* (δοκιμάστε να διαβάσετε τον Μύθο υπό τον ήχο του “Time Is Running Out” των Muse, επιλέγοντας το ακριβώς από κάτω)
Μια φορά σε έναν καιρό τα βήματα μου μέσα στη νύχτα συντρόφευαν διάσπαρτες νυχτερίδες που πετούσαν μέσα και παράλληλα απ’ το πάρκο που διέσχιζα. Φορώντας το μαύρο μου παλτό και το ακριβό μου καπέλο, μόλις που αναγνώριζα το μικρό νέφος που η ανάσα μου σχημάτιζε παλεύοντας να διατηρηθεί ζεστή σε αυτόν τον χιονιά.
Τα διάσπαρτα φώτα του πάρκου δεν είναι αρκετά κι έτσι η βραδινή πορεία μέσα σε αυτό γίνεται άκρως επικίνδυνη μετά την δύση του ηλίου. Τις τελευταίες μέρες πάντως ο ήλιος έχει ξεχάσει να επισκεφτεί την Νουάρο. Εγώ όμως κάθε βράδυ, μετά τη δουλειά συνεχίζω το ίδιο δρομολόγιο αγνοώντας τις προειδοποιήσεις της αστυνομίας της Νουάρο για έναν κατά συρροή δολοφόνο που σκοτώνει άντρες μεταξύ τριάντα και πενήντα ετών. Ανήκω κι εγώ στο εύρος των ηλικιών αυτών, έχω όμως πίστη στις πιθανότητες. Ποιες είναι να είμαι εγώ το επόμενο θύμα;
Ο περιορισμός απέτρεψε πολύ κόσμο από το να έρχεται στο πάρκο κι έτσι η βόλτα γίνεται πολύ απολαυστική. Ο λόγος όμως που αποφάσισα να διηγηθώ την ιστορία αυτή είναι επειδή απόψε, λίγο πιο πέρα ένας τύπος διαπληκτίζεται έντονα με μία γυναίκα. Είναι μετρίου αναστήματος, με μακριά κατάξανθα μαλλιά, μακριά σκουλαρίκια και ψηλοτάκουνες γόβες που γυαλίζουν από την λιγοστή λάμψη των χαμηλών στρογγυλών φωτιστικών. Το γούνινο παλτό της κρύβει το φόρεμα της που φαντασιώνομαι πως είναι μπορντό με σατέν λεπτομέρειες. Η φαντασίωση μου διακόπτεται από τις φωνές της. Ενστικτωδώς πλησιάζω και σπρώχνω τον τύπο με δύναμη στο παγκάκι που βρίσκεται πίσω του. Εκείνος αιφνιδιάζεται και πέφτει με το κεφάλι. Νομίζω πως πρέπει να τον χτύπησα πολύ, όμως η γυναίκα σχεδόν με έχει αγκαλιάσει κι έτσι απλά στρέφω το σώμα μου προς το μονοπάτι συμπαρασέρνοντας την.
(Μερικές στιγμές αργότερα) με έχει οδηγήσει στο διαμέρισμα της. Είναι ένα μικρό δυάρι με ένα πολύ μεγάλο υπνοδωμάτιο. Τα εσώρουχα μας ήταν ήδη στο πάτωμα όταν γυμνοί αρχίσαμε να κάνουμε έρωτα. Τα κορμιά μας είναι ακόμα σκληρά απ’ το κρύο και η γεύση από το στήθος της είναι ακόμα παγωμένη καθώς εναλλάσσεται απ’ την γλώσσα μου στις άκρες των δοντιών μου. Τώρα σηκώνω ελαφρά την λεκάνη της με τα χέρια μου και αντιλαμβάνομαι πόσο ανάλαφρη είναι η αίσθηση καθώς γινόμαστε ένα.
Και πάλι στο πάρκο βρίσκομαι μόνος να περπατάω στην γνωστή μου διαδρομή προσμένοντας μία ευχάριστη έκπληξη και λίγα βήματα πιο μετά, δεν θα αργήσω να συναντήσω την ξανθιά παρουσία που το κορμί και οι αισθήσεις μου λάτρεψαν. Φοράει έντονο κόκκινο κραγιόν τονίζοντας τα σαρκώδη της χείλη τα οποία τώρα σχηματίζουν ένα χαμόγελο με νόημα. Είναι το μήνυμα της για να την συνοδεύσω στο πάρκο. Η διαδρομή μας συνεχίζεται ανάμεσα σε σκοτεινές φιγούρες που μόνο όταν φτάσουν δίπλα ή μπροστά σου μπορείς να ξεχωρίσεις αν πρόκειται για άντρα ή γυναίκα. “Υπάρχουν πολλοί θαρραλέοι σαν εμένα” σκέφτομαι και σφίγγω το μπράτσο της συνοδοιπόρου μου καθώς περπατάμε στο μονοπάτι.
