Μια φορά σε έναν καιρό μία ακόμα τυπική περιπολία στους δρόμους του Ηρακλείου με τον Σπύρο και τον Όμηρο, καταντάει σχεδόν βαρετή με το γνωστό σκηνικό νεαρών που μετατρέπουν τους μικρούς δρόμους της πόλης σε αρένα ανταγωνισμού, με άστεγους να ψάχνουν ένα πρόχειρο καταφύγιο για τη νύχτα και ναρκομανείς να νομίζουν πως η νύχτα τους παρέχει την απαιτούμενη κάλυψη για την διακίνηση.
Σε μια τέτοια τυπική ημέρα ο ασύρματος καλεί το δίδυμο σε μια κλήση στο ακριβό προάστιο του Αγίου Ιωάννη και πολύ σύντομα το αυτοκίνητο προσεγγίζει τη συγκεκριμένη πολυτελή μονοκατοικία η οποία έχει ήδη πλημμυρίσει από περιπολικά, ένα ασθενοφόρο και πλειάδα περαστικών που περίεργα προσπαθούν να ξεκλέψουν κάποια πληροφορία. Οι δύο αστυνομικοί προσεγγίζουν το σπίτι δείχνοντας τις αστυνομικές τους ταυτότητες και σύντομα ένας συνάδελφός τους ξεκινά μια σύντομη ενημέρωση. “Το θύμα είναι 42 ετών. Γυναίκα. Μητέρα ενός κωφάλαλου αγοριού που πιθανότατα είναι ο μοναδικός μάρτυρας της δολοφονίας. Η γυναίκα έβγαζε από το σπίτι τα σκουπίδια και την σκότωσαν εξ επαφής λίγο πριν βγει από την αυλή στο πεζοδρόμιο. Θα είχαμε περισσότερες πληροφορίες μα το παιδί είναι σε κατάσταση σοκ. Στο σπίτι μένουν ο πατέρας του παιδιού που απουσιάζει στα Χανιά σε κάποιο συνέδριο, η οικιακή βοηθός και ο θείος του παιδιού και αδερφός του συζύγου”. Ο δύο αστυνομικοί εξετάζουν το θύμα και τον περιβάλλοντα χώρο, ενώ εκείνη τη στιγμή καταφτάνει ένας άντρας φανερά βιαστικός.
- “Αντώνη! Τι συμβαίνει εδώ;”
- “Αστυνόμος Σπύρος Θαλασσινός και ο συνάδελφος μου Όμηρος Κανόμπης. Είστε ο κύριος Ανδρεαδάκης;”
- “Μάλιστα. Θα μου εξηγήσετε τι συνέβη με τη γυναίκα μου; Με ειδοποίησε ο αδερφός μου και έτρεξα να έρθω” δήλωσε φανερά ανήσυχος.
- “Λυπάμαι κύριε Ανδρεαδάκη όμως η σύζυγός σας έπεσε θύμα έξω από το σπίτι σας. Πυροβολήθηκε εξ επαφής και δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι. Λυπάμαι”.
Ο άντρας ξέσπασε σε λυγμούς και ο αδερφός του που είχε πλησιάσει τον αγκάλιασε. Λίγο πιο μέσα βρισκόταν η οικιακή βοηθός που κρατούσε αγκαλιά το παιδί. Και οι δύο έκλαιγαν ασταμάτητα. Όταν προσπάθησα να πλησιάσω για να τους μιλήσω ο Ανδρεαδάκης έφτασε πίσω μου. Τραγική φιγούρα με αυστηρό ύφος πρόσταξε:
- “Μακριά από το παιδί μου. Βρείτε τους δολοφόνους και φύγετε από εδώ. Αφήστε μας ήσυχους”.
- “Αυτό ακριβώς προσπαθούμε να κάνουμε κύριε Ανδρεαδάκη όμως θα χρειαστούμε την συνεργασία σας. Αλήθεια εσείς που βρισκόσασταν νωρίτερα το βράδυ”;
- “Ήμουν σε ένα συνέδριο τουρισμού στα Χανιά. Άρχισε χθες και θα ολοκληρωθεί αύριο και χθες ήμουν βασικός ομιλητής. Κατηγορείτε εμένα κύριε Θαλασσινέ”; δήλωσε φανερά ενοχλημένος.
