Μια φορά σε έναν καιρό στο +yannidakis
Το πρώτο δώρο που έλαβε ποτέ ο Μάνο, ήταν ένα μαυρόασπρο κασκόλ. Είχε μόλις γεννηθεί και το μόνο που μπορούσε να εκτιμήσει από αυτό ήταν η ζεστασιά που του παρείχε το μάλλινο ύφασμά του. Ο Μάνος μεγάλωνε με μεγάλη αγάπη και φροντίδα από τους γονείς του, όμως ο πρώτος παιδότοπος που επισκέφθηκε ήταν το γήπεδο της Γιουβέντους. Άλλωστε το σπίτι του δεν ήταν μακριά από το γήπεδο. Λίγο πιο πέρα από τις φτωχογειτονιές του Τορίνο εκεί όπου μεγάλωσε ο πατέρας του που θυμόταν καλά το παλιό γήπεδο και τα μεγάλα αστέρια που είχε τότε η ομάδα.
Το πρώτο δώρο που έλαβε ποτέ ο Μάνο, ήταν ένα μαυρόασπρο κασκόλ. Είχε μόλις γεννηθεί και το μόνο που μπορούσε να εκτιμήσει από αυτό ήταν η ζεστασιά που του παρείχε το μάλλινο ύφασμά του. Ο Μάνος μεγάλωνε με μεγάλη αγάπη και φροντίδα από τους γονείς του, όμως ο πρώτος παιδότοπος που επισκέφθηκε ήταν το γήπεδο της Γιουβέντους. Άλλωστε το σπίτι του δεν ήταν μακριά από το γήπεδο. Λίγο πιο πέρα από τις φτωχογειτονιές του Τορίνο εκεί όπου μεγάλωσε ο πατέρας του που θυμόταν καλά το παλιό γήπεδο και τα μεγάλα αστέρια που είχε τότε η ομάδα.
Πλέον ο Μάνο και ο πατέρας του βρισκόντουσαν κάθε εβδομάδα στο γήπεδο. Εντός έδρας στην πιο φανατική κερκίδα και μετά από αιματηρή οικονομία όλη την εβδομάδα, στα εκτός έδρας παιχνίδια, από τη Σικελία έως το Μιλάνο. Για τον Μάνο δεν υπήρχε τίποτα άλλο στη ζωή. Δεν υπήρχαν παζλ, στρατιωτάκια ή κούκλες εκτός αν αυτές είχαν θέμα τη Γιουβέντους και τους παίκτες της. Δεν υπήρχαν εξωσχολικές δραστηριότητες εκτός κι αν αυτές αφορούσαν το ποδόσφαιρο. Σε λίγα χρόνια ο Μάνο ήταν ένας μικρός μαθητής, μέλος των ακαδημιών της Γιουβέντους και ο πιο φασαριόζος μπόμπιρας της γειτονιάς του στο Τορίνο. Η συνέχεια δεν ήταν η πιο ευχάριστη για εκείνον και την οικογένεια του. Οι γονείς του καλούνταν συνεχώς στο σχολείο για να δίνουν εξηγήσεις στον διευθυντή για την επιθετική του συμπεριφορά. Αρκετά αργότερα και όταν τα πράγματα είχαν φτάσει στο απροχώρητο ο διευθυντής διαμαρτυρήθηκε:
- “Τα πρώτα χρόνια λέγαμε πως είναι μικρός και θα του περάσει. Τώρα όμως κοντεύει να τελειώσει το σχολείο και εξακολουθεί να δέρνει παιδιά που υποστηρίζουν άλλες ομάδες. Ως που θα πάει αυτή η ιστορία κύριε και κυρία Αλφόζι”;
- “Έχετε δίκιο κύριε, όμως σας παρακαλώ. Φέτος τελειώνει. Μην του στερήσετε αυτήν την δυνατότητα. Ως φοιτητής θα είναι μακριά από το Τορίνο και θα λάβει νέα ερεθίσματα, θα δει άλλα πράγματα, θα γνωρίσει κορίτσια, θα γίνει πιο υπεύθυνος. Θα δείτε” απάντησε παρακαλώντας η μητέρα του νεαρού.
- “Σας διαβεβαιώνω πως δεν θέλω να δω τίποτα, αρκεί να τελειώσει η χρονιά χωρίς προβλήματα” κατέληξε μετά από σκέψη.
Στην επιστροφή οι γονείς τους μετά από πολλές διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε συμφωνία την οποία και ανακοίνωσαν στον νεαρό που μέχρι να τους δει είχε σίγουρη την αποβολή από το σχολείο.
