Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

κυματίζοντας σκέψεις - προσκύνημα (μέρος β)


προσκύνημα (μέρος β)

Συνεχίζω σήμερα την ιστορία της μοναδικής εμπειρίας δύο προσκυνητών στο Άγιο Όρος. Αν θέλετε να διαβάσετε το πρώτο μέρος μπορείτε να το βρείτε εδώ.

Το πρωί απόλαυσαν την γλυκιά λειτουργία του όρθρου μέσα σε στη πανέμορφη βυζαντινή εκκλησία του καθολικού και μάζεψαν τα πράγματά τους για τον επόμενο σταθμό τους που ήταν η Μονή Διονυσίου. Αποφάσισαν να πάρουν το καραβάκι κι έτσι κατέβηκαν στο λιμανάκι της μονής και περίμεναν μαζί με άλλους προσκυνητές και μοναχούς. Ο καιρός είχε αλλάξει και τα σύννεφα βαριά κάλυπταν τις κορυφές των βουνών και κρεμόντουσαν απειλητικά. Ο αέρας είχε αρχίσει να φυσάει αλλά το κέφι και οι όρεξη των προσκυνητών ήταν ακμαία καθώς ανυπομονούσαν να συνεχίσουν την περιπέτειά τους. Ο Θεός όμως είχε άλλα σχέδια γι αυτούς. Επιβιβάστηκαν στο καραβάκι και οι άνεμοι άρχισαν να φυσούν μανιασμένοι σηκώνοντας αγριεμένα κύματα που έσπαζαν στα απόμερα βράχια με τεράστιες άσπρες εκρήξεις. Το καράβι προσπάθησε να κάνει τις επόμενες στάσεις του μα δε μπόρεσε να σταματήσει στον επόμενο σταθμό τους και αναγκάστηκαν να γυρίσουν στην Ουρανούπολη μετά από ένα κουραστικό και τρομακτικό ταξίδι πέντε ωρών. Εκτός από τητ ναυτία που χτύπησε άσχημα όλους τους επιβάτες ο φόβος ότι θα χάσουν τις προγραμματισμένες μέρες διαμονής τους ήταν αυτό που τους στεναχώρησε περισσότερο. Στην Ουρανούπολη πέρασαν ένα ήρεμο βραδάκι αναπολώντας τις εμπειρίες που τους είχαν αγγίξει και κοιμήθηκαν ήσυχα σε ένα απλό ξενοδοχείο.

Η επόμενη μέρα ξημέρωσε ηλιόλουστη και παραδεισένια και κανένα σημάδι της χθεσινής Θεϊκής οργής δεν υπήρχε ορατό. Επιβιβάστηκαν και πάλι στο καραβάκι με προορισμό τις Δάφνες, το κεντρικό λιμάνι του Αγίου Όρους. Το ταξίδι ήταν μια σκέτη απόλαυση με τον καταγάλανο ουρανό και τους γλάρους να πετάνε ανέμελα μέσα στον ανοιξιάτικο αέρα. Οι μονές και οι σκήτες ξεδιπλώθηκαν μπροστά τους με όλο τους το μεγαλείο ακόμα πιο όμορφες κι επιβλητικές απ’ ότι της είχαν δει στο πρώτο τους ταξίδι. Το λεωφορείο στις Δάφνες παραφορτώθηκε με επιβάτες και αποσκευές και κουτσαίνοντας άρχισε το ανηφόρισμα στον χωματόδρομο προς τις Καρυές, την πρωτεύουσα του Όρους. Η διαδρομή ήταν ευχάριστη μέσα από ατελείωτες σειρές δέντρων με πεύκα, κυπαρίσσια και έλατα και απότομους γκρεμούς που κρέμονταν επικίνδυνα σε κάθε στροφή. Στην κεντρική πλατεία των Καρυών λεοφωρεία και μικρά πούλμαν ξεφόρτωσαν εμπορεύματα και προσκυνητές και το βούισμα της πολυκοσμίας έμοιαζε με ανατολίτικο παζάρι του μεσαίωνα. Οι δυο προσκυνητές ρωτώντας βρήκαν το δρόμο για το κελί ενός μοναχού που θέλανε να επισκεφτούν. Χτυπώντας την πόρτα του μια φωνή ακούστηκε να ρωτάει το “σύνθημα”... “Κύριε Ιησού Χριστέ Ελέησον με” απάντησαν οι προσκυνητές και η πόρτα άνοιξε με έναν παχουλό ροδομάγουλο γέροντα να τους καλωσορίζει εγκάρδια. Στο Άγιο Όρος ποτέ δε νιώθεις ξένος, ακόμα και ανθρώποι που ποτέ στη ζωή σου δεν συνάντησες είναι σα να σε ξέρουν χρόνια ή μόλις σε είχαν δει χθες. Μετά από λίγη συζήτηση με τον γέροντα πήραν οδηγίες πως να επισκεφτούν το κελί του μακάριου μοναχού Παΐσιου ο οποίος θεωρείται από πολλούς ως ο επόμενος Άγιος της εκκλησίας μας.