- “Όχι, αλλά όπως σας είπα, προσπαθούμε να κάνουμε τη δουλειά μας και γι’ αυτό θα σας ζητήσουμε να έρθετε μαζί μας στο τμήμα για να συζητήσουμε λίγο. Άλλωστε δε θέλουμε να αναστατώσουμε περισσότερο την οικογένεια σας, έτσι δεν είναι”; με καθησυχαστικό τόνο ο Κανόμπης πήρε αυτό που ήθελε και ο Ανδρεαδάκης τους ακολούθησε στο τμήμα.
Εκεί, κάθισαν για λίγη μόνο ώρα μιλώντας για άσχετα κυρίως θέματα. Δεν ήταν οι πληροφορίες που ήθελαν να ακούσουν όσο η ψυχραιμία με την οποία ο Ανδρεαδάκης θα τους μιλούσε. Ύστερα αφέθηκε ελεύθερος και η δουλειά των δύο, μόλις άρχιζε.
Ο Κανόμπης έχει μεταβεί στα Χανιά για να ερευνήσει λίγα πράγματα σχετικά με το άλλοθι του Ανδρεαδάκη. Στο μεταξύ εγώ πρέπει να βρω τρόπο να μιλήσω με το παιδί που πιθανολογείται πως είναι ο μόνος μάρτυρας. Κι αν είναι έτσι, ο θείος του και η οικιακή βοηθός γιατί να μην είναι μάρτυρες εφόσον όλοι κατοικούν στο ίδιο σπίτι;
Ξεκινώ μιλώντας με μερικούς γείτονες. Η γειτονιά δεν είναι πυκνοκατοικημένη, όμως απέναντι και δίπλα, υπάρχουν μονοκατοικίες και ευτυχώς είχα την ευκαιρία να μιλήσω με τους κατοίκους:
- “Ονομάζομαι Σπύρος Θαλασσινός και είμαι ειδικός αστυνομικός του τμήματος ανθρωποκτονιών. Εσείς τι είδατε εκείνο το βράδυ”;
- “Ήταν πολύ αργά και εκείνη την ώρα κοιμόμασταν. Μας ξύπνησε ο πυροβολισμός, όμως και πάλι προσεγγίσαμε το παράθυρο προσεκτικά. Δεν προλάβαμε να δούμε τίποτα. Η Τούλα ήταν νεκρή στο γκαζόν, η πόρτα ανοιχτή και δεν είδαμε τίποτα τριγύρω”.
- “Ακούσατε μήπως ήχο από κάποια μηχανή”;
- “Ήμασταν όλοι πολύ ταραγμένοι, αλλά δε θυμάμαι κάτι τέτοιο”.
Στο μεταξύ ο Κανόμπης γύρισε από τα Χανιά και με πληροφόρησε πως ο Ανδρεαδάκης ήταν όντως ομιλητής στην χθεσινή ημέρα του συνεδρίου. Στο ξενοδοχείο όπου διέμενε ήταν και το συνέδριο, καθώς και μια δεξίωση προς τιμήν των συνέδρων. Επίσης ήλεγξε πως το αυτοκίνητό του δεν είχε μετακινηθεί καθόλου εκείνο το βράδυ καθώς ο χώρος στάθμευσης του ξενοδοχείου είναι ελεγχόμενος. Ο Κανόμπης άκουσε ότι η δεξίωση κράτησε ως αργά εκείνο το βράδυ.
Μαζί, προσέγγισαν εκ νέου το σπίτι για να μιλήσουν με το παιδί. Την πόρτα άνοιξε η όμορφη ξανθιά οικιακή βοηθός “Ξέρετε έχω σαφείς εντολές από τον κύριο Ανδρεαδάκη να μην αφήσω το παιδί να μιλήσει μαζί σας. Με συγχωρείτε, αλλά θα μπλέξω άσχημα αν το κάνω”.
- “Τότε δε θα έχετε πρόβλημα να μιλήσετε λιγάκι εσείς μαζί μας. Να απαντήσετε σε μερικές ερωτήσεις. Οι συνάδελφοι μας λένε πως το παιδί είναι ο μόνος μάρτυρας, όμως εκείνο το βράδυ και εσείς και ο κύριος Αντώνης Ανδρεαδάκης και θείος του παιδιού, ήσασταν μέσα στο σπίτι. Εσείς δεν ακούσατε τίποτα”;
- “Όλοι μας, δηλαδή και εγώ, κοιμόμασταν εκείνη την ώρα. Η κυρία Τούλα πάντα ξάπλωνε αργά. Εγώ ξύπνησα από τον πυροβολισμό. Φοβήθηκα να βγω αμέσως έξω και το έκανα όταν άκουσα το παιδί να φωνάζει. Ίσως γι’ αυτό ξέρετε κι εσείς πως το παιδί είναι ο μάρτυρας”.
