μια φορά σε έναν καιρό η μέρα είχε μόλις διανύσει τα πρώτα της βήματα στη μικρή πόλη της Σητείας και ο ήλιος ξανασυναντούσε τη θάλασσα στο γραφικό λιμανάκι με τις ήσυχες βαρκούλες που περίμεναν καρτερικά τον καπετάνιο για την επόμενη ψαριά. Ο κόσμος σιγά-σιγά γεμίζει τους δρόμους, τις πλατείες, τα καφενεία και κάπου εκεί ανάμεσα, μία μικρή κοπέλα σηκώνεται από το ζεστό κρεβάτι της τεντώνοντας χαμογελαστά τα χέρια και το κορμί της.
Είναι η Έλενα που μόλις άνοιξε τα μάτια της σε αυτήν την υπέροχη μέρα, ακούγοντας στο βάθος τη φωνή της μητέρας της να την καλεί για πρωινό. Η Έλενα είναι μια πολύ όμορφη και περιποιημένη κοπέλα με ξανθά μακριά μαλλιά και γαλαζοπράσινα μάτια. Γρήγορα θα κατέβει τις σκάλες με τις ‘αρκουδοπαντόφλες’ της όπως ο πατέρας της, τις αποκαλεί λόγω του σχεδίου τους και θα κατευθυνθεί στους γονείς της μοιράζοντάς τους από ένα φιλί. Σήμερα θα πάρουν το πρωινό τους στην μεγάλη βεράντα με θέα στη θάλασσα. Η βεράντα αποτελεί τον προσωπικό παράδεισο της μαμάς όντας διακοσμημένος με κάθε λογής φυτά και υπέροχα άνθη που συνθέτουν ένα ονειρικό κλίμα. Στο σχολείο πλαισιώνεται από πολύ καλές φίλες που μαζί μοιράζονται τα απογεύματα στην κοντινή πλατεία παίζοντας δίπλα στο μικρό λιμανάκι. Η αλήθεια είναι πως η μικρή κοινωνία της Σητείας γνωρίζει καλά την Έλενα κι έτσι όλοι την καλοδέχονται με χαμόγελο. Η ευγένεια, η καλοσύνη, η προθυμία της είναι τα χαρακτηριστικά του πιο γλυκού παιδιού στην πόλη.
Τα βράδια όμως η Έλενα χαράζει νέους ορίζοντες. Όταν ο πατέρας της γυρίζει από τη δουλεία, η Έλενα τον περιμένει για να κάνουν την καθιερωμένη βόλτα τους. Ώσπου τα πρώτα αστέρια εμφανιστούν, πατέρας και κόρη έχουν βρει τη θέση τους σε ένα ιδιαίτερο σημείο της πόλης. Άλλοτε στην άκρη του μόλου στο γραφικό λιμανάκι, άλλοτε πάνω στις πέτρες του ενετικού κάστρου της πόλης, συχνά σε κάποιο ύψωμα, εκεί κοντά στο αεροδρόμιο ή ακόμα και σε κάποιο απόμερο σημείο, λίγο έξω απ’ την πόλη. Ο πατέρας της Έλενας της μαθαίνει εκείνα που δεν γράφει κανένα σχολικό βιβλίο. Της μιλάει για τη ζωή “εκεί έξω” όπως λέει με νόημα. Της εξηγεί πως δεν υπάρχουν στ’ αλήθεια πρίγκιπες όπως στα παραμύθια, πως έξω από τη βεράντα της μαμάς ο κόσμος είναι βρώμικος, πως ο κάθε άνθρωπος δεν χαμογελά στ’ αλήθεια αλλά με σκοπό το κέρδος και το συμφέρον. Της εξηγεί πως κάθε άνθρωπος στη ζωή του θα δοκιμαστεί απ’ τον Θεό και τότε δεν πρέπει μήτε την πίστη του να χάσει, μήτε να λυγίσει, μα να έχει το κουράγιο να ξανασηκωθεί καθώς αυτό είναι το μεγαλύτερο μάθημα ζωής. Η Έλενα είναι διψασμένη για αυτές τις στιγμές που μοιράζεται με τον πατέρα της κι έτσι είναι απόλυτα προσηλωμένη στα λόγια του. Κάθε βράδυ μια νυχτερίδα πετάει τριγύρω τους ξαφνικά και τότε μαζί αποφασίζουν να γυρίσουν πίσω. “Πάμε μικρή μου πριγκίπισσα. Αύριο ένα καινούριο ταξίδι μας περιμένει”.