Μαζί απολαύσαμε υπό το φως της μέρας ένα μεγάλο παγωτό καθώς περπατούσαμε κατά μήκος της γέφυρας που βρίσκεται πάνω από την παγωμένη για τον χειμώνα, λίμνη, ακόμα κι αν αυτή προορίζεται κυρίως για τους τουρίστες της πόλης. Φάγαμε σε φτηνό εστιατόριο μοιράζοντας κέρματα στην τσιγγάνα που μοίραζε κόκκινα τριαντάφυλλα και στον ξένο που έδινε μικρά λούτρινα αρκουδάκια. Ο περίπατος διεκόπη από μία άγρια καταιγίδα που μας ανάγκασε να ζητήσουμε καταφύγιο στην παλιά στάση του τρένου που είχε κλείσει όταν άνοιξε η καινούρια λίγα μέτρα πιο πέρα. Κάτω από τον δρόμο σε ένα μεγάλο υπόστεγο που οδηγούσε στα σκαλιά προς τα πάνω ή στην βαθιά θάλασσα, μείναμε να απολαμβάνουμε το πως η βροχή έδερνε την ήρεμη θάλασσα, όταν εκείνη σήκωσε το φόρεμα της και καταλήξαμε να κάνουμε έρωτα αγκαλιασμένοι, βρεγμένοι και όρθιοι ελπίζοντας(;) να μην μας δει κανένας περαστικός.
Στο σκοτεινό μονοπάτι του πάρκου περπατούσα κάνοντας σκέψεις για τον έρωτα και την αγάπη, όταν στο βάθος του ερημικού πάρκου, διέκρινα μία σιλουέτα να χτυπάει πολλές φορές έναν ξαπλωμένο άνθρωπο. Σκέφτηκα “αυτός επέστρεψε” και ήθελε να εκδικηθεί εκείνη και μετά σίγουρα και εμένα. Όσο πλησίαζα διέκρινα πως στο χέρι έπιανε ένα μαχαίρι το οποίο έμπηζε επαναλαμβανόμενα στο σωριασμένο σώμα. Αντί να φύγω, επιτάχυνα. Όταν πια βρισκόμουν ακόμα πιο κοντά παρατήρησα πως ο άνθρωπος με το μαχαίρι φορούσε μαντήλι στο κεφάλι και έξω από αυτό χυνόντουσαν πλούσια μακριά κόκκινα μαλλιά. Ήταν… ήταν γυναίκα! Τότε φοβήθηκα, έστριψα σε έναν παράδρομο του πάρκου και έτρεξα χωρίς να ξέρω που πάω.
Ήμουν μόνος όταν πήγα για ύπνο το βράδυ. Μόλις ξάπλωσα άκουσα έναν θόρυβο από την κουζίνα. Σηκώθηκα φοβισμένος και πλησίασα επιβεβαιώνοντας πως δεν υπήρχε τίποτα μέσα. Γυρνώντας στο δωμάτιο μου, μια κοκκινομάλλα γυναίκα με περίμενε φορώντας μαύρα εσώρουχα από δαντέλα που έδεναν με όμοιες ζαρτιέρες και έχοντας βάλει τα μακριά της πόδια της στο κρεβάτι, πατούσε με τις γόβες της το παχύ πάπλωμα. Ήταν πολύ σοβαρή και ρουφούσε περιστασιακά το μακρύ της τσιγάρο έχοντας προσαρμόσει σε αυτό ένα χρυσαφένιο φίλτρο. Αφού γέμισε το δωμάτιο με πυκνό καπνό, σήκωσε το βλέμμα της κοιτώντας με, με απάθεια και σχηματίζοντας ένα πονηρό χαμόγελο που διήρκησε μόλις μία στιγμή.