- “Δηλαδή εσείς με το παιδί…” την αυστηρή ερώτηση του Κανόμπη διέκοψε ο Αντώνης Ανδρεαδάκης. “Μαρία ποιος σου επιτρέπει να μιλάς στην αστυνομία. Μπες γρήγορα μέσα. Θέλετε τον μικρό για να μας αφήσετε ήσυχους; Ορίστε. Μιλήστε του” είπε απότομα ενώ εμφάνιζε από πίσω του το παιδί. Ο Κανόμπης πήρε το παιδί από το χέρι και εγώ αγριοκοίταξα τον Ανδρεαδάκη πριν γυρίσω από την άλλη μεριά. Οι τρεις μας φτάσαμε στο σημείο του κήπου που η μητέρα του δολοφονήθηκε. Ο Κανόμπης είχε γονατίσει και προσπαθούσε να συνεννοηθεί με το παιδί πού ήταν κωφάλαλο και δεν ήταν καθόλου εύκολο. Με χειρονομίες και ομιλίες οι δυο τους προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν όσο ο Κανόμπης φώναζε και εγώ σημείωνα: “Εδώ. Εδώ σκοτώσανε τη μαμά σου. Ναι, φορούσε μαύρα. Αυτοκίνητο; Μεγάλο; Όχι, μικρό. Τι χρώμα Δημητράκη; Άσπρο; Σίγουρα; Αυτός μπήκε στο αυτοκίνητο; Που πας; Εσύ έκλεισες την πόρτα; Δεν είδες αν σταμάτησε το αυτοκίνητο; Μισό λεπτό. Μήπως το αυτοκίνητο απλά περνούσε; Δεν σταμάτησε καθόλου; Ο θείος; Η Μαρία; Μέσα στο δωμάτιο; Σίγουρα;” Το παιδί έβαλε τα κλάματα και μπήκε από μόνο του μέσα. Ήταν αρκετά.
Φεύγοντας οι δυο μας συζητούσαμε για τα συμπεράσματα μας. Το αυτοκίνητο ήταν διερχόμενο. Πως αλλιώς θα πετύχαινε την Τούλα την ώρα ακριβώς που είχε βγει έξω για τα σκουπίδια; Ύστερα ο μικρός ήταν ξύπνιος. Γιατί; Μήπως στον πάνω όροφο που ήταν τα υπνοδωμάτια δεν έπρεπε να είναι ή απλά έκανε παρέα στη μητέρα του; Ο Αντώνης γιατί δεν άφησε τη Μαρία να μιλήσει; Μήπως η Μαρία ξέρει κάτι; Μήπως κρύβει κάτι;
O Θαλασσινός και ο Κανόμπης είχαν βάσιμες υποψίες πως η οικιακή βοηθός, η Μαρία έκρυβε κάτι. Επέστρεψαν στο σπίτι όμως αυτή τη φορά μίλησαν με τον Αντώνη Ανδρεαδάκη.
- “Τι θέλετε πάλι”; είπε οργισμένος ο Αντώνης.
- “Θέλουμε την Μαρία. Την οικιακή βοηθό, όμως όλη την ώρα εσύ μπαίνεις στα πόδια μας. Έχω την υποψία πως κάτι μας κρύβει και αν το ανακαλύψουμε, θα μπλέξεις κι εσύ που μας κάνεις τη ζωή δύσκολη”.
- “Βάλτε καλά στο μυαλό σας πως η Μαρία δεν έχει να κάνει με αυτήν την ιστορία. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στο δωμάτιο της και κοιμόταν. Πρόκειται για μια τίμια κοπέλα που έχει σταθεί πολύ στην οικογένεια μας και έχει μάθει ακόμα και την γλώσσα των κωφών για να μπορεί να συνεισφέρει κατάλληλα στην διαπαιδαγώγηση του Δημήτρη. Η σχέση της με όλους μας ήταν πάντα εξαιρετική. Γιατί να κάνει το οτιδήποτε”;
Ο Κανόμπης άκουγε με ενδιαφέρον τα όσα ο Αντώνης του έλεγε, αλλά εγώ είχα φτάσει στην κουζίνα όπου η Μαρία μαγείρευε. Είχε βγάλει την ποδιά της και το στενό της φόρεμα έδειξε το πλούσιο και καλλίγραμμο κορμί της.
