«Μια φορά σε έναν καιρό ήμουν εγώ. Δεν ξέρω πως με λένε γιατί όλο μου λένε διάφορα. Σίγουρα κάποιο από αυτό θα είναι το όνομά μου.
Σήμερα είμαι χαρούμενη γιατί ο μπαμπάς και η μαμά θα σχολάσουν νωρίς και θα πάμε βόλτα. Δεν ξέρω από πού σχολάνε, αλλά ξέρω πως εκεί πάνε χωρίς να τους αρέσει. Δε θα τους καταλάβω ποτέ τους μεγάλους!
Είμαι στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, καθισμένη σε μια ειδική θέση. Εκείνοι κάτι λένε, όμως εγώ μουρμουρίζω τα δικά μου. Τι να κάνω; Προσπαθώ να πω αυτά που σκέφτομαι, μα δε μου βγαίνει.
Φτάσαμε! Ένα μεγάλο κτίριο γεμάτο ρούχα και κόσμο. Δεν καταλαβαίνω που πάμε γιατί όλο στριφογυρνάμε από δω κι από κει. Εγώ κρατάω ένα φυλλάδιο με ρούχα. Η μαμά έχει κυκλώσει κάτι από κει.
Κοιτάω ανθρώπους να δοκιμάζουν ρούχα, να μιλάνε δυνατά, άλλοι ψιθυριστά. Μεγάλοι κύριοι με κυρίες και κυρίες μόνες τους. Αυτοί άραγε δεν είναι μαμάδες και μπαμπάδες; Τι κάνουν όλοι τόσο προσηλωμένοι στα ρούχα, λες και ο χρόνος σταμάτησε εδώ μέσα.
Αρχίζω και βαριέμαι. Σκέφτομαι να βάλω τα κλάματα για να τραβήξω την προσοχή και ίσως καμιά αγκαλιά, μέχρι που το μάτι μου πέφτει σε ένα αγοράκι. Είναι πιο μεγάλο από μένα μα εγώ του χαμογέλασα πρώτη. Εκείνος δεν αποκρίθηκε αν και με είδε ίσως γιατί οι δικοί του μάλωναν.
Το βλέμμα μου έχει κολλήσει. Έχω γουρλώσει τα μεγάλα καταγάλανα ματάκια μου και δεν ξέρω τι γίνεται γύρω μου. Ο μπαμπάς με έβαλε πάνω στον πάγκο του ταμείου, μα εγώ κοιτώ το αγοράκι που ξαφνικά κάτι λέει στο μπαμπά του και βάζει τα κλάματα ενώ χτυπιέται κάτω!
εγώ ατάραχη κοιτάζω με λίγη αμηχανία τώρα, γιατί το αγόρι φωνάζει πολύ και χτυπάει το πόδι της μαμάς του.
Ο μπαμπάς με κατέβασε απ’ τον πάγκο και φύγαμε για το σπίτι, μόνο που εγώ έχω ακόμα εκείνο το απορημένο βλέμμα με τα γουρλωμένα ματάκια. Γιατί τα παιδάκια φωνάζουν χωρίς λόγο;»
|
|
μετάβαση στον προβληματισμό της ημέρας |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το