Στο πάρκο αποφάσισα να ακολουθήσω το γνωστό δρόμο. Πίστευα πως αυτή τη φορά τίποτα συναρπαστικό δεν θα μου άλλαζε τον δρόμο. Έκανα όμως λάθος. Η ξανθιά παρουσία που τόσο αναζητούσα στις νύχτες και τις μέρες μου, βρισκόταν στην αγκαλιά ενός άντρα. Όχι! Προφανώς δεν θα ήταν εκείνη. Δεν θα μου το έκανε ποτέ αυτό. Πλησίασα για να σιγουρευτώ αν και όσο έβλεπα τα ξανθιά της μαλλιά να χύνονται στην στητή της πλάτη, τόσο επιβεβαίωνα τον φόβο μου. Όταν έφτασα μπροστά τους, έκανα να σπρώξω και πάλι τον άγνωστο όμως εκείνη έβαλε το χέρι της ανάμεσα μας και με απέτρεψε. Με φίλησε στο μάγουλο αφήνοντας ένα μεγάλο κόκκινο σημάδι και αναχώρησε μαζί του. Μα ήμουν σίγουρος πως τον είχα χτυπήσει πολύ καλά. Κάτι μέσα μου, με παρότρυνε να τον προσέξω καλά για το τι έκρυβε κάτω απ’ το καπέλο του, όμως δεν έδωσα περαιτέρω σημασία κι έτσι τους άφησα να φύγουν.
Φεύγοντας απ’ το σπίτι αισθάνομαι χαμένος. Ο ήλιος δεν έχει βγει σήμερα, όμως νομίζω πως με τυφλώνει. Στο πεζοδρόμιο επικρατεί πανικός με τυχαίες κουβέντες απ’ τους περαστικούς να διαπερνούν τα αυτιά μου. Μία λέξη, μία φράση ή ακόμα χειρότερα, ένα επιφώνημα. Αισθάνομαι να ζαλίζομαι, να τα χάνω και αποφασίζω να διασχίσω τον πολυσύχναστο δρόμο απλά και μόνο για να ξεφύγω από τους πεζούς. Από θαύμα δεν πέφτω θύμα κάποιου διερχόμενου αυτοκινήτου και τώρα η κυκλοφορία έχει σταματήσει με δεκάδες οδηγούς να έχουν ανοίξει το τζάμι και να μου φωνάζουν. Εγώ έχω σχεδόν σκύψει και πιάνοντας το κεφάλι μου, αρχίζω και τρέχω μακριά. Αν ήταν τόσο εύκολο τώρα, γιατί δεν μπορώ να την βρω τώρα που την χρειάζομαι τόσο πολύ; Γιατί αποφάσισε να γυρίσει σ’ εκείνον;
(Στο πάρκο) αισθάνομαι μία παρουσία να με προσεγγίζει. Νομίζω πως φοβάμαι καθώς σκέφτομαι πως ίσως ήρθε η ώρα να γίνω μία από τις πιθανότητες που απέφευγα τόσο καιρό, όμως παρά τον φόβο, δεν γυρίζω για να δω ποιος είναι, ούτε κάνω να τρέξω μακριά. “Είναι πολύ αργά για βόλτες στο πάρκο κύριε. Μπορώ να δω μια ταυτότητα”; Ήταν ένας αστυνομικός που είτε δεν του άρεσε το φαγητό που του έφτιαξε η γυναίκα του σήμερα, είτε προσπαθούσε να κρύψει και τον δικό του φόβο μέσα από την αυστηρότητα. Του έδωσα την ταυτότητα μου απλά γνέφοντας τα φρύδια μου στην ερώτηση του. Δεν ένοιωσα περισσότερη ασφάλεια με την παρουσία του, παρά απογοήτευση, γιατί δεν ήταν αυτός που προσμονούσα να συναντήσω.
Προσεγγίζοντας το πάρκο την ημέρα, έκανα να μπω μέσα ακολουθώντας μία ξανθιά κοπέλα που έδειχνε να κοιτάει τα περιστέρια που τσιμπολογούσανε στα παρακείμενα δέντρα. Ήταν όρθια μπροστά από ένα παγκάκι. Τα μαλλιά της ήταν το ίδιο λαμπερά, το ίδιο μακριά. “Αυτή είναι” σκέφτηκα και την πλησίασα αγγίζοντας την από πίσω στον ώμο. Η γυναίκα γύρισε ακαριαία και βλέποντας με ένα αποτυπωμένο χαμόγελο μετατράπηκε σε πανικό. Ουρλιάζοντας με ρωτούσε ποιος είμαι και τι θέλω και πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω πως θα έπρεπε να αντιδράσω, δέχτηκα μια δυνατή σπρωξιά στο στήθος, αρκετή για να χάσω την ισορροπία μου και να πέσω πίσω από το παγκάκι. Καθώς τους έβλεπα να απομακρύνονται, αίμα άρχισε να λούζει το φρύδι μου προερχόμενο απ’ τον κρόταφο μου.