Στην επιστροφή οι γονείς τους μετά από πολλές διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε συμφωνία την οποία και ανακοίνωσαν στον νεαρό που μέχρι να τους δει είχε σίγουρη την αποβολή από το σχολείο.
- “Μάνο έως το τέλος της σεζόν δε θα ξαναπάς στο γήπεδο. Θα βλέπεις τους αγώνες από την τηλεόραση με τον πατέρα σου” είπε αυστηρά χωρίς να τολμάει να τον κοιτάξει στα μάτια, η μητέρα του.
- “Τι; Τι είπες; Όχι, όχι, μη μου το κάνεις αυτό, σε παρακαλώ. Πατέρα! Σε παρακαλώ” είπε σχεδόν κλαίγοντας. Ο πατέρας του λύγισε το βλέμμα και πήγε στο σαλόνι ανάβοντας ένα τσιγάρο.
Πράγματι ο Μάνο δεν πήγε εκείνη τη χρονιά στο γήπεδο ξανά, τελείωσε το σχολείο του χωρίς ιδιαίτερες φασαρίες και σύντομα έμαθε πως πέρασε στο πανεπιστήμιο του Μιλάνο! Δεν ήταν κάτι φοβερό, όμως σίγουρα μια επιτυχία για εκείνον. Θα ήταν εξάλλου το πρώτο μέλος της οικογένειας Αλφόζι που θα σπούδαζε!
Το επόμενο φθινόπωρο ο Μάνο βρισκόταν στο Μιλάνο μαζί με πολλά νέα παιδιά που θα ξεκινούσαν ή θα συνέχιζαν τις σπουδές τους, όμως η συνέχεια δε θα ήταν ίδια για εκείνον. Ο Μάνο ζητούσε συνεχώς χρήματα από τον πατέρα του για να κατεβαίνει τις Κυριακές στο Τορίνο για να πηγαίνει στο γήπεδο. Ο πατέρας του δεν είχε τη δυνατότητα να του ικανοποιήσει την επιθυμία κι έτσι ο νεαρός φοιτητής έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη. Στη σχολή δεν πήγαινε παρά μόνο όταν ήταν απαραίτητη η παρουσία του για να μη χάσει το εξάμηνο και επειδή κυκλοφορούσε στο Μιλάνο, μόνο με ρούχα της Γιουβέντους, μια μέρα τον συνάντησε ένας νεαρός στον δρόμο. Φορούσε σκουλαρίκια στα αυτιά και τη μύτη και τα μάτια του ήταν πρησμένα αλλά μισόκλειστα. “Φίλε; Είσαι δικός μας. Έλα στην οδό Ντιβόρνο 21 το απόγευμα να δεις κι άλλους Κούρβα Σουντ της Γιούβε”. Ο Μάνο άκουγε μετά από καιρό το προσωνύμιο των φανατικών της ομάδας του και δεν περίμενε τίποτα περισσότερό από το απόγευμα εκείνο.
Πράγματι, έφτασε στην οδό που του είχε υποδείξει ο άγνωστος και αντίκρισε ζωγραφισμένο στον τοίχο, ένα άλογο παρόμοιο με εκείνο του εμβλήματος της Γιουβέντους. Ο Μάνο ανέβηκε στον πρώτο όροφο όπως παρατήρησε από τα διακριτικά του διαμερίσματος και χτύπησε την πόρτα. Η πόρτα άνοιξε και ένα μεγάλο μαυρόασπρο δωμάτιο φάνηκε καλυμμένο από αφίσες και σημαίες της ομάδας! Μέσα υπήρχε μια παρέα έξι ή εφτά νεαρών που κάπνιζαν. Η μυρωδιά του καπνού δεν ήταν οικεία για τον Μάνο που κατάλαβε πως οι νέοι του φίλοι κάπνιζαν χόρτο. Ακόμα κι έτσι, η υποδοχή ήταν ένθερμη! Τον αγκάλιασαν, τον φίλησαν, τον ρώτησαν για το παρελθόν του και έμειναν τόσο πολύ εντυπωσιασμένοι που…
Πράγματι ο Μάνο δεν πήγε εκείνη τη χρονιά στο γήπεδο ξανά, τελείωσε το σχολείο του χωρίς ιδιαίτερες φασαρίες και σύντομα έμαθε πως πέρασε στο πανεπιστήμιο του Μιλάνο! Δεν ήταν κάτι φοβερό, όμως σίγουρα μια επιτυχία για εκείνον. Θα ήταν εξάλλου το πρώτο μέλος της οικογένειας Αλφόζι που θα σπούδαζε!
