‘Μια φορά σε έναν καιρό… ήμουν εγώ, ο Τόνι. Δηλαδή Αντώνη με λένε, αλλά θα ήθελα πολύ να με φώναζαν Τόνι, όμως νομίζω πως αν το πω στα παιδιά στο σχολείο θα με κοροϊδέψουν. Το έχω πει στη μαμά μου αλλά ξεχνάει να με φωνάζει έτσι. Στον μπαμπά μου αποκλείεται να το πω γιατί ντρέπομαι. Μετά είναι και ο αδερφός μου, αλλά εκείνος είναι πολύ μεγάλος για να ασχοληθεί με εμένα.
Η καθημερινότητα μου είναι φυσικά το σχολείο. Εκεί περνάω την μεγαλύτερη ζωή μου ως τώρα και ενώ είμαι καθημερινά με συνομηλίκους μου, εμένα δεν μ’ αρέσει το σχολείο, όμως ξέρω πως κάποτε θα πρέπει να σπουδάσω οπότε πρέπει να είμαι καλός μαθητής. Και είμαι. Δηλαδή… θα ήθελα να ήμουν, όμως δεν τα καταφέρνω και πολύ καλά. Όταν η μαμά μου πηγαίνει στο σχολείο οι καθηγητές της λένε πάντα πόσο καλό παιδί είμαι και πόσο προσέχω στην τάξη, όμως αν κάποιος έχει όρεξη να της μιλήσει για τα μαθήματα, εκεί δυσκολεύουν τα πράγματα.
Αυτό βέβαια είναι για μια μέρα. Η δική μου καθημερινότητα έχει περισσότερες δυσκολίες. Ξέρετε, στο σχολείο δεν είμαι και το πιο διάσημο παιδί. Κι αυτό δεν είναι κακό αν είσαι από αυτούς που μένουν στην αφάνεια, όμως εγώ έχω μια ιδιαιτερότητα και οι ιδιαιτερότητες δεν περνούν απαρατήρητες στο σχολείο. Είναι τα καπέλα! Φοράω πάντα καπέλο. Δεν το κάνω από μόδα, αλλά από μια συνήθεια που ξεκίνησε από πολύ παλιά. Βλέπετε τα ονομάζουν ‘καπέλα’ διότι καλύπτουν το κεφάλι, κάτι σαν τις μάσκες. Τις μάσκες που φορούν οι ήρωες στις ταινίες. Στο σχολείο όμως το καπέλο τυγχάνει συχνά άσχημης μεταχείρισης. Τουλάχιστον σε εμένα…
Δυστυχώς δεν έχω πολλούς φίλους, όχι όπως τους εννοείτε εσείς οι υπόλοιποι. Έχω συμμαθητές και γνωστούς για να περνάει η ώρα μου στο διάλειμμα. Όχι όμως φίλους για να με πάρουν τηλέφωνο στο σπίτι, να πάμε στον κινηματογράφο ή σε μια αλάνα να παίξουμε. Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν αυτό μου λείπει περισσότερο απ’ ότι ένα κορίτσι. Μ’ αρέσουν τα κορίτσια. Μπορώ να σας γράψω αρκετές συμμαθήτριες μου με τις οποίες υπήρξα ερωτευμένος στο παρελθόν, όμως με τις περισσότερες δεν μιλήσαμε ποτέ και με άλλες έτυχε απλά να μιλήσουμε για κάτι που αφορά το μάθημα ή το σχολείο. Αν και κάνω πολλές φορές πρόβα τα λόγια μου στον καθρέφτη, πρέπει να είμαι άθλιος όταν μιλάω στα κορίτσια, ακόμα κι αν έχω δει αμέτρητες ταινίες που περιέχουν σχετικές συμβουλές και παραδείγματα. Μα δεν εξηγείται αλλιώς’.
Ο Αντώνης εκείνη τη Δευτέρα, φορούσε ένα καινούριο καπέλο στο σχολείο. Χαμηλών τόνων όπως πάντα, προσπάθησε να το κρύψει όπως άλλωστε πάντα προσπαθεί να κρύψει ολόκληρο τον εαυτό του. Στο πρώτο διάλειμμα όμως υπήρξε κάποιο από τα παιδιά που το αντιλήφτηκε ή ίσως το έμαθε από κάπου και έσπευσε να ενημερώσει τον Νίκο. Ο Νίκος ήταν ένα από τα πιο διάσημα παιδιά του σχολείου. Ψηλός, λεπτός με απολυταρχικό ύφος, είχε το σεβασμό όλων των παιδιών. Ίσως γιατί ήταν και μεγαλύτερος στην ηλικία από πολλά παιδιά, αφού ο ίδιος είχε μείνει στην ίδια τάξη δύο φορές!
