Καληνωρίσματα. Η ελληνική επιχειρηματικότητα έχει αναθρέψει γενιές και γενιές πριν φτάσουμε στα φαινόμενα της παγκοσμιοποίησης και έτσι σήμερα μπορούμε να μιλάμε και να αναπολούμε πολλές κατηγορίες και ετικέτες ελληνικών επιχειρήσεων που συνέδεσαν το όνομα τους με το προϊόν που πωλούσαν.
Ας θυμηθούμε το παράδειγμα του Παυλίδη που από το 1861 γλυκαίνει την Ελλάδα, αυτό της chipita που εισήγαγε την έννοια του γρήγορου φαγητού μόλις το 1954 στην Ελλάδα ή τα ζυμαρικά misco που το 1927 έκαναν τους έλληνες “μακαρονάδες” και τον Παπαγάλο που έμαθε το 1926 τους έλληνες να πίνουν καφέ! Τα παραδείγματα παλαιών και ιστορικών εταιρειών είναι πολλά και όλα έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό την οικογενειακή ανάπτυξη. Ο όρος δεν υπάρχει, είναι δικός μου. Αυτό που εννοώ, είναι πως μιλάμε για μαγαζάκια που διατηρούσαν οικογένειες που τα περνούσαν στα παιδιά τους κι αυτά στα δικά τους, τα οποία απλά έτυχε(;) να έχουν απογόνους προνοητικούς και με όρεξη για δουλειά. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία νέων μεγαλύτερων παραγωγικών μονάδων, περισσότερων σημείων διανομής και πώλησης και συνεχούς εξάπλωσης του ονόματος τους που συχνά έφτασε έξω από τα ελληνικά σύνορα. Το μυστικό που αποτέλεσε τροχοπέδη για αυτήν την συνεχώς ανερχόμενη πορεία ήταν η επένδυση. Ουσιαστικά καμία από αυτές τις οικογένειες, κανένας από αυτούς τους επιχειρηματίες δεν θαμπώθηκε από το εφήμερο κέρδος. Αντίθετα, επένδυσαν τα κέρδη τους στην ίδια εταιρεία με σκοπό την περαιτέρω ανάπτυξη. Και δικαιώθηκαν!
Στο πέρασμα των χρόνων όμως, υπήρξε ένα βασικό δίλημμα που προέκυψε από την παγκοσμιοποίηση και την τάση δημιουργίας τεράστιων εμπορικών αλυσίδων που καταβρόχθιζαν τα μικρά συνοικιακά μαγαζιά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Σύντομα όλα αυτά κατέφτασαν και στην ελληνική αγορά και πολλές ήταν οι ελληνικές επιχειρήσεις που δεν άντεξαν τον άνισο ανταγωνισμό με αποτέλεσμα να πουλήσουν τα μερίδια τους σε ξένους επενδυτές είτε με τη μορφή εξαγοράς είτε με τη μορφή συγχώνευσης.
Πως οι εναπομείναντες αμιγώς ελληνικές εταιρείες θα μπορούσαν να αποδειχτούν καλοί παίκτες του ανταγωνισμού; Η μία απάντηση έχει να κάνει με την ποιότητα. Αν μπορεί η τοπική εταιρεία να προσφέρει ένα αντίστοιχα ποιοτικό προϊόν όσο και το ξένο που σαφώς έχει λιγότερο κόστος παραγωγής λόγο μαζικότητας, τότε μπορεί να επιβιώσει διατηρώντας και ενισχύοντας τα στοιχεία εντοπιότητας και ιστορικότητας της. Από την άλλη, καλώς ή κακώς, μια απαραίτητη προϋπόθεση που πρέπει να ικανοποιεί η όποια εταιρεία, είναι η ενσωμάτωση των σύγχρονων τάσεων της αγοράς. Για παράδειγμα θυμάμαι πως ξαφνικά σε προϊόντα και επιχειρήσεις, μέχρι και συνοικιακά καφενεία, γεμίσαμε με επιγραφές που είτε περιείχαν ξενικές λέξεις είτε ήταν ελληνικές γραμμένες με λατινικούς χαρακτήρες! Προσωπικά ποτέ δεν το συμπάθησα αυτό, αλλά ήταν ένας άγραφος κανόνας τον οποίο έπρεπε να ακολουθήσουν οι σύγχρονοι επιχειρηματίες και το έκαναν ίσως σώζοντας της επιχειρήσεις τους έτσι.
Εκεί που αξίζει να καταλήξουμε μιλώντας για ιστορικές ελληνικές επιχειρήσεις, είναι οι σχέσεις πελάτη και επιχειρηματία. Το εισαγόμενο θα είναι πάντοτε ξένο κι αν για κάποιο λόγο χαθεί από την αγορά, κανείς έλληνας καταναλωτής δε θα το αναζητήσει, όμως το ελληνικό καθιερωμένο προϊόν θα πρέπει να κοιτάει στα μάτια τον έλληνα πελάτη του, ενισχύοντας έτσι σχέσεις εμπιστοσύνης και ανάγκης στήριξης της εντοπιότητας.
ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΣΑΣ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ :[
Η τελευταία παράγραφος τα λέει όλα!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήείναι το συγκριτικό πλεονέκτημα των τοπικών επιχειρήσεων που ίσως υστερούν και σε ποιότητα και σε τιμή από κάποιο εισαγόμενο προϊόν.
ΔιαγραφήΤο ίδιο ισχύει και για τοπικές μικρές επιχειρήσεις που και πάλι αξίζουν την εμπιστοσύνη μας εφόσον πληρούν μερικές στοιχειώδεις προϋποθέσεις :[