Το επόμενο φθινόπωρο ο Μάνο βρισκόταν στο Μιλάνο μαζί με πολλά νέα παιδιά που θα ξεκινούσαν ή θα συνέχιζαν τις σπουδές τους, όμως η συνέχεια δε θα ήταν ίδια για εκείνον. Ο Μάνο ζητούσε συνεχώς χρήματα από τον πατέρα του για να κατεβαίνει τις Κυριακές στο Τορίνο για να πηγαίνει στο γήπεδο. Ο πατέρας του δεν είχε τη δυνατότητα να του ικανοποιήσει την επιθυμία κι έτσι ο νεαρός φοιτητής έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη. Στη σχολή δεν πήγαινε παρά μόνο όταν ήταν απαραίτητη η παρουσία του για να μη χάσει το εξάμηνο και επειδή κυκλοφορούσε στο Μιλάνο, μόνο με ρούχα της Γιουβέντους, μια μέρα τον συνάντησε ένας νεαρός στον δρόμο. Φορούσε σκουλαρίκια στα αυτιά και τη μύτη και τα μάτια του ήταν πρησμένα αλλά μισόκλειστα. “Φίλε; Είσαι δικός μας. Έλα στην οδό Ντιβόρνο 21 το απόγευμα να δεις κι άλλους Κούρβα Σουντ της Γιούβε”. Ο Μάνο άκουγε μετά από καιρό το προσωνύμιο των φανατικών της ομάδας του και δεν περίμενε τίποτα περισσότερό από το απόγευμα εκείνο.
Πράγματι, έφτασε στην οδό που του είχε υποδείξει ο άγνωστος και αντίκρισε ζωγραφισμένο στον τοίχο, ένα άλογο παρόμοιο με εκείνο του εμβλήματος της Γιουβέντους. Ο Μάνο ανέβηκε στον πρώτο όροφο όπως παρατήρησε από τα διακριτικά του διαμερίσματος και χτύπησε την πόρτα. Η πόρτα άνοιξε και ένα μεγάλο μαυρόασπρο δωμάτιο φάνηκε καλυμμένο από αφίσες και σημαίες της ομάδας! Μέσα υπήρχε μια παρέα έξι ή εφτά νεαρών που κάπνιζαν. Η μυρωδιά του καπνού δεν ήταν οικεία για τον Μάνο που κατάλαβε πως οι νέοι του φίλοι κάπνιζαν χόρτο. Ακόμα κι έτσι, η υποδοχή ήταν ένθερμη! Τον αγκάλιασαν, τον φίλησαν, τον ρώτησαν για το παρελθόν του και έμειναν τόσο πολύ εντυπωσιασμένοι που…
“Ε, Τόνι! Φέρε το καλό πράμα να καλωσορίσουμε το Μάνο” φώναξε δυνατά ένας από αυτούς. Ο Τόνι –ένας μακρυμάλλης νεαρός με μακριά γένια- έφερε μία κασετίνα η οποία περιείχε άσπρη σκόνη. Ο ένας μετά τον άλλο άρχισαν να την… δοκιμάζουν σνιφάροντας απ’ την μύτη και όταν την προσέφεραν στον Μάνο εκείνος έδειξε πως δεν κάνει ναρκωτικά.
Παρόμοιο σκηνικό συνεχίστηκε την επόμενη μέρα, τις επόμενες από αυτήν και κάθε μέρα που ο Μάνο βρισκόταν στο Τορίνο. Η μυρωδιά του τσιγάρου που εισέπνεε έγινε σιγά-σιγά η νέα του συνήθεια και σύντομα από απλός καπνιστής έγινε κανονικός ναρκομανής. Ο Μάνο μεταμορφώθηκε σε ένα πρεζόνι που κυκλοφορούσε στους δρόμους του Μιλάνου και όταν τα χρήματα τελείωναν, έβρισκε πάντα τρόπους να παίρνει τη δόση του. Σύχναζε σε δημόσιες τουαλέτες όπου και ικανοποιούσε ένα σωρό αρρωστημένες φαντασιώσεις διεστραμμένων ηλικιωμένων που αντάλλαζε με ένα χαρτζιλίκι.
Παρά τη νέα του ζωή, ο Μάνο δεν ξέχασε την μεγάλη του αγάπη, την Γιουβέντους. Σε κάθε αγώνα της στο Μιλάνο με την Ίντερ ή τη Μίλαν ήταν πάντα στην θύρα των φιλοξενούμενων υποστηρίζοντας την ομάδα του, όμως μία μέρα σε ένα σπουδαίο παιχνίδι για το πρωτάθλημα, η Γιουβέντους δέχτηκε τέσσερα γκολ και οι αντίπαλοι οπαδοί άρχισαν να τραγουδούν εν χορό υβριστικά συνθήματα στους οπαδούς και παίκτες της Γιουβέντους. Ο Μάνο μετέτρεψε την πίκρα της ήττας σε οργή και δίψα για εκδίκηση.
