Μια φορά σε έναν καιρό στο τοπικό αστυνομικό τμήμα της πόλης, μία νεαρή γυναίκα έφτασε προσπαθώντας να μιλήσει εμπιστευτικά με κάποιον αστυνομικό:
- “Γεια σας. Θα ήθελα να αναφέρω μία εξαφάνιση. Πρόκειται για τον άντρα μου” είπε ψύχραιμα δείχνοντας όμως φοβισμένη.
- “Δηλώσεις για εξαφανίσεις, μετά από εικοσιτέσσερις ώρες” απάντησε αδιάφορα μία ένστολη.
- “Ξέρετε… ο άντρας μου αγνοείται περισσότερο από ένα μήνα” δήλωσε πιο έντονα με φοβισμένη φωνή.
Η ένστολη παρέπεμψε τη γυναίκα στο γραφείο του αστυνόμου Περάκη ο οποίος είχε ειδικότητα στις εξαφανίσεις.
- “Γεια σας. Θα ήθελα να αναφέρω μία εξαφάνιση. Πρόκειται για τον άντρα μου” είπε ψύχραιμα δείχνοντας όμως φοβισμένη.
- “Δηλώσεις για εξαφανίσεις, μετά από εικοσιτέσσερις ώρες” απάντησε αδιάφορα μία ένστολη.
- “Ξέρετε… ο άντρας μου αγνοείται περισσότερο από ένα μήνα” δήλωσε πιο έντονα με φοβισμένη φωνή.
Η ένστολη παρέπεμψε τη γυναίκα στο γραφείο του αστυνόμου Περάκη ο οποίος είχε ειδικότητα στις εξαφανίσεις.
Αφού έδειξε σίγουρος για τον εαυτό του, καθησύχασε την τρομοκρατημένη γυναίκα και άρχισε να της ζητά πληροφορίες για τον άντρα της.
- “Ο άντρας μου είναι πολύ κοινωνικός. Ήταν πάντα σε διάφορες εκδηλώσεις, ιδιαίτερα φιλικός με τους πελάτες του, έχουμε πολλές παρέες και γενικά μια ιδιαίτερα προβεβλημένη ζωή. Με φίλους του από την πολιτική μάλιστα συζητούσανε το ενδεχόμενο να είναι υποψήφιος στις επόμενες εκλογές. Υπέροχος σύζυγος, φανταστικός πατέρας και πάντα η ψυχή της παρέας. Δεν είχε ποτέ τάσεις φυγής, δεν έχει εχθρούς, είχε πάντα σιγουριά για τον εαυτό του και πάντα έδινε συμβουλές για σίγουρα βήματα στη ζωή όπως εμείς τα κάναμε. Το τελευταίο διάστημα ήταν προβληματισμένος με τις χαμηλές επιδόσεις στη δουλειά όμως πάντα φρόντιζε να είναι ευχάριστος”.
- “Γιατί αργήσατε τόσο πολύ να δηλώσετε την εξαφάνιση”; συνέχισε να ρωτά σκεπτικός.
- “Όπως σας είπα, ήταν πάντοτε υποστηρικτής στα σίγουρα βήματα. Δεν ήταν στην φιλοσοφία του να κάνει κάτι τέτοιο κι έτσι υποθέταμε πως είχε φύγει με κάποιον σκοπό” απάντησε με τύψεις η δυστυχισμένη γυναίκα.
- “Ο άντρας μου είναι πολύ κοινωνικός. Ήταν πάντα σε διάφορες εκδηλώσεις, ιδιαίτερα φιλικός με τους πελάτες του, έχουμε πολλές παρέες και γενικά μια ιδιαίτερα προβεβλημένη ζωή. Με φίλους του από την πολιτική μάλιστα συζητούσανε το ενδεχόμενο να είναι υποψήφιος στις επόμενες εκλογές. Υπέροχος σύζυγος, φανταστικός πατέρας και πάντα η ψυχή της παρέας. Δεν είχε ποτέ τάσεις φυγής, δεν έχει εχθρούς, είχε πάντα σιγουριά για τον εαυτό του και πάντα έδινε συμβουλές για σίγουρα βήματα στη ζωή όπως εμείς τα κάναμε. Το τελευταίο διάστημα ήταν προβληματισμένος με τις χαμηλές επιδόσεις στη δουλειά όμως πάντα φρόντιζε να είναι ευχάριστος”.
- “Γιατί αργήσατε τόσο πολύ να δηλώσετε την εξαφάνιση”; συνέχισε να ρωτά σκεπτικός.