Ένας τύπος σαν τον Νίκο δεν ασχολείται με τον Αντώνη, όμως αφού ο φίλος του, τον ενημέρωσε για το καινούριο καπέλο και αφού έτυχε να συναντηθούν σε έναν διάδρομο οι δυο μαθητές, ο Νίκος βρήκε την ευκαιρία να πιάσει με δύναμη το καπέλο του Αντώνη κρατώντας το βίαια προς τα κάτω, αναγκάζοντας τον Νίκο να σκύψει σχεδόν ως το πάτωμα. Ο Αντώνης πονούσε όμως δεν αντιδρούσε. Ποιος θα μπορούσε να τα βάλει με το Νίκο, ο οποίος γελούσε δυνατά κοιτώντας τους φίλους του. Όταν ο Αντώνης είχε γονατίσει στο πάτωμα, ο δυνάστης του σταμάτησε και τον προσπέρασε γελώντας. Όταν ο Αντώνης σηκώθηκε και έφτιαξε το καπέλο του, διαπίστωσε πως πολλά παιδιά είχαν μαζευτεί κοιτώντας τον βασανισμό αυτό, όμως εκείνος ήταν συνηθισμένος και απλά συνέχισε.
Τα φαινόμενα αυτά συνέβαιναν σχεδόν καθημερινά σε εκείνον ή σε άλλα παιδιά, για χρόνια. Κανείς δεν έδινε σημασία ή τουλάχιστον δεν έκανε κάτι γι’ αυτό. Ο Αντώνης απλά περνούσε τις μέρες στο σχολείο του, ζωγραφίζοντας στο τετράδιο του την ώρα του μαθήματος και μιλώντας με τους συμμαθητές του στα διαλείμματα. Στην καλύτερη των περιπτώσεων θα περνούσε το διάλειμμα με κάποιο κορίτσι, κάτι που θα σήμαινε πως σίγουρα εκείνος θα την είχε ερωτευτεί. Αλλά ως εκεί. Ποτέ δεν προχωρούσε κάτι για τον Αντώνη.
Ένα από τα πρωινά λίγο πριν την προσευχή όπου όλες οι τάξεις παρατασσόντουσαν φτιάχνοντας ένα μεγάλο “Π” στην τεράστια αυλή του σχολείου, το κλίμα ήταν κάπως μουντό. Πολύ μαθητές συζητούσαν επίμονα για κάτι. Στο βάθος δύο κορίτσια έκλαιγαν ενώ ένας συμμαθητής τους τα αγκάλιαζε σκυθρωπός.
- “Τι έγινε”; ρώτησε περίεργος ο Αντώνης.
- “Σκοτώθηκε ο Αποστόλου από το Γ2” του είπε ένας γνωστός του.
- “Πως”; ξαναρώτησε ο Αντώνης ενώ έδειξε πως το μυαλό του βρισκόταν και κάπου αλλού.
- “Καθώς γύριζε από το φροντιστήριο χθες βράδυ, μία μηχανή τον χτύπησε και τον πέταξε σε μια κολώνα”.
Ο Αντώνης δεν ένοιωσε λύπη. Προσπαθούσε να θυμηθεί ποιος ήταν ο Αποστόλου. Προφανώς θα ήταν κάποιο σημαντικό πρόσωπο στο σχολείο για να δει τις επόμενες ώρες ένα ολόκληρο σχολείο να θρηνεί. Προφανώς κι εκείνος θα τον ήξερε, έστω και φυσιογνωμικά. Όπως ανακοίνωσε αργότερα ο διευθυντής του σχολείου: “Με απόφαση της διεύθυνσης του σχολείου μας, αύριο θα παραβρεθεί σύσσωμο το σχολείο μας –καθηγητές και μαθητές- στον ιερό ναό του Αγίου Ελευθέριου, όπου και θα τελεστεί η κηδεία του άτυχου μαθητή μας”.