Ξεκίνησαν και πάλι την πεζοπορία τους, όμως αυτή τη φορά αντί για απόμερα μονοπάτια και γκρεμούς, πέρασαν μέσα από πανέμορφα περιβόλια, κήπους και υπερβολικά υπέροχη φύση με κωνοφόρα δέντρα και μικρά ρυάκια με κρυστάλλινα νερά κάτω από μικρές γεφυρούλες. Στο Όρος είναι αδύνατο για κάποιον να μην γίνει ένα με τη φύση. Όπου πατήσεις κι όπου βρεθείς η φύση σ’ αγκαλιάζει, σε πλαισιώνει, τα φύλλα σε χαϊδεύουν και τα πουλιά κελαηδάνε μια ξεχωριστή μελωδία, γλυκιά σαν ψαλμωδία. Η παράγκα του γέροντα Παΐσιου ήταν λυτή μα ξεχώριζε μέσα σε ένα ειδυλλιακό τοπίο. Οι δυο φίλοι προσκύνησαν με ευλάβεια το μικρό ναΐσκο της και μετά κάθισαν μαζί με άλλους στην μικρή αυλή όπου 7-8 κούτσουρα οργανωμένα σε ένα κύκλο αποτελούσαν τα έπιπλα της “βεράντας”. Ο καφές που προσφέρθηκε από το γέροντα που φροντίζει την καλύβα ήταν μυρωδάτος και το νερό δροσερό κι ευχάριστο, αλλά ακόμα πιο πολύ ενδιαφέρον είχαν οι ιστορίες που διηγήθηκε από τη ζωή του Παΐσιου, τροφή πραγματική για την ψυχή. Λίγες φορές νιώθεις μια απόλυτη ικανοποίηση με τον εαυτό σου και λίγες φορές είναι εκείνες που μια απόλυτη γαλήνη σε κυριεύει και σαν από θαύματος οι σκοτούρες και ανησυχίες της ζωής εξαφανίζονται και πετάνε μακριά. Οι δυο προσκυνητές δεν ήξεραν που θα περνούσαν τη νύχτα εκείνη μα δεν τους πείραζε καθόλου γιατί οι καρδιές τους ήταν γεμάτες ενθουσιασμό και μια παράξενη ηρεμία. Ακόμα και το χώμα που πατούσαν το ένιωθαν καταφύγιο, φιλόξενο και γνωστό. Κι έτσι ξεκίνησαν πάλι για την άλλη άκρη των Καρυών προς τη Μονή του Αγίου Ανδρέα όπου άκουσαν πως υπήρχε χώρος για να τους φιλοξενήσουν.