- “Όπως σας είπα, ήταν πάντοτε υποστηρικτής στα σίγουρα βήματα. Δεν ήταν στην φιλοσοφία του να κάνει κάτι τέτοιο κι έτσι υποθέταμε πως είχε φύγει με κάποιον σκοπό” απάντησε με τύψεις η δυστυχισμένη γυναίκα.
Ο Περάκης έφυγε με τη γυναίκα του αγνοούμενου για να μάθει περισσότερα για την καθημερινότητά του και σύντομα βρισκόταν σπίτι του όπου γνώριζε την κόρη του. Μια πεντάχρονη κορούλα που έδειχνε σε κακή κατάσταση από την απουσία του μπαμπά της. Με τη γυναίκα του, βλέπανε φωτογραφίες, μπήκανε σε κοινωνικά δίκτυα, ενώ εκείνη του εξηγούσε τις συνήθειες του. Ο Στέφανος Χαρίσης είχε μια κανονική ευτυχισμένη ζωή και ο Περάκης που έμεινε ως αργά στο σπίτι του, δεν μπορούσε να βρει ψεγάδια σ’ αυτήν. Έβλεπε μια πολύ όμορφη γυναίκα, μια υπέροχη κόρη και απ’ ότι αντιλαμβανόταν, απόλυτη κοινωνική αποδοχή. Τι ήταν αυτό που τον έκανε να εξαφανιστεί;
Τα πράγματα όμως δεν ήταν έτσι. Ο Στέφανος ζούσε και βρισκόταν πολύ κοντά στην οικογένεια του. Είχε νοικιάσει μια μικρή γκαρσονιέρα σε διπλανή πόλη και συχνά περνούσε μεταμφιεσμένος κοντά στο σπίτι του για να δει τη γυναίκα του και το παιδί του χωρίς όμως ποτέ εκείνοι να τον αντιληφθούν. Στην γκαρσονιέρα υπήρχε ένας πανάκριβος υπολογιστής, μία τηλεόραση, ένα κρεβάτι και αμέτρητα βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες, όλα τακτοποιημένα στο πάτωμα. Όταν δεν παρακολουθούσε κρυφά την οικογένειά του, έγραφε. Έγραφε ασταμάτητα στον υπολογιστή του.
Ο Στέφανος ήταν ένας διάσημος συντάκτης σε πληθώρα εφημερίδων και περιοδικών. Έγραφε για θέματα ποικίλης ύλης και χρησιμοποιούσε πάντοτε ψευδώνυμα. Κανείς δεν ήξερε ποιος είναι ο Σέφανος, αφού με όλους τους εκδότες συνομιλούσε ηλεκτρονικά, όμως όλοι ήταν ικανοποιημένοι μαζί του και ποτέ κανείς δεν έψαξε για κάτι περισσότερο. Στήλες, άρθρα ή και αφιερώματα για θέματα πολιτικής, αθλητισμού, οικονομίας και οτιδήποτε βρισκόταν στην επικαιρότητα, απασχολούσαν την θεματολογία του. Όταν όμως έστελνε καθημερινά την ύλη του, όταν θα είχε χρόνο να κλείσει τον υπολογιστή και να ξεκουραστεί, εκείνος συνέχιζε… Δούλευε πάνω σε κάτι ξεχωριστό. Ένα βιβλίο. Ένα μυθιστόρημα. Κάτι που θα του εξασφάλιζε αρκετά χρήματα για πολύ καιρό.
Η μόνη επαφή του Στέφανου με το παρελθόν του, ήταν η Αριστέα. Φίλη από παλιά, συνέχιζαν να έχουν επικοινωνία αφού του είχε ορκιστεί πως δεν θα αποκάλυπτε το μυστικό του. Ήταν η μόνη γυναίκα που τον ηρεμούσε, που μάθαινε τα σχέδια και τις φιλοδοξίες του, τα πιο απόκρυφα μυστικά του και τώρα η μόνο που τον συνέδεε με το ένδοξο παρελθόν του. Μέσω εκείνης έστελνε χρήματα στην οικογένεια του από κάποιον γνωστό της στο ταχυδρομείο, χωρίς ποτέ κανείς να αντιληφθεί τον αποστολέα.