Μετά τον αγώνα, η παρέα του επέστρεψε στο στέκι της. Ήταν αμίλητοι, ιδρωμένοι και εξουθενωμένοι. Ο Μάνο ήταν αυτός που σηκώθηκε πρώτος και πήρε έναν μεγάλο σουγιά που έκρυβαν σε παρακείμενο συρτάρι. Κοίταξε επίμονα τους φίλους του στα μάτια και χωρίς να πει τίποτα, έφυγε. Δύο από αυτούς, έτρεξαν να τον ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι εξαφανίστηκαν μάλλον φοβισμένοι.
Ο Μάνο και οι ακόλουθοί του, κατευθύνθηκαν σε μία γνωστή λέσχη φίλων της αντίπαλης ομάδας και ανενόχλητοι μπήκαν μέσα και χωρίς να πουν τίποτα άρχισαν να καρφώνουν μαχαίρια και σουγιάδες σε όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Πρέπει να ήταν πάνω από δέκα άτομα εκεί μέσα και πλέον ήταν όλοι αιμόφυρτοι πεσμένοι στο πάτωμα. Οι νεαροί –όλοι τους με διακριτικά της Γιουβέντους- τράπηκαν σε φυγή και ο καθένας κρύφτηκε εκείνο το βράδυ σπίτι του. Η αστυνομία εξαπέλυσε κυνηγητό και στα πλαίσια της έρευνας ήλεγξαν κάμερες ασφαλείας και διάφορες μαρτυρίες από περιοίκους. Διασταυρώνοντας τα αρχεία εγγραφών της λέσχης της Γιουβέντους στο Μιλάνο έφτασαν εύκολα στη σύλληψη δύο νεαρών. Ο Μάνο ήταν πολύ τυχερός. Δεν είχε κάνει ποτέ εγγραφή στη λέσχη. Δεν ήταν πουθενά καταγεγραμμένος και το κυριότερο το πρόσωπό του δεν φαινόταν από καμία λήψη.
Όταν ο Μάνο διαπίστωσε πως είχε γλυτώσει, τουλάχιστον προσωρινά, φρόντισε να επιστρέψει στο Τορίνο. Οι γονείς του όλο αυτό το διάστημα αρκούνταν στα λεγόμενα του γιου τους, ότι ήταν καλά, ότι όλα πήγαιναν καλά. Τώρα όμως ήταν μπροστά σε μια μακάβρια αλήθεια. Ο γιος τους ήταν πια ένα πρεζόνι με μακριά μαλλιά και ατημέλητα γένια. Η φωνή του ήταν συρτή και αργή και τα λόγια του χωρίς ενθουσιασμό και μετρημένα. Ένας άγνωστος Μάνο ήταν μπροστά τους και εκείνοι προσπαθούσαν να καταλάβουν πως θα έπρεπε να το χειριστούν.
Παρά τη νέα του ζωή, ο Μάνο δεν ξέχασε την μεγάλη του αγάπη, την Γιουβέντους. Σε κάθε αγώνα της στο Μιλάνο με την Ίντερ ή τη Μίλαν ήταν πάντα στην θύρα των φιλοξενούμενων υποστηρίζοντας την ομάδα του, όμως μία μέρα σε ένα σπουδαίο παιχνίδι για το πρωτάθλημα, η Γιουβέντους δέχτηκε τέσσερα γκολ και οι αντίπαλοι οπαδοί άρχισαν να τραγουδούν εν χορό υβριστικά συνθήματα στους οπαδούς και παίκτες της Γιουβέντους. Ο Μάνο μετέτρεψε την πίκρα της ήττας σε οργή και δίψα για εκδίκηση.
Μετά τον αγώνα, η παρέα του επέστρεψε στο στέκι της. Ήταν αμίλητοι, ιδρωμένοι και εξουθενωμένοι. Ο Μάνο ήταν αυτός που σηκώθηκε πρώτος και πήρε έναν μεγάλο σουγιά που έκρυβαν σε παρακείμενο συρτάρι. Κοίταξε επίμονα τους φίλους του στα μάτια και χωρίς να πει τίποτα, έφυγε. Δύο από αυτούς, έτρεξαν να τον ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι εξαφανίστηκαν μάλλον φοβισμένοι.