- “Μαρία, είσαι πολύ όμορφη για να είσαι οικιακή βοηθός και μάλιστα ελληνίδα”.
- “Έχω σπουδάσει κοινωνικές επιστήμες και η ενασχόληση μου με τους ανθρώπους είναι ένας τρόπος να εφαρμόζω τις σπουδές μου στο επάγγελμά μου. Δεν καταλαβαίνετε. Αυτή η οικογένεια είναι κατά μία έννοια, δική μου οικογένεια. Είμαι τυχερή που βρήκα εδώ εργασία”.
- “Αλήθεια, πότε ήρθες εδώ”; τη ρώτησα με υποψιασμένο ύφος.
- “Είναι τώρα τρία χρόνια. Η προηγούμενη κοπέλα είχε ένα ατύχημα κι έτσι ήρθα εγώ”.
Έφυγα από την κουζίνα ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στο υπέροχο σώμα της και φεύγοντας έκανα νόημα στον Κανόμπη να με ακολουθήσει. Πριν όμως φύγουμε ρώτησα τον Αντώνη: “Η προηγούμενη γυναίκα τι έπαθε; Γιατί έφυγε”; Ο Αντώνης σαφώς αιφνιδιασμένος, απάντησε: “Δε διαβάζεις εφημερίδες; Ήταν η αιτία να σταματήσει να μιλάει ο Δημήτρης”.
Πίσω στο τμήμα, είχαμε κάτσει στο γραφείο του Κανόμπη ως αργά προσπαθώντας να συνθέσουμε το πάζλ των πληροφοριών που κατείχαμε. Τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η συνάδελφος από το αρχείο. Ο Κανόμπης μίλησε για λίγο μαζί της και ύστερα μου είπε: “Πριν τρία περίπου χρόνια, ένοπλος ληστής είχε μπει στο σπίτι και σκότωσε την αδερφή της Τούλας. Δεν ήταν η οικιακή βοηθός, απλά έμενε με την οικογένεια εκείνο το διάστημα. Η υπόθεση έκλεισε καθώς όλοι κατέληξαν πως επρόκειτο για κανένα πρεζόνι που είχε σαν στόχο το σπίτι του πλούσιου Ανδρεαδάκη”.
- “Ναι. Ή ήταν η Μαρία που ήθελε απεγνωσμένα να βρει δουλειά κοντά στον Αντώνη. Να κοιμάται μαζί του και να πληρώνεται. Η αδερφή της Τούλας προφανώς ήταν τότε εμπόδιο και μάλλον που και τώρα ήταν κάποιο εμπόδιο σε κάτι που θα το μάθουμε όταν την συλλάβουμε. Λοιπόν. Εσύ πας να τη συλλάβεις, εγώ θα πάρω τον Ανδρεαδάκη να τον ρωτήσω γιατί μας το έκρυψε”.
Ο Κανόμπης πήγε αργά το βράδυ και συνέλαβε την Μαρία και ο Θαλασσινός πήρε τηλέφωνο τον Ανδρεαδάκη. Ήθελε να τον φοβίσει αρχικά και κατόπιν να τον ενημερώσει πως ίσως βρισκόντουσαν στο τέλος του μυστηρίου. Βρισκόντουσαν όμως;
Η Μαρία βρισκόταν στα κρατητήρια και εκτός των άλλων, οι δύο αστυνομικοί ήθελαν να μελετήσουν τις αντιδράσεις του Αντώνη Ανδρεαδάκη και του αδερφού του, έτσι αποφάσισαν να τους παρακολουθήσουν. Δυστυχώς γι’ αυτούς δεν παρατήρησαν κάτι ιδιαίτερο.
Όχι τουλάχιστον κάτι από αυτά που περίμεναν. Μια μέρα όμως, ενώ είχαν σταθμεύσει παράμερα του σπιτιού, είδαν το παιδί να βγαίνει έξω για να πετάξει τα σκουπίδια στους κάδους έξω από το σπίτι. Το παιδί ήταν πολύ φοβισμένο και κοιτούσε συνεχώς γύρω του. Σε μια τέτοια στιγμή η άκρη του ματιού του έφτασε ως το αυτοκίνητό μας και το παιδί παράτησε τα σκουπίδια χάμω και έτρεξε για το σπίτι. Τότε θυμήθηκα που το παιδί μας είχε ξαναμιλήσει για ένα διερχόμενο αυτοκίνητο.