Την ίδια ώρα ο Περάκης μιλούσε με τους γνωστούς του επιβεβαιώνοντας την κοινωνικότητα του αγνοούμενου, την αυτοπεποίθηση και το κύρος του σαν άτομο. Οι έρευνές του, δεν άργησαν να φτάσουν στην Αριστέα η οποία στην αρχή προσπάθησε να κρατήσει το μυστικό από την αστυνομία όμως τα λόγια του Περάκη τη λύγισαν: “Η Χρύσα είναι φοβισμένη. Νομίζει πως ο άντρας της πέθανε και το παιδί χάνει την ηρεμία του. Εξάλλου αν μαθευτεί πως κάτι συμβαίνει θα αντιμετωπίσεις προβλήματα με τον νόμο. Αυτά στα λέω φιλικά. Εσύ μπορείς να μου πεις τι πρέπει να κάνω αν θέλεις…” είπε κι εκείνη δάκρυσε, ανοίγοντας ένα φάκελο στον υπολογιστή της που περιείχε το αρχείο συνομιλιών τους. “Δε θα ακουστείς πουθενά. Ούτε στην Χρύσα ούτε στον Στέφανο”.
Ο Περάκης έφυγε ικανοποιημένος για να απευθυνθεί σε συναδέλφους του που θα έβρισκαν τα ίχνη του μέσω του υπολογιστή που χρησιμοποιούσε για να συνομιλήσει με την Αριστέα.
- “Όχι, όμως παίρνω τώρα τη γυναίκα σου να την ενημερώσω ότι σε βρήκαμε. Μετά από τόσο καιρό είναι τρομοκρατημένη όπως και η κόρη σου κι εσύ απαθής τους έχεις βυθίσει στην αβεβαιότητα” του απάντησε αφοπλιστικά ο Περάκης.
Ο Στέφανος τελικά γύρισε σπίτι του, στην οικογένεια του. Κανείς δεν έμαθε που ήταν και τι έκανε, καθώς όλοι είχαν όρεξη να ξεχάσουν αυτό που έζησαν. Όλοι;
Πολύ εύκολα οι φίλοι του φρόντισαν να έχει έτοιμη εργασία, ενώ σύντομα προσπαθούσαν όλοι να συνηθίζουν σε μια νέα ζωή που παρά τις προσδοκίες όμως, δεν θα ήταν ποτέ ξανά ίδια. Ο Στέφανος έδειχνε πως αγαπούσε την κόρη του, όμως δεν κατάφερνε να είναι συνεπής. Δεν ήταν επιμελής στην κόρη του, δεν έδειχνε ενδιαφέρον στη γυναίκα του. Κι όμως εκείνη τον στήριζε. Δεν κατάφερε να ανταποκριθεί ούτε καν όταν η γυναίκα του τον περίμενε γυμνή στο κρεβάτι. Είχε φροντίσει για όλα αφήνοντας τον να κάνει ελάχιστα. Κι όμως… εκείνος δεν ανταποκρίθηκε βυθίζοντας την Χρύσα σε σκέψεις.
Ο Στέφανος ήταν ένας ξένος. Δεν δεχόταν να συναντηθεί με τους φίλους του, ήταν αντιπαραγωγικός στη δουλειά, δεν είχε όρεξη να περνά χρόνο με τη γυναίκα του κι εκείνη δεν σταματούσε να τον υπερασπίζεται. Τον δικαιολογούσε στις παρέες, έβρισκε παράξενες ιστορίες για να λέει στην κόρη τους. Κι όταν προσπαθούσε να μιλήσει στον άντρα της, εκείνος πάντα την απωθούσε ευγενικά.
Η Χρύσα είχε ανησυχήσει και νόμιζε πως κάτι άλλο συνέβαινε. Επισκέφθηκε τον αστυνόμο Περάκη για να του διηγηθεί την τροπή που είχε πάρει η επιστροφή του Στέφανου σπίτι. Συναντήθηκαν σε ένα εστιατόριο όπου η Χρύσα του περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια την πραγματικότητα δείχνοντάς του την απόγνωση. Δεν ήλπιζε σε κάτι, ήθελε απλά να μοιραστεί το πρόβλημα με κάποιον που ήξερε την ιστορία όσο κανείς άλλος. Ο Περάκης την αγκάλιασε για να την παρηγορήσει και εκείνη μοιραία τον φίλησε χωρίς εκείνος να της αντισταθεί. Οι δυο τους βρέθηκαν σε σπίτι όπου πέρασαν στιγμές ερωτικού ξεσπάσματος. Η ιστορία του Στέφανου και της Χρύσας είχε τελειώσει ή μήπως όχι;
Η κατάσταση στο σπίτι του Στέφανου χειροτέρευε. Ο ίδιος έδειχνε συνεχώς αδιάφορος και η ψυχολογία της γυναίκας και κόρης του είχαν αποσυνθέσει τελείως την οικογένεια.