Περπάτησαν συζητώντας τις εμπειρίες τους μέσα από καλντερίμια και φράχτες ξύλινους καλοδιατηρημένους. Πέρασαν τα πλακόστρωτα προαύλια εκκλησιών με ατέλειωτες αγιογραφίες στους τοίχους και ανάγλυπτα μάρμαρα και ψηφιδωτά. Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει και το όρος Άθως πίσω τους είχε πάρει ένα σκούρο μπλε χρώμα κι φαινόταν ακόμα πιο δραματικό καθώς βυθιζόταν στο επερχόμενο σκότος. Περνώντας την κεντρική πύλη της μονής κάτω από την ανοιχτή αγκάλη της Παναγίας, έμειναν έκθαμβοι μπροστά στα κτίσματα που που αντίκρισαν! Ο τεράστιος ναός του Αγίου Ανδρέα ήταν πελώριος κι επιβλητικός ακόμα και ανάμεσα από τις σκαλωσιές που τον πλαισίωναν λόγω ανακαίνισης. Αγάλματα μέσα σε κήπους και γκριζοπράσινες πλάκες πάνω σε τάφους ηγουμένων. Δέντρα και κυπαρίσσια και γύρω τα κελιά σα στρατώνες με κόκκινα κεραμίδια, ξύλινα παράθυρα και σκουροκάστανα μπαλκόνια. Απέναντι από την εκκλησία ένας παμπάλαιος Βυζαντινός ναός πετρόκτιστος και χρονομαστιγωμένος με μικρά παράθυρα και πολύχρωμες πέτρες να ξετρυπώνουν από το φαγωμένο σοβά των τοίχων του. Ο αρχοντάρης της μονής τους είπε ότι μόλις και πρόλαβαν να φτάσουν μια και όλα τα μοναστήρια κλείνουν τις τεράστιες ξύλινες πόρτες τους με τη δύση του ήλιου και δεν ανοίγουν ξανά μέχρι την ανατολή. Φιλοξενήθηκαν σε ένα μικρό δωμάτιο με δυο κρεβάτια και έπεσαν να κοιμηθούν αμέσως γιατί “...ο νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυχτός”...

Στις 3 το πρωί τα σήμαντρα άρχισαν να χτυπάνε κι οι προσκυνητές μας με βαριά ακόμα τα βλέφαρα σηκώθηκαν για την πρωινή λειτουργία. Περπατώντας από τον ξενώνα προς τα σκαλιά της εκκλησίας, ο ψυχρός αέρας του πρωινού τους εμψύχωσε και μια χρυσή πανσέληνος τους έκλεισε το μάτι ανάμεσα από τα κτίρια. Όλες οι εκκλησίες στο Άγιο Όρος δεν έχουν ηλεκτρισμό και ο μόνος φωτισμός παρέχεται από τη λάμψη των κεριών. Στο αμυδρό φως περπάτησαν στο μέσω του ναού και καθώς τα μάτια τους άρχισαν να συνηθίζουν, τα στόματά τους έμειναν ανοιχτά από το χαώδες μέγεθος του εσωτερικού. Τεράστιες μαρμάρινες κολώνες χανόντουσαν στο σκοτάδι της οροφής. Εικόνες απίστευτου μεγέθους και ομορφιάς καθήλωναν κι επέβαλαν την ταπείνωση. Η ψαλμωδία των μοναχών ήταν απίστευτα μαγευτική και οι φωνές υψωνόντουσαν μέσα από αργυρές γενειάδες και ρυτιδιασμένα πρόσωπα σα να μην άρμοζαν να βγαίνουν από αυτά τα γηρασμένα κορμιά. Το τέμπλο του Ιερού έλαμπε ολόχρυσο στη λάμψη των κεριών και τα βλέμματα των Αγίων ήταν ζωντανά και τα στόματά τους έμοιαζαν πως έψαλλαν κι αυτά μαζί με τους μοναχούς. Η ευωδία του λιβανιού αναμιγνυόταν με το άρωμα των λουλουδιών γύρω από την εικόνα του νυμφίου Χριστού. Τα κεριά από τους τεράστιους πολυέλεους δεν ήταν αναμμένα καθώς κρεμόντουσαν μέσα στο απέραντο της εκκλησίας. Κι αφού οι δυο φίλοι απορρόφησαν την ομορφιά που απλωνόταν γύρω τους, έκλεισαν τα μάτια κι άφησαν την αθάνατη βυζαντινή ψαλμωδία να τους ανεβάσει μέσα στον παράδεισο των ονείρων τους. “Τον νυμφώνα Σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον και ένδυμα ουκ έχω, ίνα εισέλθω εν αυτώ λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής, φωτοδότα και σώσον με.”(_)

Συνεχίζεται...

μετάβαση στον προβληματισμό της ημέρας
μετάβαση στον προβληματισμό της ημέρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προβληματίστηκες; σχολίασε το