Απόψε η Έλενα σηκώθηκε γρήγορα απ’ το τραπέζι του δείπνου και έφυγε νωρίς για το πολύχρωμο και πλούσιο σε σχέδια δωμάτιο της. Ξάπλωσε στο ζεστό κρεβάτι της κι άρχισε να επεξεργάζεται όλα τα λόγια του πατέρα της. Από τη μια ένοιωθε μεγάλη περιέργεια και συνάμα φόβο για εκείνο τον άγνωστο κόσμο στον οποίο την ξεναγούσε ο πατέρας της κι απ’ την άλλη επέστρεφε στην ασφάλεια της θαλπωρής που της πρόσφερε η μαμά της. Σε μια τέτοια εναλλαγή προς την ασφάλεια, αποκοιμήθηκε. Η περιέργεια όμως δε θα έφευγε τόσο εύκολα…
Ο καιρός πέρασε και η Έλενα τελειώνοντας το σχολείο ήταν έτοιμη για να κάνει το επόμενο βήμα στη ζωή της. Η εισαγωγή της στο κορυφαίο Πανεπιστήμιο της Αθήνας ήταν το εισιτήριο της για μια νέα ζωή και το μέσο για το μεγάλο όνειρό της να γίνε μια σπουδαία ερευνήτρια. Η μέρα που η Έλενα άφησε τη Σητεία για την Αθήνα δεν ήταν ευχάριστη για κανέναν. Η μητέρα της απαρηγόρητη έκλαιγε ασταμάτητα και ο πατέρας της δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα επίμονο δάκρυ που είχε στριμωχτεί στο μάτι του. Γείτονες και φίλοι, μαζεύτηκαν στο λιμάνι για να της ευχηθούν καλή σταδιοδρομία και καθώς το πλοίο έφευγε η λουσμένη από τον ήλιο και τη θάλασσα Σητεία, φαινόταν ολοένα και πιο μικρή. Πλέον ήταν η Έλενα και η ζωή. Η ζωή της!
Φτάνοντας στην Αθήνα είχε ως κύριο στόχο της, να παραμείνει ψύχραιμη. Πραγματικά η πρώτη εικόνα της αφόρητης κίνησης, των ανθρώπων με διαρκώς μίζερο πρόσωπο και η μυρωδιά του καυσαερίου, την αιφνιδίασαν, όμως τουλάχιστον ήξερε πως όλα θα ήταν καλύτερα όταν θα έφτανε στα γραφεία του Πανεπιστημίου για να παραλάβει το κλειδί για το δωμάτιο της στις νέες εστίες του ιδρύματος. Πραγματικά, οι εστίες ήταν υπέροχες και σχεδόν πολυτελείς όμως εκείνο που δεν ήξερε είναι ότι θα είχε συγκάτοικο σε αυτές.
- “Γεια! Είμαι η Νίκη. Πρωτοετής;” ρώτησε η κοπέλα που ήδη ήταν ξαπλωμένη στο κάτω κρεβάτι φορώντας τα παπούτσια της. Φορούσε ένα κοντό σορτς και κάτι λιγότερο από μπλούζα, ενώ την κοιτούσε κοφτά με τα σχιστά μαύρα επίμονα μάτια της.
- “Καλημέρα. Ονομάζομαι Έλενα. Ναι, είμαι καινούρια. Χάρηκα πολύ” απάντησε ντροπαλά η Έλενα που κοιτούσε από απόσταση.
- “Έλα. Σίγουρα θα έχεις πολλές ερωτήσεις για το πως λειτουργούμε εδώ πέρα κι εγώ θα σου απαντήσω σε όλες. Θα είμαι η προσωπική σου ξεναγός!” είπε πεταχτά η Νίκη, προκαλώντας τον ενθουσιασμό που διαδέχτηκε τον φόβο της Έλενας.
