Μια φορά σε έναν καιρό η μικρή Ανθή υπήρξε το πιο γλυκό κορίτσι του χωριού. Και ποιος δεν την αγαπούσε. Πάντα με το χαμόγελο και τη γλυκιά φωνούλα της έτρεχε για να εξυπηρετήσει τον καθένα. Με τα κοτσιδάκια της και τα χρωματιστά φορεματάκια της, χαρούμενη βοηθούσε σε ότι μπορούσε.
Η ίδια αφέλεια και ξεγνοιασιά την ακολούθησε στη μεγάλη πόλη του πολιτισμού και των φώτων που όταν μεγάλωσε έπρεπε να πάει για σπουδές. Οι συμβουλές όλων των χωριανών τη συνόδευαν. Προσοχή και επιφύλαξη της σύστησαν, λέξεις άγνωστες ως τότε για εκείνη. Πράγματι, έχοντας όλα αυτά στο μυαλό της, προσπαθούσε να προσέχει. Όμως για την τόσο κοινωνική Ανθούλα, ήταν αδύνατο να μην κάνει παρέες πολλές. Διάκριση δεν είχε όμως και όλους τους αποκαλούσε φίλους. Ακόμα κι όταν χρειάστηκε να δουλέψει μαζί με τις σπουδές της, ήταν η μόνη που ποτέ δε διαμαρτυρήθηκε για το εξαντλητικό ωράριο και τις κακές συνθήκες εργασίας. Ακόμα και στις προσβολές απ’ τα αφεντικά της, εκείνη παρέμενε χαμογελαστή.
Ένα πρωί ένας φίλος της μπήκε σπίτι με φωνές ενθουσιασμού: «Ανθή! Απόψε θα πάμε όλη στην πλατεία. Πάμε για να δουλεύουμε σαν άνθρωποι». Η Ανθή δεν πολυκατάλαβε. Είχε πολλές απορίες απ’ τις δώδεκα λέξεις που άκουσε, μα δεν πειράζει, ήταν τόση η χαρά του φίλου της που τη συμμερίστηκε αμέσως! Πράγματι, το βράδυ ήταν στην πλατεία. Χιλιάδες κόσμου. Πρώτη φορά έβλεπε τόσους κι απέναντι η αστυνομία. Όλοι τραγουδούσαν και φώναζαν συνθήματα. Εκείνη και πάλι, δεν καταλάβαινε. Κρατούσε το χέρι του φίλου της και φώναζε κι αυτή. Ο φίλος της, την παρέσυρε μπροστά στο πλήθος και ενώ φωνάζανε και τραγουδούσαν, καπνοί γύρω, τους σκέπασαν. Η Ανθή δε μπορούσε να αναπνεύσει. Τα τραγούδια σταμάτησαν και άρχισαν να βήχουν και να πονούν. Ο κόσμος χτυπούσε τους αστυνομικούς κι εκείνοι τον κόσμο.
Η Ανθή κοιτούσε χωρίς να κουνιέται μέχρι που κάτι αιχμηρό την «βρήκε» στο στήθος. Έπεσε κάτω και λίμνη αίματος γέμισε το κόκκινο φόρεμά της στο δρόμο. Η Ανθή ήταν η χαμογελαστή ηρωίδα της επανάστασης.
|
|
μετάβαση στον προβληματισμό της ημέρας |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το