Ο Μάνο και οι ακόλουθοί του, κατευθύνθηκαν σε μία γνωστή λέσχη φίλων της αντίπαλης ομάδας και ανενόχλητοι μπήκαν μέσα και χωρίς να πουν τίποτα άρχισαν να καρφώνουν μαχαίρια και σουγιάδες σε όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Πρέπει να ήταν πάνω από δέκα άτομα εκεί μέσα και πλέον ήταν όλοι αιμόφυρτοι πεσμένοι στο πάτωμα. Οι νεαροί –όλοι τους με διακριτικά της Γιουβέντους- τράπηκαν σε φυγή και ο καθένας κρύφτηκε εκείνο το βράδυ σπίτι του. Η αστυνομία εξαπέλυσε κυνηγητό και στα πλαίσια της έρευνας ήλεγξαν κάμερες ασφαλείας και διάφορες μαρτυρίες από περιοίκους. Διασταυρώνοντας τα αρχεία εγγραφών της λέσχης της Γιουβέντους στο Μιλάνο έφτασαν εύκολα στη σύλληψη δύο νεαρών. Ο Μάνο ήταν πολύ τυχερός. Δεν είχε κάνει ποτέ εγγραφή στη λέσχη. Δεν ήταν πουθενά καταγεγραμμένος και το κυριότερο το πρόσωπό του δεν φαινόταν από καμία λήψη.
Όταν ο Μάνο διαπίστωσε πως είχε γλυτώσει, τουλάχιστον προσωρινά, φρόντισε να επιστρέψει στο Τορίνο. Οι γονείς του όλο αυτό το διάστημα αρκούνταν στα λεγόμενα του γιου τους, ότι ήταν καλά, ότι όλα πήγαιναν καλά. Τώρα όμως ήταν μπροστά σε μια μακάβρια αλήθεια. Ο γιος τους ήταν πια ένα πρεζόνι με μακριά μαλλιά και ατημέλητα γένια. Η φωνή του ήταν συρτή και αργή και τα λόγια του χωρίς ενθουσιασμό και μετρημένα. Ένας άγνωστος Μάνο ήταν μπροστά τους και εκείνοι προσπαθούσαν να καταλάβουν πως θα έπρεπε να το χειριστούν.
- “Έλα να ξεκουραστείς. Θα σου φτιάξω το αγαπημένο σου φαγητό” είπε η μητέρα του και όσο εκείνος κατευθυνόταν στο δωμάτιό του τον ακολούθησε ο πατέρας του.
- “Ότι κι αν έχει γίνει εγώ είμαι δίπλα σου. Είμαστε τιφόζι κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ. Θέλω απλά να μου πεις για να ξέρω πως θα σε βοηθήσω φίλε, αν έχεις μπλέξει με το σκηνικό στο Μιλάνο” τον ρώτησε ντόμπρα ο πατέρας του.
- “Εντάξει… τώρα… εγώ… Ρε πατέρα, μας βρίζανε τα κωλόπαιδα. Μας βρίζανε πάρα πολύ. Εγώ το ξεκίνησα. Όμως νομίζω πως δεν ξέρουν τίποτα για μένα. Δεν ξέρω…” ο Μάνο δεν μπορούσε να συνεχίσει και στον πατέρα του αρκούσε η ομολογία του.
Το επόμενο διάστημα πέρασε με τον Μάνο να έχει επιστρέψει στο Τορίνο και να βοηθάει τον θείο του που ήταν υδραυλικός. Εκεί γνώρισε και την Μαρία, την κολλητή της ξαδέρφης του. Ο Μάνο βγήκε μερικές φορές με την ξαδέρφη του και τη Μαρία και σύντομα ήταν ζευγάρι. Η Μαρία ήταν η πρώτη του σχέση και η πρώτη του επαφή. Θα μπορούσε κανείς να πει πως ο έρωτας τον είχε επισκεφτεί ωστόσο ήταν εμφανές πως δεν ήξερε να χειριστεί μία σχέση. Παράλληλα με την Μαρία πάντως πήγαινε και στο γήπεδο μέχρι που το πρωτάθλημα ολοκληρώθηκε.
Ο Μάνο πέρασε το πιο παραγωγικό καλοκαίρι της ζωής του. Έκοψε τα βαριά ναρκωτικά και δούλευε ασταμάτητα κάνοντας όνειρα τα βράδια για να παντρευτεί την Μαρία μέσα στο γήπεδο της Γιουβέντους και γαμήλιο ταξίδι στην πόλη που θα φιλοξενούσε τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ στον οποίο ήταν σίγουρος πως θα έφτανε η ομάδα του! Η Μαρία ήταν δίπλα του στα όνειρα του και υπέμενε τις οπαδικές του φαντασιώσεις. Στο μεταξύ απλά μάζευαν όσα χρήματα μπορούσαν από την δουλειά τους.