Οι επόμενες ώρες. Οι επόμενες μέρες ήταν πολύ ιδιαίτερες για την Έλενα και σίγουρα πολύ γεμάτες. Η Νίκη με την Έλενα μάλλον που δεν είχαν κανένα κοινό, εξάλλου δεν είχε να κάνει σε τίποτα με τις παιδικές της φίλες, όμως ήταν καλή μαζί της, με τον τρόπο της και αυτό ήταν αρκετό. Τα βράδια που η Έλενα ξάπλωνε στο κρεβάτι ένοιωθε μοναξιά και σκεφτόταν συνέχεια τη Σητεία και τους γονείς της, όμως ο ερχομός της νέας ημέρας στην τσιμεντένια πόλη σηματοδοτούσε μια ακόμη γεμάτη και πρωτόγνωρη εμπειρία.
Πολλές μέρες ή και βδομάδες μετά, η Έλενα αν και δεν είχε εξοικειωθεί ακόμα, είχε συνηθίσει στον νέο τρόπο ζωής. Μία από εκείνες τις μέρες, η Νίκη την προσκάλεσε σε μια παρέα το βράδυ. “Δε θέλω να αρνηθείς. Έχω μιλήσει σε όλους για σένα και είναι σα να σε ξέρουν. Θα είναι προσβλητικό για μένα και αυτούς να μην έρθεις απόψε”. Η Έλενα δεν είχε μάθει να στεναχωρεί τους άλλους και η αλήθεια είναι πως η Νίκη αν και ιδιόρρυθμη της είχε φερθεί πολύ καλά, οπότε δέχτηκε και σύντομα έβαλε ένα στοίχημα. Να χαλαρώσει επιτέλους! Άλλωστε βαθιά μέσα της, θαύμαζε τη νέα της φίλη.
Σύντομα οι δυο τους ήταν έξω και αφού μπήκαν στο μετρό, κατέληξαν στο κοσμοπολίτικο κέντρο της πόλης. Η Νίκη φορούσε ένα πολύ στενό και κοντό φόρεμα με ένα βαθύ ντεκολτέ που άφηνε πολύ από το πλούσιο στήθος της έξω και σύντομα έφτασαν σε όπου ήδη τις περίμενε μια πολυπληθής παρέα. Αστραπιαία, όλοι κοιτούσαν την Έλενα θέλοντας να επιβεβαιώσουν τα όσα είχαν ακούσει. Όλοι έδειχναν τόσο ευγενικοί μαζί της, ρωτώντας την για τον τόπο καταγωγής της, τις συνήθειές της, για το αν είχε σχέση και άλλα προσωπικά. Εκείνη ήταν φανερό πως βρισκόταν έξω απ’ τα νερά της, όμως στεκόταν πολύ καλά στις νέες συζητήσεις κι αυτό την γέμιζε με αυτοπεποίθηση. Όλα υπό το διακριτικό βλέμμα της Νίκης που λίγο πιο πέρα την κοιτούσε χαμογελώντας της. Μετά από λίγες ώρες εκεί και ένα-δύο ποτά, η παρέα αποφάσισε να μεταβεί σε ένα club της παραλιακής και παρά τον εσωτερικό ενδοιασμό της Έλενας, δεν έφερε καμία αντίρρηση. Η παρέα μοιράστηκε σε τρία αυτοκίνητα και σύντομα βρισκόντουσαν όλοι σε ένα μέρος σκοτεινό, υγρό, με εκκωφαντικό θόρυβο με τη μυρωδιά