Πράγματι, ο Αντώνης με εκατοντάδες άλλα παιδιά πλημμύρισαν τον ναό και τον προαύλιο χώρο του. Από το βάθος μπορούσες να ακούσεις κλάματα και λυγμούς, ενώ στο πιο πίσω μέρος του προαύλιου χώρου ακουγόντουσαν παιδιά να χαζολογούν ή να γελούν μιλώντας για άσχετα. Ήταν τότε που κάποια καθηγήτρια με αυστηρό ύφος θα τα επέπληττε για την ανάρμοστη συμπεριφορά. Ο Αντώνης, αποφάσισε να μπει στο ναό ώστε να αποτυπώσει τα συναισθήματα των παρευρισκόμενων. Βλέποντας το νεκρό παιδί μέσα στο ανοιχτό φέρετρο, το αναγνώρισε για πρώτη φορά. Ήταν μαθητής της τρίτης τάξης, αλλά δεν ήταν ούτε από τα πολύ διάσημα παιδιά, ούτε από αυτά που θα πείραζε κάποιος σαν τον Νίκο. Ο Αντώνης στεναχωρήθηκε. ‘Γιατί να σκοτωθεί αυτός’; σκέφτηκε, καλώντας συνειρμικά τον εαυτό του να φανταστεί πως θα ήταν αν ο νεκρός ήταν ο Νίκος. Ήξερε πως ήταν πολύ κακό αυτό που έκανε, γι’ αυτό αυτή τη φορά η φαντασία του τον ταξίδεψε σε ένα άλλο σενάριο. Αυτός! Αυτός έπρεπε να είναι στην θέση του Αποστόλου. Ξαφνικά έβλεπε τον εαυτό του μέσα στο φέρετρο, θυμήθηκε την χθεσινή του μέρα, όταν γύριζε από το περίπτερο και πέρασε με κόκκινο το φανάρι των πεζών. Κι αν ήταν αυτός; Κι αν είχε χάσει εκείνος τη ζωή του; Τόσες εκατοντάδες παιδιά θα έκλαιγαν και θα πήγαιναν στην εκκλησία τιμώντας τον; Θα ήταν και ο Νίκος και η παρέα του εκεί; Για αυτόν; Ο Αντώνης ήθελε να ήταν αυτός ο νεκρός. Ζήλευε τον Αποστόλου που πέθανε στην θέση του, παίρνοντας όλη την δόξα.
Όμως η καθημερινότητα επέστρεψε και ο Αντώνης ήταν εκεί, στους διαδρόμους του σχολείου με τα συχνά βίαια πειράγματα από τα άλλα παιδιά να αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς του. Να, όπως σήμερα όπου ο Αστραπής –όπως φώναζαν ένα από τα άλλα διάσημα παιδιά- περνώντας μπροστά από τον Αντώνη τον ρώτησε “που είναι το καπέλο σου σήμερα;” χτυπώντας το με δύναμη από κάτω προς τα πάνω με αποτέλεσμα αυτό να εκτιναχθεί φτάνοντας τελικά στο δάπεδο. Ο Αντώνης το σήκωσε και συνέχισε όταν είδε τον Παπαδάκη, μαθητή του “Β3” να κλαίει πεσμένος στο πάτωμα. Μαζί του ήταν ένας φίλος του που απογοητευμένος εξήγησε στον Αντώνη πως “φορούσε τη μπλούζα του Παναθηναϊκού και τον έδειρε. Του έσπασε το ρολόι”. Ο Αντώνης έσκυψε το κεφάλι και έφυγε.
Για όλη την υπόλοιπη μέρα μέχρι το βράδυ να πέσει για ύπνο, σκεφτόταν την εικόνα του Παπαδάκη, αλλά και το γνωστό στιγμιότυπο που αντίκριζε κάθε φορά που σηκωνόταν μετά από κάποια επίθεση που δεχόταν, δηλαδή πολλά παιδιά γύρω-γύρω να τον κοιτούν άλλοι λυπώντας τον κι άλλοι κοροϊδεύοντάς τον στα κρυφά. Εκείνη την ημέρα δεν έφαγε και δεν διάβασε τα μαθήματά του. Έκατσε απλά λυπημένος στο γραφείο του περιφέροντας στο μυαλό του εκείνες τις εικόνες ξανά και ξανά.