Την επόμενη χρονιά οι προσδοκίες ήταν μεγάλες και από τον Μάνο και από την Γιουβέντους. Ο Μάνο θα έκανε πρόταση γάμου και επίσημα στην Μαρία και η Γιουβέντους είχε ομάδα που μπορούσε να διεκδικήσει το ευρωπαϊκό τρόπαιο! Μάλιστα, λίγο πριν τα Χριστούγεννα ο Μάνο είχε αγοράσει το δαχτυλίδι και το πρώτο του κουστούμι. Με αυτά θα ζητούσε σε γάμο τη Μαρία και θα επισκεπτόταν τους γονείς της.
Το επόμενο διάστημα πέρασε με τον Μάνο να έχει επιστρέψει στο Τορίνο και να βοηθάει τον θείο του που ήταν υδραυλικός. Εκεί γνώρισε και την Μαρία, την κολλητή της ξαδέρφης του. Ο Μάνο βγήκε μερικές φορές με την ξαδέρφη του και τη Μαρία και σύντομα ήταν ζευγάρι. Η Μαρία ήταν η πρώτη του σχέση και η πρώτη του επαφή. Θα μπορούσε κανείς να πει πως ο έρωτας τον είχε επισκεφτεί ωστόσο ήταν εμφανές πως δεν ήξερε να χειριστεί μία σχέση. Παράλληλα με την Μαρία πάντως πήγαινε και στο γήπεδο μέχρι που το πρωτάθλημα ολοκληρώθηκε.
Ο Μάνο πέρασε το πιο παραγωγικό καλοκαίρι της ζωής του. Έκοψε τα βαριά ναρκωτικά και δούλευε ασταμάτητα κάνοντας όνειρα τα βράδια για να παντρευτεί την Μαρία μέσα στο γήπεδο της Γιουβέντους και γαμήλιο ταξίδι στην πόλη που θα φιλοξενούσε τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ στον οποίο ήταν σίγουρος πως θα έφτανε η ομάδα του! Η Μαρία ήταν δίπλα του στα όνειρα του και υπέμενε τις οπαδικές του φαντασιώσεις. Στο μεταξύ απλά μάζευαν όσα χρήματα μπορούσαν από την δουλειά τους.
Την επόμενη χρονιά οι προσδοκίες ήταν μεγάλες και από τον Μάνο και από την Γιουβέντους. Ο Μάνο θα έκανε πρόταση γάμου και επίσημα στην Μαρία και η Γιουβέντους είχε ομάδα που μπορούσε να διεκδικήσει το ευρωπαϊκό τρόπαιο! Μάλιστα, λίγο πριν τα Χριστούγεννα ο Μάνο είχε αγοράσει το δαχτυλίδι και το πρώτο του κουστούμι. Με αυτά θα ζητούσε σε γάμο τη Μαρία και θα επισκεπτόταν τους γονείς της.
“Είμαι ο πιο χαρούμενος άνθρωπος του πλανήτη. Αυτό θα είναι το πιο ευτυχισμένο σαββατοκύριακο της ζωής μου. Το Σάββατο θα είναι η μεγάλη μας βραδιά. Έχω δοκιμάσει όλα όσα θα πω στους δικούς σου! Και μετά την Κυριακή παίζουμε με την πιο μισητή ομάδα του Μιλάνο και θέλω να έρθεις και εσύ στο γήπεδο, να σε γνωρίσω στα παιδιά”! σχεδίασε ενθουσιασμένος φιλώντας τη μέλλουσα γυναίκα του.
Πράγματι, όλα κύλησαν βάση σχεδίου. Νωρίς το βράδυ του Σαββάτου, ο Μάνο έφτασε στο πατρικό σπίτι της Μαρίας. Εκεί τον υποδέχτηκαν αρκετά χαλαρά οι δικοί της και η βραδιά εξελίχθηκε πετυχημένα για το νεαρό ζευγάρι παρά τη μικρή ζημιά που έκανε ο Μάνο χύνοντας λίγη από τη σούπα του στο τραπεζομάντηλο, δείγμα του υπερβολικού του άγχους. Στο τέλος της βραδιάς ο πατέρας της Μαρίας έδωσε το χέρι του και την ευχή του στον Μάνο, όμως του είπε πως απόψε δεν θα ήθελε να βγουν έξω. Ο νεαρός γαμπρός του, φυσικά και αποδέχτηκε αυτό το μικρό απρόοπτο στα σχέδια του και επέστρεψε σπίτι ενθουσιασμένος αγκαλιάζοντας τους γονείς του καθώς τους ενημέρωνε για τις εξελίξεις!