ιδρωμένων κορμιών να αναβλύζει από παντού. Γρήγορα τα παιδιά στην παρέα άρχισαν να χορεύουν ασύμμετρα και χωρίς σκοπό ενώ η Έλενα χαμογελούσε αμήχανα κάτι που παρατήρησε η Νίκη και την πλησίασε: “Μην ανησυχείς. Θα το συνηθίσεις. Αφέσου στο ρυθμό, μη νοιώθεις τίποτα κι βγάλε τα πάντα από πάνω σου. Κανείς δε σε ξέρει, κανείς δε θα σε ξαναδεί από εδώ. Να πάρε αυτά, θα σε βοηθήσουν με το θόρυβο. Ζήσε!” της φώναξε βγάζοντας απ’ την τσάντα της δύο χαπάκια, πίνοντας το ένα και δίνοντάς της το άλλο. Η Έλενα ασυναίσθητα υπάκουσε και σε λίγα λεπτά χωρίς αναστολές ακολούθησε τη συμβουλή της φίλης της. Άρχισε να χορεύει όπως ποτέ άλλοτε. Ο ένας στριμωχνόταν με τον άλλο και αγόρια και κορίτσια την άγγιζαν σε κάθε σημείο του σώματός της χωρίς να αντιδρά. Μετά από πολλές ώρες σαν αυτή και πριν ξημερώσει, η Έλενα και η Νίκη μπήκαν στο αυτοκίνητο του Γιώργου και του Άκη και πήγαν πίσω στις εστίες. Η Νίκη προσκάλεσε τα δύο αγόρια στο δωμάτιο και ο Γιώργος χωρίς να χάσει χρόνο άρχισε να φιλά και να γδύνει τη Νίκη. Το ίδιο προσπάθησε να κάνει και ο Άκης στην Έλενα αυτή όμως –ζαλισμένη όπως ήταν- τον απώθησε και ανέβηκε στο κρεβάτι της. “Άσε την ήσυχη. Έλα εδώ κάτω με εμάς. Όλοι οι καλοί χωράνε” είπε λυτρωτικά και πονηρά η Νίκη. Σύντομα οι τρεις τους έκαναν έρωτα, ενώ η Έλενα κρυφοκοιτούσε από το πάνω κρεβάτι.
Την επόμενη μέρα η Έλενα ήταν ζαλισμένη, όμως είπε την Νίκη πως θέλει να γνωρίσει κι άλλες τέτοιες εμπειρίες. Η Νίκη χαμογέλασε και της έκλεισε το μάτι.
Το επόμενο διάστημα κύλησε ανεξέλεγκτα για την Έλενα που στα χέρια της Νίκης και της παρέας της, κάθε βράδυ ήταν μια περιπέτεια με αλκοόλ, χάπια και συνευρέσεις με αγόρια και κορίτσια. Την ίδια στιγμή, η Έλενα συνέχιζε τις σπουδές της με ιδιαίτερη επιτυχία, όμως τη νύχτα μεταμορφωνόταν σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Απόψε οι δυο φίλες βρισκόντουσαν ως αργά σε κάποιο κέντρο διασκέδασης όταν ο πολύς χορός και τα χάπια έκαναν την ώρα να περάσει πολύ γρήγορα. Σε εκείνο το σημείο η Νίκη διαπίστωσε πως ο Γιώργος και ο Άκης είχαν φύγει. “Έλενα πρέπει να φύγουμε. Δεν έχουμε κανέναν να μας γυρίσει πίσω” της είπε φοβισμένα.