Το άλλο πρωί στο σχολείο φορούσε ένα από τα καπέλα που απέφευγε λόγω του έντονου χρώματος που είχε. Δεν ήταν το αγαπημένο του, αλλά ήξερε ότι ήταν προκλητικό. Πράγματι, ο Αντώνης έγινε γρήγορα αντιληπτός από τον Αστραπή που τον πλησίασε προσεγγίζοντας το καπέλο του. Ο Αντώνης έκανε μισό βήμα πίσω και σήκωσε το χέρι του σπρώχνοντας με δύναμη αυτό του Αστραπή. Εκείνος χαμογέλασε περιπαικτικά: “Όπα;” φώναξε ειρωνικά και πήρε φόρα ορμώμενος κατά πάνω του. Ο Αντώνης προέκτεινε το πόδι του που βρήκε στην κοιλιά τον Αστραπή και τον κλώτσησε δυνατά στα πλευρά. “Μην με ξανααγγίξεις. Τελείωσε” του είπε και έφυγε.
Στο επόμενο διάλειμμα ο Αντώνης έτρεμε. Όχι από φόβο, αλλά από αμηχανία. Δεν είχε καταλάβει ακόμα τι είχε κάνει. Το υπόλοιπο σχολείο όμως είχε καταλάβει απόλυτα. Η φήμη του συμβάντος κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα και με μηνύματα στα κινητά τηλέφωνα των μαθητών. Έτσι, όταν ο Αντώνης κατέβηκε στην αυλή είδε δεκάδες παιδιά να τον κοιτούν επίμονα. Εκείνος αμήχανος προσπάθησε να βρει κάποιο γνωστό πρόσωπο για να καταπιαστεί όσο το διάλειμμα θα διαρκούσε και είδε, όμως όχι αυτό που θα περίμενε.
- “Ωραίο καπέλο” ακούστηκε μία αυστηρή φωνή πίσω του. Ο Αντώνης γύρισε και είδε τον Νίκο.
- “Φίλε δε θέλω μπλεξίματα. Κάντε ότι κάνετε, απλά μην πειράζετε τον κόσμο” είπε πειστικά, όμως ούτε ο ίδιος πίστευε στ’ αλήθεια πως αυτή η παραίνεση θα μπορούσε να πιάσει.
Πραγματικά, ο Νίκος έσπρωξε με πολύ δύναμη τον Αντώνη ο οποίος έπεσε απότομα κάτω. Το καπέλο του είχε πέσει από την σφοδρότητα της πτώσης και το κεφάλι του βούιζε, όμως εκείνος σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει αθόρυβα προς τον Νίκο ο οποίος εκείνη την ώρα είχε γυρίσει και έφευγε. Ο Αντώνης πήδηξε πάνω στην πλάτη του αναγκάζοντας τον να σωριαστεί μαζί του στο έδαφος. Ο Νίκος αντέδρασε άμεσα προσπαθώντας να τον γρονθοκοπήσει όμως όταν ο αντίπαλος του απέφυγε την μπουνιά, άρχισε να τον χτυπάει με μανία στο πρόσωπο. Το έκανε τόσο δυνατά, με τόση οργή και νεύρο που ο Νίκος δεν κατάφερε να του αντισταθεί καθόλου. Όταν ο Αντώνης ολοκλήρωσε την επίθεση του, πονούσε ο ίδιος πολύ στο χέρι. Όσο για τον αιφνιδιασμένο Νίκο, ήταν καλυμμένος στο πρόσωπο από αίματα και δάκρυα που έφυγαν ασυναίσθητα από τα μάτια του, ενώ πάνω στα ρούχα του ένοιωσε ένα δόντι του που του είχε σπάσει ο αντίπαλός του.
Ήταν τόση η έκταση που πήρε το σοβαρό επεισόδιο που με δυσκολία μερικοί καθηγητές συνοδευόμενοι από τον διευθυντή, αγανάκτησαν να σπάσουν τον κλοιό των μαθητών που παρακολουθούσαν εντρόμητοι το συμβάν. Όταν αντίκρισαν το σκηνικό έδειξαν σοκαρισμένοι. Φώναξαν το ασθενοφόρο και τους γονείς των δύο παιδιών.
Ο Αντώνης εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια όλη την ιστορία στους γονείς του, διακόπτοντας πολλές φορές την εξιστόρηση του για να ξεσπάσει σε κλάματα. Ο νεαρός μαθητής έτρεμε, όμως συνέχιζε σαν χείμαρρος να διηγείται την μακάβρια ιστορία του. Η αρχική αυστηρότητα των γονιών του, μετατράπηκε σε συμπόνια για τον ταλαιπωρημένο γιο τους με την μητέρα του μόνο να λέει συγκινημένη: “Γιατί δεν μας το έλεγες τόσο καιρό”; Ο πατέρας του ήξερε την απάντηση και πήρε το παιδί του για να το πάει ενώπιο του διευθυντή.