Την επόμενη ημέρα επισκεφθήκαμε τον Δημητράκη με μία κοπέλα που ήταν ειδικευόμενη στην γλώσσα των κωφών. Εμείς μιλούσαμε και εκείνη μετέφραζε με τις κινήσεις των χεριών της.
- “Ξέρω πως σου είναι πολύ δύσκολο, όμως είναι πολύ σημαντικό να θυμηθείς που ακριβώς στεκόσουν την ώρα εκείνη”. Το παιδί συνεργάστηκε άψογα κι έτσι η κοπέλα μετέφραζε:
- “Στεκόμουν πίσω από την εξώπορτα και κοιτούσα προς την τηλεόραση. Η μαμά πήγε τα σκουπίδια και τότε άκουσα τον πυροβολισμό. Γύρισα να κοιτάξω και είδα το άσπρο αυτοκίνητο να φεύγει μακριά”. Τότε σκέφτηκα πως ίσως ο/η δολοφόνος περίμενε κάποιο διερχόμενο αυτοκίνητο για να σκεπάσει τον θόρυβο του πυροβολισμού κι έτσι έκανα την κρίσιμη ερώτηση:
- “το αυτοκίνητο τι χρώμα φώτα είχε Δημήτρη”;
- “με σιγουριά μου λέει πως το αμάξι δεν είχε φώτα. Σκοτάδι μου λέει. Όχι φώτα. Ούτε κόκκινα, ούτε άσπρα”. Αυτό ανέτρεπε το σκηνικό. Ήταν η Μαρία που κάπως είχε βρει τρόπο να έχει πρόσβαση σε άσπρο αυτοκίνητο;
Δεν υπήρχε τώρα αμφιβολία πως το αυτοκίνητο δεν ήταν διερχόμενο. Ο/η οδηγός του είχε σκοτώσει την Τούλα. Κι αν στο αυτοκίνητο ήταν δύο; Ο Αντώνης κοιμάται με την Μαρία και για κάποιο λόγο οι δυο τους ήθελαν να βγάλουν απ’ τη μέση την Τούλα. Ο ένας οδηγούσε και ο άλλος κατέβηκε και πυροβόλησε. Πως όμως θα μπορούσαμε να αποδείξουμε τον ισχυρισμό μας;
O Κανόμπης είναι πεπεισμένος πως η Μαρία έχει σκοτώσει και την Τούλα και την αδερφή της πριν τρία χρόνια. Αυτό που δεν ξέρει σίγουρα είναι αν την σκότωσε μόνη ή με τη βοήθεια του Αντώνη. Μένει να βρει έναν τρόπο να έχει στην κατοχή της ένα άσπρο αυτοκίνητο. Έφυγε για να ψάξει τον κύκλο της κι εγώ σκέφτηκα να κάνω ένα ταξιδάκι μέχρι τα Χανιά. Ήθελα να βεβαιωθώ πως ο Ανδρεαδάκης είχε πάει στο συνέδριο με το δικό του σκούρο μπλε αυτοκίνητο και όχι κάποιο… ας πούμε, άσπρο.
Στα Χανιά βρήκα τον υπάλληλο του ξενοδοχείου που ήταν στην βάρδια που γινόταν η δεξίωση. Από αυτόν έμαθα πως η δεξίωση ολοκληρώθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες και πως ο Ανδρεαδάκης δεν είχε φύγει καθόλου μέχρι την ώρα που ειδοποιήθηκε από τον αδερφό του. Τότε έκανα μερικές σκέψεις. Ειδοποίησα τον Κανόμπη να βρει τον Αντώνη. Ήθελα να τον ρωτήσει αν όταν πήρε τον αδερφό του άκουγε στο τηλέφωνο μουσική στο βάθος. Στο μεταξύ δεν θεώρησα πως αν ο Ανδρεαδάκης ήθελε να φύγει από το ξενοδοχείο για να διαπράξει φόνο θα έδινε το κλειδί του δωματίου στο ξενοδοχείο. Από την άλλη δεν θα είχε πρόσβαση στο αυτοκίνητο του. Έτσι, πήγα στον σύνδεσμο αυτοκινητιστών Χανίων για να ρωτήσω αν κάποιος οδηγός είχε κάνει κούρσα εκείνο το βράδυ στο Ηράκλειο. Η απάντηση ήταν αρνητική.
