Μια φορά σε έναν καιρό ο Σπύρος καθόταν στο μπαλκόνι του σπιτιού του. Όπως λέει και ο ίδιος: «Με λένε Σπύρο. Προχθές το βράδυ απολάμβανα τη μπύρα μου ρουφώντας χαλαρά το τσιγάρο μου και χαζεύοντας τους γείτονες και τους περαστικούς.
Την βαρετή μονοτονία της νύχτας μου, διέκοψε ένα ιπτάμενο πλάσμα στον σκοτεινό ουρανό. Μένω στον δεύτερο όροφο και δεν ήταν πάνω από τέσσερα μέτρα ψηλότερα μου το πέταγμα του.
Ήταν γκρίζο και το άνοιγμα των φτερών του ήταν τεράστιο. Γιγάντιο σας λέω. Μπροστά είχε δύο κέρατα. Ήταν μεγάλα και μυτερά. Ήταν μία νυχτερίδα! Το παράξενο είναι ότι στην Ελλάδα πίστευα ότι δεν έχουμε τόσο μεγάλες νυχτερίδες. Άλλωστε οι νυχτερίδες έχουν γρήγορο πέταγμα και σίγουρα μακριά από τα φώτα των στύλων του δρόμου. Εκείνη είχε ανοίξει τα φτερά και άφηνε τον αέρα να την παρασέρνει αργά και επιδεικτικά με κατεύθυνση πάνω από το μπαλκόνι μου προς την ταράτσα.
Δεν έχασα χρόνο. Ανέβηκα γρήγορα στην ταράτσα μήπως προλάβω να δω κάτι. Οι πιθανότητες δεν ήταν με το μέρος μου κι όμως κάτι με έκανε να ανέβω το γρηγορότερο δυνατό. Κοίταξα γύρω μου και δεν είδα κάτι. Όταν απογοητευμένος έκανα να φύγω, το μάτι μου πήγε ακριβώς απέναντι στην εγκαταλελειμμένη καπναποθήκη.
Εκεί σε έναν δέντρο είχε κρεμαστεί ανάποδα η γκρίζα νυχτερίδα. Ακόμα και με κλειστά τα φτερά ήταν τεράστια. Τη χάζευα αφηρημένος για λίγο, μέχρι που θα ορκιζόμουν ότι τα βλέμματα μας συναντήθηκαν. Πραγματικά οι νυχτερίδες είναι κακάσχημες, όμως παρατηρούσα ότι εκείνη δεν κοίταζε το πρόσωπό μου, αλλά βαθιά τα μάτια μου. Έτσι έκανα κι εγώ. Ήταν λίγες στιγμές μιας ιδιότυπης επικοινωνίας.
Δεν ξέρω πως σταμάτησε το σκηνικό. Έφυγε εκείνη ή εγώ πρώτος; Ξέρω πως από τότε η ζωή μου άλλαξε. Μη με ρωτήσετε πως.
|
|
μετάβαση στον προβληματισμό της ημέρας |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το