- “Ευχαριστώ που ήρθατε. Θα ήθελα να σας ενημερώσω πως ο γιος σας αποβάλλεται οριστικά από το σχολείο μας. Θα φροντίσουμε ώστε να βρει θέση στο πλησιέστερο δυνατό σχολείο για να συνεχίσει τα μαθήματά του” ανακοίνωσε με αυστηρό ύφος ο διευθυντής.
- “Κύριε διευθυντά. Δεν ήρθαμε εδώ για να μας ανακοινώσετε την απόφαση σας στηριζόμενος σε φαινομενικά γεγονότα και την υποκειμενική σας κρίση. Θα σας παρουσιάσουμε ακριβώς το τι συμβαίνει στο σχολείο σας εδώ και χρόνια και θα καλέσουμε μαθητές που θα επιβεβαιώσουν τα όσα θα σας πούμε. Τότε μπορείτε να βγάλετε τα συμπεράσματα σας και να πάρετε την απόφαση σας” απάντησε ήρεμα και επιτακτικά ο πατέρας του Αντώνη.
Πράγματι, ο μαθητής μιλούσε στον διευθυντή του για ώρες ολόκληρες, ενώ κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, εκλήθη και ο Παπαδάκης που επιβεβαίωσε του λόγου το αληθές ενώ παράλληλα έδωσε ονόματα μαθητών-θυμάτων και μαθητών-θυτών. Όταν τα παιδιά ολοκλήρωσαν όσα είχαν να πουν, ο πατέρας του Αντώνη συμπλήρωσε: “Αν διώξεις τον γιο μου από το σχολείο θα επιστρέψω με τον δικηγόρο μου για να σε μηνύσουμε για παραμέληση των μαθητών που κακοποιούνταν συστηματικά κάτω από τη μύτη σου”. Μετά από αυτό ο Αντώνης με τον πατέρα του έφυγαν. Την επόμενη μέρα στο σχολείο και αμέσως μετά την προσευχή, ο διευθυντής απεύθυνε κάλεσμα στο γραφείο του στους Αντώνη και Νίκο.
Όταν τα παιδιά έφτασαν στο γραφείο του, εκείνος τους είπε: “Αποβάλλεστε και οι δύο από το σχολείο έως το τέλος της εβδομάδας. Την Δευτέρα που θα επιστρέψετε θα είστε δύο διαφορετικοί άνθρωποι. Κανείς δεν θα πειράξει κανέναν ξανά στο σχολείο μου. Όποιος πιαστεί σε πράξεις βίας θα αποβάλλεται οριστικά. Δεν με νοιάζει να γίνεται φίλοι, αλλά κανείς ποτέ ξανά εδώ δε θα είναι εχθρός. Φύγετε τώρα”.
Η Δευτέρα δεν άργησε να φτάσει. Όταν ο Αντώνης πήγε στο σχολείο, κανείς δεν τον κοιτούσε ξανά το ίδιο. Ένοιωθε πως όλοι τον κοιτούσαν επίμονα. Και για πρώτη φορά η αμηχανία του ήταν δίκαιη. Την πραγματική διαφορά όμως την διαπίστωσε μετά τα δύο-τρία πρώτα διαλείμματα. Ξαφνικά πολλά παιδιά άρχισαν να του μιλούν, να τον χαιρετούν και κάποια άλλα… σταμάτησαν επιτέλους να του μιλούν. Η τάξη είχε επέλθει και οι ισορροπίες επιτέλους επικράτησαν. Στο τελευταίο διάλειμμα η Κατερίνα πλησίασε τον Αντώνη ενημερώνοντας τον πως είχε χάσει σημαντικά μαθήματα τις ημέρες που απουσίαζε. “Αν θέλεις, το απόγευμα μπορείς να έρθεις σπίτι μου. Θα σου δώσω τις σημειώσεις μου και ίσως το σαββατοκύριακο μπορούμε να συναντηθούμε για να σου εξηγήσω τις ασκήσεις” του πρότεινε χαμογελώντας του με νάζι. Ο Αντώνης γύρισε διαφορετικός εκείνο το μεσημέρι στο σπίτι. Πλέον θα τον έλεγαν Τόνι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το