Τότε σκέφτηκα τα λόγια του μικρού Δημήτρη. Το αυτοκίνητο που περνούσε ήταν άσπρο! Έτρεξα σε εταιρείες με ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα. Δε χρειάστηκε να ψάξω πολύ. Μόλις στην δεύτερη εταιρεία που πήγα, βρήκαν μια εγγραφή ενός ενοικιαζόμενου αυτοκινήτου στο όνομα Ανδρεαδάκης. “Κανόμπη, μάντεψε. Ήταν άσπρο”! είπα στο τηλέφωνο με ενθουσιασμό στον συνάδελφό μου. Ο Ανδρεαδάκης έφυγε κρυφά από την δεξίωση χωρίς να ενημερώσει τη ρεσεψιόν, μπήκε στο αυτοκίνητο που είχε νοικιάσει νωρίτερα στη μέρα, έφτασε στο Ηράκλειο και σκότωσε τη γυναίκα του ακριβώς την ώρα που ήξερε ότι πετάει έξω τα σκουπίδια εφόσον ήδη ξέρουμε πως κοιμόταν πάντα αργά. Ύστερα γύρισε γρήγορα πίσω. Στη διαδρομή τον πήρε τηλέφωνο ο αδερφός του και άκουγε τη μουσική από το στερεοφωνικό του αυτοκινήτου κι όχι απ’ τη δεξίωση. Στάθμευσε, επέστρεψε το αυτοκίνητο και πήγε στο ξενοδοχείο για να δηλώσει πως φεύγει εσπευσμένα και παίρνοντας το δικό του αυτοκίνητο αυτή τη φορά.
Γύρισα στο Ηράκλειο εξηγώντας την όλη ιστορία στον Κανόμπη, με τη διαφορά πως εκείνος είχε να προσθέσει κάτι ακόμα. Η Μαρία παραδέχτηκε πως διατηρούσε σχέσεις με τον Αντώνη και είπε πως εκείνο το βράδυ παρά το ότι σχεδόν κάθε βράδυ κοιμόντουσαν μαζί, της είχε πει πως θέλει να κοιμηθεί ο καθένας στο δωμάτιο του. Πριν οτιδήποτε πήρα τηλέφωνο για να μάθω σε ποιον ανήκαν οι τίτλοι ιδιοκτησίας του σπιτιού. Η απάντηση ήταν καθοριστική. Τα ακίνητα του σπιτιού και του ξενοδοχείου του Ανδρεαδάκη ανήκαν στον πατέρα της Τούλας και της αδερφής της. Αυτό ήταν! Φύγαμε αμέσως για το σπίτι όπου βρήκαμε τα δύο αδέρφια στο καθιστικό. “Κύριε Αντώνη Ανδρεαδάκη, συλλαμβάνεσαι για την δολοφονία της Αλεξανδρινής και της Μελετίας Θεοδωσάκη. Την πρώτη φορά την γλίτωσες εύκολα, τώρα όμως νοίκιασες αυτοκίνητο στα Χανιά στο όνομα του αδερφού σου παίρνοντας την ταυτότητά του και σκότωσες τη γυναίκα του αδερφού σου, όπως έκανες πριν τρία χρόνια με την αδερφή της. Το σπίτι και το ξενοδοχείο ήταν στο όνομα των δύο και βγάζοντάς τις από τη μέση θα περνούσαν στο όνομα του αδερφού σου ο οποίος θα φρόντιζε να είσαι συνδικαιούχος, όπως σε φρόντιζε πάντα, μαζεύοντάς σε πριν πολλά χρόνια από το δρόμο και βάζοντάς σε σπίτι του”. Ο Μανώλης Ανδρεαδάκης, πατέρας του Δημήτρη κοιτούσε συγκλονισμένος τον αδερφό του, ενώ εκείνος έσκυβε το κεφάλι του μπροστά σε όλους.
Πολλά χρόνια μετά έμαθα από την κοινωνική λειτουργό πως ο Αντώνης καταδικάστηκε σε δις ισόβια, ενώ ο μικρός Δημήτρης συζούσε με την Μαρία, έχοντας μαζί τους έναν πανευτυχή Δημήτρη που μετά από καιρό μίλησε ξανά χάρη στην αγάπη της Μαρίας. Όσο για μένα και τον Κανόμπη; Είχαμε πολλά ακόμα να δούμε στους δρόμους του Μεγάλου Κάστρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το