Όταν βαρύς χειμώνας είχε πέσει στην πόλη, θυμάμαι πως είχαν έρθει πολλοί άνθρωποι που άρχισαν να φτιάχνουν το σπίτι. Το έβαψαν, άλλαξαν τις πόρτες και τα παράθυρα και έφτιαξαν μια πολύ ωραία βεράντα στον πάνω όροφο. Θα μου άρεσε πολύ να περνάω τα πρωινά μου εκεί.
Λίγο μετά η Τάνια με τον αδερφό της και τους γονείς τους είχαν φτάσει στο σπίτι. Η Τάνια δεν είχε πολύ ωραίες κούκλες, όμως θυμάμαι πως έμπαινε κρυφά στο δωμάτιο του αδερφού της και άκουγε τους τεράστιους δίσκους βινυλίου που είχε στο πάνω ράφι. Η Τάνια τρελαινόταν για μουσική, το ίδιο κι εγώ κι έτσι δεν έχανα ευκαιρία. Την ακολουθούσα καθώς έμπαινε μέσα και μαζί χορεύαμε όποιο τραγούδι επέλεγε. Πολλές φορές, ο αδερφός της έφτανε στο σπίτι χωρίς να τον καταλάβουμε και έβρισκε την Τάνια να χορεύει έχοντας σκορπίσει τους δίσκους που είχε χρησιμοποιήσει νωρίτερα. Ήταν οι στιγμές που εξαγριωνόταν. Στην αρχή παραπονιόταν στους γονείς του, όμως εκείνοι τον συμβούλευαν να της δίνει τους δίσκους του, αρκεί να της μάθει πως να τους χειρίζεται σωστά. Αυτή η λύση όμως δεν τον ικανοποιούσε κι έτσι σε μια τέτοια μέρα, ο Σίμος έδειρε άγρια την Τάνια η οποία έμεινε για ώρα μόνη της κλαίγοντας. Αισθάνθηκα πολύ άσχημα που υπέφερε έτσι. Προσπάθησα να την πείσω να έρθει μαζί μου στην βεράντα και πραγματικά μείναμε εκεί ως το σούρουπο οπότε απολαύσαμε το απογευματινό αεράκι.
Την επόμενη ημέρα η Τάνια φοβόταν να βάλει μπροστά τη μουσική, όμως εγώ δε θα το άφηνα να περάσει έτσι απλά. Έπεισα την Τάνια να μεταφέρει το μηχάνημα στη βεράντα. Από την αρχή λάτρεψα τη βεράντα αυτή! Ύστερα, έβαλε έναν δίσκο και οι δυο μας αρχίσαμε να χορεύουμε πάνω στη βεράντα. Η μουσική ακουγόταν από μακριά και δεν άργησε να φτάσει και στ’ αυτιά του Σίμου ο οποίος επέστρεφε από το σχολείο και άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά του σπιτιού εξαγριωμένος. Φτάνοντας στην βεράντα δεν πίστευε στα μάτια του. Η Τάνια είχε το θράσος να μεταφέρει το μηχάνημα στη βεράντα! Θα έτρωγε άγριο ξύλο. Έφτασε με φόρα και άρχισε να τη δέρνει χωρίς αυτή να μπορεί να αντιδράσει. Αν είναι δυνατό! Τότε έβαλα το πόδι μου ανάμεσα στα δικά του και όλο του το σώμα έπεσε με δύναμη στα κάγκελα της βεράντας τα οποία υποχώρησαν. Ο Σίμος έπεσε και καρφώθηκε πάνω σε ένα μυτερό ξύλινο κοντάρι που ήταν στερεωμένο μυστηριωδώς στο έδαφος και αίμα περιτριγύριζε το κεφάλι του.
Όταν οι γονείς τους γύρισαν απ’ τη δουλειά αντίκρισαν το μακάβριο θέμα και αφού φώναξαν την αστυνομία έτρεξαν να με ρωτήσουν τι συνέβη:
- “Ήταν ατύχημα. Εμείς θέλαμε απλά να χορέψουμε” εξήγησε ξεσπώντας σε λυγμούς η Τάνια.
- “Ήταν ατύχημα. Εμείς θέλαμε απλά να χορέψουμε” εξήγησε ξεσπώντας σε λυγμούς η Τάνια.
- “Εσείς; Ποιοί εσείς Τάνια; Μίλα!” φώναζε τρομοκρατημένη η μητέρα της.
- “Εγώ και η φίλη μου που χορεύουμε στη μουσική” απάντησε με σιγουριά εκείνη, για να προσθέσει ο ιατροδικαστής: “Είναι φανερό πως το παιδί σπρώχτηκε προς τα κάγκελα. Προφανώς ο αδερφός της, της επιτέθηκε ξυλοκοπώντας την κι εκείνη απλά αντέδρασε”.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ την αλήθεια. Οι γονείς της Τάνιας ξόδεψαν μεγάλα ποσά σε δικηγόρους προσπαθώντας να την αθωώσουν αποδεικνύοντας πως βρισκόταν σε αυτοάμυνα. Δε θα μπορούσαν άλλωστε να χάσουν και τα δυο τους παιδιά σε μια μέρα. Η οικονομική τους κατάσταση άλλαξε όμως και αναγκάστηκαν να φύγουν απ’ το σπίτι. Δεν ξαναείδα την Τάνια έκτοτε. Σύντομα όμως θα έβρισκα νέα παρέα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το