Φεύγοντας συνειδητοποίησαν πως ήταν μόνες στην νύχτα της επικίνδυνης Αθήνας. Ταξί δεν περνούσε από πουθενά και το μετρό ήταν κλειστό. Εκεί κοντά σε ένα βρώμικο σοκάκι ένας άστεγος ήταν κουλουριασμένος σε μια βρώμικη γωνιά του πεζοδρομίου. Με βρώμικα σχισμένα ρούχα και μακριά απεριποίητα γένια άρχιζε να φωνάζει: “δώσε μου μερικά λεφτά! Τόσα ξόδεψες εκεί που ήσουν”. Η Έλενα γύρισε και τον κοίταξε με συμπόνια, όμως η Νίκη γρήγορα την έσπρωξε μπροστά ια να συνεχίσουν. Ο ήχος από τα τακούνια τους καθώς περπατούσαν ήταν πολύ έντονος και σύντομα συνοδεύτηκε από έναν άλλο βηματισμό. Η Νίκη γύρισε με τρόπο πίσω της και είδε δύο φιγούρες στο σκοτάδι να τις ακολουθούν. “Άρχισε να περπατάς πιο γρήγορα” ψιθύρισε στην Έλενα και εκείνη υπάκουσε όσο μπορούσε μέσα στη ζαλάδα της μέθης της. Το σχέδιο δράσης δεν ήταν αρκετό. Τις κοπέλες πρόλαβαν δύο τύποι που με την απειλή μαχαιριού τις ανάγκασαν να μην φωνάξουν. “Είμαστε τύφλα στην πρέζα. Αν θέλετε να τη γλιτώσετε απόψε, θα πάτε και θα ληστέψετε ένα ψιλικατζίδικο. Η μία θα κρατάει το πιστόλι και η άλλη θα μείνει μαζί μας. Αν δεν το κάνεις, έχασες τη φίλη σου. Η Νίκη αμέσως προσφέρθηκε να πάει, όμως οι τύποι αντιλαμβανόμενοι πως εκείνη ήταν πιο πονηρή, έστειλαν την Έλενα η οποία σύντομα μπήκε στο ψιλικατζίδικο δήθεν πως ήθελε τσιγάρα. Σε μια απότομη στιγμή αποπειράθηκε να διαπράξει την ληστεία όμως ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού την ακινητοποίησε φωνάζοντας την αστυνομία. Οι δύο άντρες τράπηκαν σε φυγή και η Νίκη δίστασε να μπει στο ψιλικατζίδικο για να είναι με τη φίλη της.
Το υπόλοιπο της νύχτας βρήκε την Έλενα στα κρατητήρια και παρά την βρωμιά στον χώρο και τον απόκοσμο που ήταν δίπλα της, ένοιωσε ένα παράξενο και γνώριμο αίσθημα. Ένοιωσε όπως τότε στο κρεβάτι της στην Σητεία όπου μόνη της σχεδίαζε τη ζωή της τα βράδια, μετά από τις συζητήσεις που είχε με τον πατέρα της. Τότε άρχισε να θυμάται ένα-ένα τα λόγια του: “Γιατί πέφτουμε; Για να μαθαίνουμε να σηκωνόμαστε”, “μην μετανιώνεις για τις λάθος επιλογές σου. Απλά διόρθωσέ τις”, “όταν κάνεις κάτι καλό ή κακό να θυμάσαι πως υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που θα μοιραστούν τις συνέπειες”, “εκεί έξω υπάρχουν πολλά που δεν ξέρεις, ποτέ όμως μην δείξεις ότι δεν τα ξέρεις και ποτέ μην πεισθείς πως τα ξέρεις”. Το ξημέρωμα είχε φτάσει και η Έλενα σκεφτόταν όλη της την ζωή σε αντιδιαστολή με τις πρόσφατες εμπειρίες της.
Τις σκέψεις της στο κρατητήριο διέκοψε ένας αστυνομικός που τη φώναξε να τον ακολουθήσει. Αφού της έδωσε κάποια προσωπικά αντικείμενα, την άφησε ελεύθερη και εκείνη φεύγοντας αντίκρισε τη Νίκη. “Συγγνώμη που σε παράτησα. Τα είχα τελείως χαμένα. Φρόντισα να μη μάθει κανείς τίποτα” της είπε με ύφος απολογητικό και την πήρε αγκαλιά βάζοντάς την σε ένα ταξί.