Σε μία τέτοια ημέρα, ο Στέφανος γύρισε στο σπίτι αφού παράτησε τη δουλειά του και έκατσε στον υπολογιστή του γραφείου του. Άρχισε να γράφει. Έγραφε ακατάπαυστα. Σαν μανιακός. Σαν εθισμένος. Και τον ήχο των συνεχόμενων πλήκτρων, διέκοψε ο ερχομός της Χρύσας.
- “Πρέπει να μιλήσουμε. Ξέρεις, σε στηρίζω πάντα και είμαι εδώ για σένα. Σε δικαιολόγησα στους φίλους μας και στην κόρη μας, προσπάθησα να κάνω τα πάντα για να είσαι ευχαριστημένος και να επιστρέψεις στην παλιά υπέροχη ζωή μας, όμως είναι φανερό πως εσύ δεν θέλεις να προσπαθήσεις κι εγώ δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι. Μια ζωή στηριζόμουν πάνω σου και τώρα νοιώθω χαμένη” άρχισε να φωνάζει αγανακτισμένη.
- “Μη νομίζεις πως δεν το ξέρω, πως δεν το βλέπω, πως δεν ξέρω ακριβώς τι συμβαίνει στη ζωή μας. Αν ήμουν εσύ, δεν θα είχα αντέξει ούτε όσο εσύ. Και έχεις δίκιο… δε θέλω να προσπαθήσω. Όχι επειδή δεν θέλω, απλά δεν μπορώ. Θα σου ζητήσω μία τελευταία χάρη λοιπόν. Θέλω να με ανεχτείς λίγο ακόμα. Λίγο. Σύντομα θα βρω μία λύση ως τότε όμως πρέπει να με αφήσεις ως έχω. Σου υπόσχομαι πως σύντομα δε θα είμαι εδώ να δυσκολεύω περισσότερο τη ζωή σας” απάντησε ήρεμα εκείνος.
- “Τι εννοείς; Τι θα κάνεις”; ρώτησε τρομαγμένη.
- “Μην ανησυχείς. Θα κάνω το καλύτερο για σένα και την κόρη μας. Θα σε αποδεσμεύσω. Άφησε με τώρα. Άφησε με για ένα χρονικό διάστημα. Ζήσε χωρίς εμένα” απάντησε λίγο εκνευρισμένος.
- “Πρέπει να μιλήσουμε. Ξέρεις, σε στηρίζω πάντα και είμαι εδώ για σένα. Σε δικαιολόγησα στους φίλους μας και στην κόρη μας, προσπάθησα να κάνω τα πάντα για να είσαι ευχαριστημένος και να επιστρέψεις στην παλιά υπέροχη ζωή μας, όμως είναι φανερό πως εσύ δεν θέλεις να προσπαθήσεις κι εγώ δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι. Μια ζωή στηριζόμουν πάνω σου και τώρα νοιώθω χαμένη” άρχισε να φωνάζει αγανακτισμένη.
- “Μη νομίζεις πως δεν το ξέρω, πως δεν το βλέπω, πως δεν ξέρω ακριβώς τι συμβαίνει στη ζωή μας. Αν ήμουν εσύ, δεν θα είχα αντέξει ούτε όσο εσύ. Και έχεις δίκιο… δε θέλω να προσπαθήσω. Όχι επειδή δεν θέλω, απλά δεν μπορώ. Θα σου ζητήσω μία τελευταία χάρη λοιπόν. Θέλω να με ανεχτείς λίγο ακόμα. Λίγο. Σύντομα θα βρω μία λύση ως τότε όμως πρέπει να με αφήσεις ως έχω. Σου υπόσχομαι πως σύντομα δε θα είμαι εδώ να δυσκολεύω περισσότερο τη ζωή σας” απάντησε ήρεμα εκείνος.
- “Τι εννοείς; Τι θα κάνεις”; ρώτησε τρομαγμένη.
- “Μην ανησυχείς. Θα κάνω το καλύτερο για σένα και την κόρη μας. Θα σε αποδεσμεύσω. Άφησε με τώρα. Άφησε με για ένα χρονικό διάστημα. Ζήσε χωρίς εμένα” απάντησε λίγο εκνευρισμένος.
