Πέρασε καιρός από τότε. Το σπίτι δεν ήταν παρά ένας σωρός από ξύλα, απομεινάρια μιας κάποτε εποχής, μιας άλλης ζωής. Ένα τέτοιο ανοιξιάτικο πρωινό, ένα συνεργείο ανθρώπων εξοπλισμένο από πολύπλοκα μηχανήματα από το μέλλον, έφτασε και αφού μάζεψε ότι είχε απομείνει εκεί, ξεκίνησε την ανοικοδόμηση μιας νέας σύγχρονης μονοκατοικίας.
Σύντομα μια νέα κοπέλα μετακόμισε εκεί. Δεν είχε ούτε παιδιά, ούτε σύζυγο. Δεν έβαλε πολλά έπιπλα, δεν έβαλε ηλεκτρικές συσκευές, δεν είχε καν βιβλία. Αρχή είναι ακόμα, σκέφτηκα και περίμενα να εξοπλίσει περισσότερο το σπίτι της. Ένα βράδυ η κοπέλα άνοιξε ένα μεγάλο μεταλλικό τετράδιο στο οποίο μπορούσε να πληκτρολογεί, να ακούει μουσική και να συνομιλεί με φίλους της. Αυτό μάλιστα! Φαίνεται εξαιρετικό παιχνίδι, σκέφτηκα και εμφανίστηκα κοντά της.
- “Γεια σου. Μ’ αρέσει πολύ αυτό που έχεις εκεί. Θα ήθελα να παίξουμε παρέα”
- “Α, λυπάμαι. Αυτός ο φορητός υπολογιστής είναι δώρο της μαμάς μου στην οποία υποσχέθηκα πως θα χρησιμοποιώ μόνο εγώ” αποκρίθηκε διστακτικά η κοπέλα.
- “Έλα τώρα. Η μαμά σου λείπει και κανείς δεν χρειάζεται ποτέ να το μάθει. Ας παίξουμε μόνο για λίγο”
- “Έχεις δίκιο. Έλα δίπλα μου”. Η κοπέλα άρχισε να δείχνει στην μυστηριώδη φίλη της πως να χειρίζεται το φορητό και εκείνη ανταποκρίθηκε θερμά, περνώντας ώρες εκεί.
Το ίδιο σκηνικό συνεχίστηκε για μέρες. Η δύο φίλες είχαν πλήρως η μία την εμπιστοσύνη της άλλης με φόντο το φορητό που όποτε η κοπέλα ενεργοποιούσε η άγνωστη φίλη της εμφανιζόταν για να το μοιραστούν.
“Μισό λεπτό. Να φέρω λίγο νερό. Συνέχισε εσύ” παρότρυνε η κοπέλα την ιδιόμορφη παρέα της η οποία συνέχισε να παίζει προσηλωμένη.
Η κοπέλα επέστρεψε κρατώντας με τα δυο της χέρια ένα χοντρό κομμάτι ξύλου κομμένου σε κύλινδρο που στην άκρη του ήταν μυτερό μέσα στις φλόγες. “Αυτό δεν ήθελες από την αρχή; Να πεθάνεις; Πρώτα ήταν η Κέλυ που αν και έκαψες το σπίτι της δεν πέτυχες τον στόχο σου, ύστερα η Τάνια στης οποίας την αυλή είχες βάλει ένα ξύλο σαν αυτό όπου τελικά έριξες τον αδερφό της και μετά η Νένα στην οποία δήλωσες καθαρά πως δεν φεύγεις αν δεν τελειώσεις πρώτα. Εδώ και 100 χρόνια θέλεις να σκοτωθείς κι όμως εδώ και τέσσερις γενιές καταφέρνεις να σκοτώσεις εμένα. Αρκετά, θα δώσω εγώ ένα τέλος. Θέλω μόνο να μου πεις ποια είσαι και γιατί έκανες ότι έκανες” φώναζε τρέμοντας η κοπέλα.
- “Δεν φταίω εγώ που εδώ και τέσσερις γενιές το σπίτι δεν μεταπωλήθηκε. Ήσουν εσύ και ξανά εσύ που κατοικούσες σε αυτό. Με λένε Ρεγγίνα και ζούσα εγώ εδώ πριν από εσένα. Πριν πολλά χρόνια οι γονείς μου προσπάθησαν να με κάψουν για να κερδίσουν κάποια χρήματα, το μόνο που κατάφεραν όμως ήταν να κάψουν το σπίτι μας. Έκτοτε προσπαθώ να πεθάνω, για να ξαναγεννηθώ σαν Κέλυ, σαν Τάνια, σαν Νένα, γιατί εσύ, είσαι εγώ κι εγώ είμαι εσύ πριν πολλά χρόνια. Το μόνο που ήθελα είναι να σε σέβεται η οικογένεια σου όπως δεν σεβάστηκε εμένα”. απάντησε λυπημένη η Ρεγγίνα.
- “Σταμάτα να μιλάς. Δεν μπορώ να σε ακούω. Σταμάτα πια” φώναξε νευρικά η Νένα και όρμησε καταπάνω της καρφώνοντας τρεις φορές το καιόμενο ξύλο πάνω στο σώμα της και λέγοντας συγχρόνως “αυτό είναι για την Κέλυ, αυτό για την Τάνια κι αυτό για τη Νένα”.
Η Ρεγγίνα έκλεισε για πρώτη φορά τα μάτια της και αυτή τη φορά θα ήταν και η τελευταία. Η λύτρωση είχε έρθει, το παιχνίδι είχε τελειώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το