Πράγματι, όλα κύλησαν βάση σχεδίου. Νωρίς το βράδυ του Σαββάτου, ο Μάνο έφτασε στο πατρικό σπίτι της Μαρίας. Εκεί τον υποδέχτηκαν αρκετά χαλαρά οι δικοί της και η βραδιά εξελίχθηκε πετυχημένα για το νεαρό ζευγάρι παρά τη μικρή ζημιά που έκανε ο Μάνο χύνοντας λίγη από τη σούπα του στο τραπεζομάντηλο, δείγμα του υπερβολικού του άγχους. Στο τέλος της βραδιάς ο πατέρας της Μαρίας έδωσε το χέρι του και την ευχή του στον Μάνο, όμως του είπε πως απόψε δεν θα ήθελε να βγουν έξω. Ο νεαρός γαμπρός του, φυσικά και αποδέχτηκε αυτό το μικρό απρόοπτο στα σχέδια του και επέστρεψε σπίτι ενθουσιασμένος αγκαλιάζοντας τους γονείς του καθώς τους ενημέρωνε για τις εξελίξεις!
Την επόμενη μέρα η Μαρία ήταν ντυμένη στα ασπρόμαυρα όπως ο Μάνο της είχε ζητήσει και στην προκαθορισμένη ώρα πέρασε να την πάρει από το σπίτι της με προορισμό το γήπεδο! Στο γήπεδο ο πατέρας του και οι φίλοι του προετοίμασαν μια μεγάλη έκπληξη, αφού στο ημίχρονο του μεγάλου ντέρμπι, μπροστά στο κατάμεστο γήπεδο ακούστηκε από τα μεγάφωνα: “Συγχαρητήρια στον Μάνο και την Μαρία για τον αρραβώνα τους! Περιμένουμε τον επόμενο Ντελ Πιέρο παιδιά”, το κοινό ξέσπασε σε χειροκροτήματα ενώ ο ηλεκτρονικός πίνακας του γηπέδου πρόβαλλε ζωντανά το ζευγάρι από το σημείο όπου καθόντουσαν στο γήπεδο αφού νωρίτερα μια κάμερα τους είχε εντοπίσει καθ’ υπόδειξη. Μπορούσε κανείς να καταλάβει πως ο Μάνο ήταν ένας πανευτυχής νέος και ο πατέρας του ο πιο συγκινημένος άνθρωπος του κόσμου!
Όταν ο αγώνας ολοκληρώθηκε, οι φίλοι και οπαδοί της ομάδας κάλεσαν το ζευγάρι για ένα ποτό στο μπαρ που ήταν το στέκι των οπαδών, λίγο πιο κάτω απ’ το γήπεδο. Το ζευγάρι δεν αρνήθηκε και μαζί άρχισαν να διασκεδάζουν. Στην παρέα ερχόντουσαν κι άλλοι γνωστοί οπαδοί ή και άγνωστοί που απλά έδιναν τα συγχαρητήρια τους, αναγνωρίζοντας το ζευγάρι από τον πίνακα του γηπέδου νωρίτερα. Ένας από τους νεαρούς που πλησίασαν, έδωσε το χέρι του στον Μάνο χαμογελώντας και με μία αστραπιαία κίνηση έβγαλε ένα μαχαίρι το οποίο σφήνωσε δυνατά στο στήθος της Μαρία αφήνοντας την να πέσει αιμόφυρτη κάτω. Από τον πανικό που προκλήθηκε ο νεαρός πρόλαβε να το βάλει στα πόδια, όμως λόγω του αγώνα ήταν ισχυρή η αστυνομική παρουσία στην περιοχή έτσι σε πολύ σύντομο διάστημα συνελήφθη.