Το επόμενο διάστημα πέρασε όπως το είχε ζητήσει. Υπήρχε στο σπίτι όπου ακατάπαυστα έγραφε, όμως ήταν ξένο σώμα. Η κόρη του είχε αρχίσει να τον φοβάται και η γυναίκα του έκανε ότι της είπε: ζούσε χωρίς αυτόν. Απέκτησε μόνιμο δεσμό με τον Περάκη χωρίς όμως να το γνωστοποιήσει σε κανέναν. Μαζί περνούσαν ατελείωτες βραδιές με ερωτικές συνευρέσεις χωρίς συναίσθημα. Κάθε φορά που γυρνούσε σπίτι της, κάθε φορά που περνούσε από το δωμάτιο του Στέφανου με την ερμητικά κλειστή πόρτα, δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της και εκείνη ένοιωθε πολύ βρώμικη. Ήταν αυτό το τέλος; Όχι.
Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τι έκανε. Τι θα μπορούσε να γράφει τόσα συνεχόμενα μερόνυχτα; Ο Στέφανος συνέχισε να γράφει στα περιοδικά και τις εφημερίδες και έγραψε καλύπτοντας την ύλη τους για περισσότερους από έξι μήνες. Και ύστερα έγραφε το βιβλίο του. Όχι ένα. Έγραψε μια σειρά από βιβλία. Κι ύστερα βγήκε από το δωμάτιο του. Πλησίασε την κόρη του πριν αυτή ξαπλώσει, της ζήτησε συγγνώμη, τη φίλησε σφιχτά στο μέτωπο και έκανε να φύγει όταν είδε την γυναίκα του που μόλις είχε γυρίσει. Την πλησίασε, την κοίταξε βαθιά στα μάτια και την έπιασε απαλά στον ώμο της. Ύστερα έφυγε.
Η νύχτα πέρασε και ο Στέφανος δεν είχε δώσει σημάδια ζωής. Η Χρύσα απευθύνθηκε για μία ακόμη φορά στον Περάκη ο οποίος ξεκίνησε την αναζήτηση από την γκαρσονιέρα που κάποτε τον είχε βρει. Επειδή κανείς δεν απαντούσε, ο Περάκης έσπασε την πόρτα και αντίκρισε το πτώμα του Στέφανου κρεμασμένο.
Η Χρύσα στα νέα, κατέρρευσε. Στην αρχή έκλαιγε ακατάπαυστα, αργότερα όμως ξέσπασε με οργή. Οργή για τον δρόμο που ο Στέφανος είχε διαλέξει πολύ καιρό τώρα και το πως η δακτυλοδεικτούμενη οικογένειά τους κατέληξε σε ένα παράδειγμα προς αποφυγήν. Στην κηδεία το κλίμα ήταν παγωμένο. Αμέτρητο πλήθος βρέθηκε στην κηδεία του Στέφανου, όλοι απορώντας που είχε πάει εκείνος ο νέος που ήταν φίλος με όλο τον κόσμο. Ο καλοσυνάτος και επικοινωνιακός τύπος που είχε λύσει για όλα τα προβλήματα των ξένων, προφανώς όμως όχι στο δικό του.
Λίγο καιρό αργότερα, υπάλληλος μεγάλης εκδοτικής εταιρείας ειδοποίησε την Χρύσα η οποία όταν έφτασε στα γραφεία της εταιρείας ενημερώθηκε πως ήταν δικαιούχος μιας τεράστιας επιταγής για τις πωλήσεις δεκάδων βιβλίων που ο Στέφανος είχε συγγράψει, ενώ είχε συμφωνήσει ποσοστά πωλήσεων με μοναδική δικαιούχο τη γυναίκα του. Παράλληλα ειδοποιήθηκε από άλλες εταιρείες για μηνιάτικα που οφειλόντουσαν στον Στέφανο από προηγούμενα τεύχη. Ο Στέφανος είχε ειδοποιήσει λίγο πριν βάλει τέλος στη ζωή του για τα αληθινά του στοιχεία και ξαφνικά όλος ο κόσμος έμαθε ποιος ήταν στ’ αλήθεια ο άνθρωπος που μέχρι τότε υπέγραφε με ψευδώνυμα χαρίζοντας στους απανταχού αναγνώστες θαυμάσια διηγήματα και κείμενα ποικίλης ύλης. Ο Στέφανος ζούσε μέσα από τα κείμενα του, ζούσε μέσα από τα βιβλία του και ήταν όλα αφιερωμένα στην γυναίκα και την κόρη του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το