Η Έλενα και η Νίκη δεν ξαναείδαν έκτοτε τον Γιώργο, τον Άκη και την λοιπή παρέα. Η Έλενα αφοσιώθηκε ακόμα περισσότερο στις σπουδές της και πήρε το πτυχίο της με σημαντικές διακρίσεις. Κι όμως δεν διέγραψε ποτέ από τη ζωή της τις στιγμές που πέρασε με αυτά τα άτομα. Αντίθετα τις χρησιμοποίησε στη συνέχεια προς όφελός της. Η Έλενα με τον καιρό διέπρεψε παίρνοντας περισσότερες ακαδημαϊκές διακρίσεις, όμως αυτή τη φορά η δραστηριότητά της δεν αφορούσε ιατρικές υπηρεσίες με σκοπό το κέρδος, αλλά εθελοντικές εργασίες σε διάφορες ευπαθείς ομάδες. Ασχολήθηκε με τους νέους που εθίζονται σε ουσίες και άλλες καταχρήσεις, με νεαρές κοπέλες που πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης, με παιδιά που μεγαλώνουν σε αντίξοες συνθήκες και γενικά σε ανθρώπους που αναγκάζονται να ζουν με συγκριτικό μειονέκτημα. Η Έλενα διακρίθηκε από τον Δήμο και διάφορες κοινωνικές οργανώσεις για το εθελοντικό της έργο το οποίο συνέχισαν αρκετά άτομα τα οποία ενέπνευσε.
Κι έπειτα από αρκετά χρόνια αποφάσισε να επιστρέψει στη Σητεία. Αναγνωρισμένη πια και πετυχημένη, είχε μπει στο πλοίο της επιστροφής και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού σκεφτόταν κάθε στιγμή της ζωής της. Οι σκέψεις την οδηγούσαν σε ένα παράλληλο ταξίδι το οποίο διεκόπη όταν η γνώριμη φιγούρα της Σητείας, άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο μεγάλη καθώς το πλοίο πλησίαζε. Όταν η Έλενα κατέβηκε στο λιμάνι, πλήθος κόσμου την περίμενε. Άλλοι ήταν γνωστοί αλλά αγνώριστοι απ’ το πέρασμα των χρόνων κι άλλοι άγνωστοι, που διατηρούσαν όμως εκείνη τη ζεστασιά και θαλπωρή που όλοι οι κάτοικοι της Σητείας είχαν, όταν εκείνη ήταν μικρή.
Η Έλενα γύρισε στο σπίτι της αγκάλιασε τους δικούς της και ζήτησε από τον πατέρα της να τη συνοδεύσει στο Δημαρχείο της πόλης. Σύντομα μιλούσε με τον δήμαρχο για να του ζητήσει να τη βοηθήσει να δημιουργήσει ένα κέντρο στο οποίο όλα τα παιδιά θα μπορούσαν παράλληλα με το σχολείο να προετοιμάζονται για το αύριο της ζωής, ενώ όλα όσα είχαν ανάγκη θα λάμβαναν υποστήριξη και βοήθεια σε βασικές ανάγκες ή ελλείψεις. Ένα πρωτοπόρο και μεγαλεπήβολο σχέδιο θα ξεκινούσε από τη Σητεία, όμως η μεγάλη έκπληξη θα ερχόταν την επόμενη μέρα. Ήταν μια επιταγή με ένα αμύθητο ποσό μέσα με ένα μικρό σημείωμα πάνω: “Αυτό που ποτέ δεν έμαθες για μένα, ήταν ποια πραγματικά ήμουν και γιατί είχα πάντα τόσο μεγάλη οικονομική άνεση. Άκουσα ότι θα κάνεις κάτι υπέροχο στα μέρη σου. Κάτι που πολλοί θα ήθελα να υπήρχε όταν ήμουν εγώ μικρή και επειδή ίσως εν μέρη ευθύνομαι κι εγώ γι’ αυτό που έγινες, αυτή είναι η ανταμοιβή σου. Νίκη”. Η Έλενα δάκρυσε και χαμογέλασε όπως άλλοτε. Τότε πήγε στον πατέρα της και του είπε: “Πατέρα, θέλω απόψε να πάμε σε ένα από τα μέρη που πηγαίναμε όταν ήμουν μικρή. Θέλω να μου πεις μερικές από τις φιλοσοφίες σου και να με φωνάξεις πάλι πριγκίπισσα όπως τότε” κι ο πατέρας της, αποκρίθηκε: “Κόρη μου, εσύ τώρα έχεις περισσότερα να διηγηθείς απ’ ότι εγώ. Τώρα δεν είσαι απλά η δική μου πριγκίπισσα, είσαι η πριγκίπισσα όλου του έξω κόσμου”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το