Καθώς συνέχιζα τον διάβα μου μέσα στο σκοτάδι, αντίκρισα από μακριά μία μάζα στο έδαφος. Πλησιάζοντας είδα πως επρόκειτο για έναν άνθρωπο. Ήταν μετά τα τριανταπέντε, ντυμένος σαν εμένα περίπου. Όταν προσπάθησα να τον σηκώσω ένοιωσα να αγγίζω μια λίμνη αίματος που βρισκόταν από κάτω του. Ήταν η μέρα του. Οι πιθανότητες επαληθεύτηκαν σε αυτόν αυτή τη φορά. Έπρεπε να συνεχίσω να περπατάω με προσοχή. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν από τα νυχτοπούλια και μια ύποπτη κουκουβάγια, όμως αν μπορούσες να μυρίσεις μαζί μου, θα καταλάβαινες πως κάτι υπήρχε εκεί στο βάθος. Εγώ πλησίασα και σε λίγο είδα την ξανθιά γυναίκα που τόσο πολύ αναζητούσα, να φιλάει στο στόμα έναν άντρα. Ξανά. Αυτή τη φορά έπρεπε να βεβαιωθώ για το τραύμα απ’ το σπρώξιμο κι έτσι κατευθύνθηκα προς το μέρος τους με αποφασιστικότητα. Όταν έφτασα έπιασα απ’ το μπράτσο τον άντρα τραβώντας τον απ’ τα χείλη της ξανθιάς γυναίκας. Απ’ την απότομη κίνηση, έπεσε το καπέλο του κάτω και τότε ξεχύθηκαν μπροστά και πίσω τα μακριά μαλλιά της κοκκινομάλλας γυναίκας. Αυτή τη φορά με κοίταξε επίμονα με ένα ειρωνικό χαμόγελο. Κοιτώντας την ξανθιά είδα πως το βλέμμα της έπαιζε μεταξύ εμένα και της φίλης της. Όταν κοιτούσε εμένα δάγκωνε ένοχα τα χείλη της, όταν όμως γυρνούσε προς αυτή, χαμογελούσε γεμάτη αυτοπεποίθηση. Οι δύο τους αντάλλαξαν εκ νέου ένα παθιασμένο φιλί που ήταν προφανές πως είχε σκοπό να με ταράξει.
Η κοκκινομάλλα με έσπρωξε στο στήθος απότομα κι εγώ χωρίς αντίσταση, έπεσα πίσω. Η δύο γυναίκες άρχισαν να γδύνουν η μία την άλλη. Η κοκκινομάλλα αποκάλυψε τα σατέν εσώρουχα της ξανθιάς κι εκείνη με τη σειρά της, έβγαλε το κουστούμι αφού την άφησε με τις μαύρες δαντέλες. Οι δυο τους άρχισαν να φιλιούνται και να πειράζει η μία την άλλη, μέχρι που η ξανθιά γύρισε από την άλλη πλευρά βγάζοντας ένα μαχαίρι από τις ζαρτιέρες της. Αφού το έβαλε στο στόμα της ψιθυρίζοντας κάτι στην φίλη της όσο με κοιτούσε, με πλησίασε, με φίλησε δυνατά στο στόμα και παρέδωσε το μαχαίρι στη συνεργάτιδα της η οποία άρχισε να μου το καρφώνει σε όλο μου το κορμί. Καθώς το έκανε, η ξανθιά με πλησίασε και αφού στάθηκε από πάνω μου άρχισε να με κοιτάει με συμπόνια. Την ίδια ώρα πιτσιλιές από αίματα είχαν λερώσει το πρόσωπο, τα μαλλιά και τις δαντέλες της δολοφόνου μου που συνέχιζε αδιάκοπα την ανυπόφορη δραστηριότητά της. Το σώμα και η καρδιά μου σταμάτησαν να κινούνται, όμως τα μάτια μου παρέμεναν έντονα ανοιγμένα σα να κοιτούσα κάθε τους κίνηση, κάθε τους παράσταση που ακολούθησε στα γυμνά τους κορμιά, με το δικό μου να κείτεται μπροστά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το