Κατά τις ανακρίσεις της αστυνομίας, προέκυψε η εμπλοκή του Μάνο στο συμβάν του Μιλάνο κι έτσι την επόμενη κιόλας ημέρα, ο Μάνο συνελήφθη αφού του επετράπη να παραστεί στην κηδεία της Μαρία, όπου επικράτησε θρήνος. Ο Μάνο πλέον βρισκόταν κρατούμενος και κρίθηκε προφυλακιστέος από τον εισαγγελέα μέχρι να οριστεί ημερομηνία για τη δίκη. Ο δικηγόρος του Μάνο τον συμβούλευσε να κάνει υπομονή καθώς στο συμβάν του Μιλάνο παρά τους τραυματισμούς, κανένας δεν είχε υποκύψει αφού τα τραύματα ήταν επιφανειακά, ενώ ακόμα δεν ήταν σίγουρος αν θα μπορούσε να αποδειχθεί η εμπλοκή του συμβάν. Οι ώρες, οι μέρες και τα βράδια που ακολούθησαν όμως με τον Μάνο στην φυλακή, οι σκέψεις του ήταν πολύ διαφορετικές. Ο νεαρός είχε κρίσεις πανικού, έκλαιγε ασταμάτητα και συχνά χτυπούσε το κεφάλι του στον τοίχο αναγκάζοντας τους φύλακες να επεμβαίνουν για να τον ηρεμούν. Ο Μάνο δεν θα μπορούσε να ξαναδεί την Μαρία και πιθανότατα ούτε την Γιουβέντους ξανά. Για πρώτη φορά ένοιωσε έντονα την ανάγκη να κάνει χρήση ηρωίνης και κάθε λεπτό ένοιωθε πιο αδύναμος, πιο ευάλωτος, πιο κοντά στον θάνατο. Σε ένα από τα πρωινά που ακολούθησαν ο Μάνο δεν προαυλίστηκε. Οι φύλακες πήγαν για να ελέγξουν το κελί του και τον βρήκαν κρεμασμένο με ένα κασκόλ της Γιουβέντους που του είχανε φέρει φίλοι του για κουράγιο. Κουράγιο;
Όταν ο αγώνας ολοκληρώθηκε, οι φίλοι και οπαδοί της ομάδας κάλεσαν το ζευγάρι για ένα ποτό στο μπαρ που ήταν το στέκι των οπαδών, λίγο πιο κάτω απ’ το γήπεδο. Το ζευγάρι δεν αρνήθηκε και μαζί άρχισαν να διασκεδάζουν. Στην παρέα ερχόντουσαν κι άλλοι γνωστοί οπαδοί ή και άγνωστοί που απλά έδιναν τα συγχαρητήρια τους, αναγνωρίζοντας το ζευγάρι από τον πίνακα του γηπέδου νωρίτερα. Ένας από τους νεαρούς που πλησίασαν, έδωσε το χέρι του στον Μάνο χαμογελώντας και με μία αστραπιαία κίνηση έβγαλε ένα μαχαίρι το οποίο σφήνωσε δυνατά στο στήθος της Μαρία αφήνοντας την να πέσει αιμόφυρτη κάτω. Από τον πανικό που προκλήθηκε ο νεαρός πρόλαβε να το βάλει στα πόδια, όμως λόγω του αγώνα ήταν ισχυρή η αστυνομική παρουσία στην περιοχή έτσι σε πολύ σύντομο διάστημα συνελήφθη.
Κατά τις ανακρίσεις της αστυνομίας, προέκυψε η εμπλοκή του Μάνο στο συμβάν του Μιλάνο κι έτσι την επόμενη κιόλας ημέρα, ο Μάνο συνελήφθη αφού του επετράπη να παραστεί στην κηδεία της Μαρία, όπου επικράτησε θρήνος. Ο Μάνο πλέον βρισκόταν κρατούμενος και κρίθηκε προφυλακιστέος από τον εισαγγελέα μέχρι να οριστεί ημερομηνία για τη δίκη. Ο δικηγόρος του Μάνο τον συμβούλευσε να κάνει υπομονή καθώς στο συμβάν του Μιλάνο παρά τους τραυματισμούς, κανένας δεν είχε υποκύψει αφού τα τραύματα ήταν επιφανειακά, ενώ ακόμα δεν ήταν σίγουρος αν θα μπορούσε να αποδειχθεί η εμπλοκή του συμβάν. Οι ώρες, οι μέρες και τα βράδια που ακολούθησαν όμως με τον Μάνο στην φυλακή, οι σκέψεις του ήταν πολύ διαφορετικές. Ο νεαρός είχε κρίσεις πανικού, έκλαιγε ασταμάτητα και συχνά χτυπούσε το κεφάλι του στον τοίχο αναγκάζοντας τους φύλακες να επεμβαίνουν για να τον ηρεμούν. Ο Μάνο δεν θα μπορούσε να ξαναδεί την Μαρία και πιθανότατα ούτε την Γιουβέντους ξανά. Για πρώτη φορά ένοιωσε έντονα την ανάγκη να κάνει χρήση ηρωίνης και κάθε λεπτό ένοιωθε πιο αδύναμος, πιο ευάλωτος, πιο κοντά στον θάνατο. Σε ένα από τα πρωινά που ακολούθησαν ο Μάνο δεν προαυλίστηκε. Οι φύλακες πήγαν για να ελέγξουν το κελί του και τον βρήκαν κρεμασμένο με ένα κασκόλ της Γιουβέντους που του είχανε φέρει φίλοι του για κουράγιο. Κουράγιο;
Με κομμένη την ανάσα διάβασα την ιστορία σου.. Δεν έχω λόγια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν και η ιστορία είναι πέρα για πέρα φανταστική, ξέρω πολύ καλα από οπαδικά πάθη
Διαγραφή