Μια φορά σε έναν καιρό στο +yannidakis
Η βροχή είχε μόλις σταματήσει. Οι νερόλακκοι είχαν κάνει και πάλι την εμφάνισή τους στους γεμάτο λακκούβες δρόμους και στάλες από νερό έσταζαν από δω κι από κει συνθέτοντας έναν ήχο που άλλοτε έσπαγε την μονοτονία της νύχτας κι άλλοτε τρόμαζε με τον άστατο ρυθμό του. Ήταν τότε που με ένα βήμα τραχύ πέρασε εκείνος. Το σκοτάδι και τα ζεστά του ρούχα δεν αποκάλυπταν το πρόσωπο του κι έτσι δεν μπορούσες να διακρίνεις αν το βήμα του μαρτυρούσε φόβο ή αποφασιστικότητα.
Η βροχή είχε μόλις σταματήσει. Οι νερόλακκοι είχαν κάνει και πάλι την εμφάνισή τους στους γεμάτο λακκούβες δρόμους και στάλες από νερό έσταζαν από δω κι από κει συνθέτοντας έναν ήχο που άλλοτε έσπαγε την μονοτονία της νύχτας κι άλλοτε τρόμαζε με τον άστατο ρυθμό του. Ήταν τότε που με ένα βήμα τραχύ πέρασε εκείνος. Το σκοτάδι και τα ζεστά του ρούχα δεν αποκάλυπταν το πρόσωπο του κι έτσι δεν μπορούσες να διακρίνεις αν το βήμα του μαρτυρούσε φόβο ή αποφασιστικότητα.
Η πορεία του συνεχίστηκε για ώρα, πέρα από το νεκροταφείο που η καγκελόπορτά του έτριζε τρομακτικά σε ένα ρυθμό που πρόσταζε η ένταση του ανέμου. Και κάπου εκεί -λίγο πιο πέρα- ο άντρας σταμάτησε. Σταμάτησε μπροστά σε μία γυναικεία σιλουέτα που το πέπλο της νύχτας κάλυπτε τα χαρακτηριστικά της. Εκείνη είπε ψιθυριστά: “Έφτασε η ώρα να αποφασίσεις. Ένα ναι ή ένα όχι”. Ο άντρας έσκυψε, κοίταξε γύρω του, έδειξε πως προσπαθούσε να κερδίσει λίγο χρόνο και σαν επιπόλαια έδειξε να παραδίνεται σ’ αυτή λέγοντας: “Εντάξει λοιπόν. Κάνε ότι πρέπει να κάνεις”.
Αυτό ήταν. Η ζωή του θα άλλαζε για πάντα ύστερα από εκείνη τη στιγμή. Το μισοκρυμμένο απ’ τα σύννεφα φεγγάρι φώτισε στα κλεφτά το καλοσχηματισμένο της πρόσωπο και τα σαρκώδη χείλη της φίλησαν το πλάι του προσώπου του. Τον κράτησε απ’ το χέρι και του έδειξε τον προορισμό τους που φαινόταν ένα σκοτεινό σοκάκι που κανείς δεν τα τολμούσε να διαβεί.
Ήταν το πέρασμα σε έναν κόσμο που ποτέ του δεν φανταζόταν ότι υπήρχε.
Στο τέλος του δρόμου βρισκόταν ένα μοναχικό κτίριο. Αυτό και τίποτα άλλο γύρω του. Έμοιαζε με σπίτι, όμως καταλάβαινες πως δεν ήταν. Εκείνη τον τράβηξε δείχνοντας του την είσοδο και μαζί μπήκαν. Ήταν το πιο ζεστό μέρος που θα μπορούσε να φανταστεί για εκείνη τη νύχτα. Παράξενη μουσική από φυσαρμόνικες, σαξόφωνα και ακορντεόν έπαιζε στη σκηνή και φώτα. Φώτα κόκκινα, κίτρινα, άλλοτε ατμοσφαιρικά κι άλλοτε πιο λαμπερά, ήταν απλωμένα σε κάθε μικρό τραπεζάκι, στους τοίχους ή την μπάρα. Κι ύστερα ο κόσμος, ντυμένος με κουστούμια και λυμένες γραβάτες ή οι γυναίκες με μεγάλα ή κοντά φορέματα που ίσα κάλυπταν τις ζαρτιέρες τους, έντονο μακιγιάζ και ιδιαίτερα χτενίσματα. Όλοι μαζί να γελούν δυνατά, να χορεύουν και να πίνουν τα πιο ακριβά ποτά.
“Πιες και πάρε με να χορέψουμε” είπε η γυναίκα και κατέβασε μια βιαστική γουλιά στο ποτό που ήδη είχε φτάσει μπροστά της. Εκείνος έκανε το ίδιο και ακολούθησε τις οδηγίες της χωρίς ακόμα να έχει συνειδητοποιήσει που βρισκόταν. Οι δυο τους χόρευαν δίπλα σε άλλα ζευγάρια που του χαμογελούσαν πονηρά και πριν προλάβει να ρωτήσει τον λόγο, δέχτηκε ένα μεγάλο φιλί από εκείνη. Ήταν αυτό που τον λύγιζε, αυτό που τον χαλάρωσε εφόσον το ποτό δεν τα είχε καταφέρει. Για πρώτη φορά στη ζωή του έδειχνε να διασκεδάζει. Στο τέλος του κάθε χορού γέμιζε το ποτήρι του και γελούσε με ανιαρά αστεία που έκαναν τα παρακείμενα ζευγάρια. Το διάλειμμα κρατούσε όσο οι οργανοπαίκτες έπαιρναν μερικές ανάσες, ήταν όμως αρκετό για να γεμίζει με αλκοόλ τα πνευμόνια του.
Οι ώρες περνούσαν και το κέφι συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση. Κανείς δεν είχε αποχωρήσει και κανείς δεν είχε εισέλθει έκτοτε. Ο άντρας όμως κουράστηκε. “Έλα μαζί μου” του είπε εκείνη όταν αντιλήφθηκε την πρόσκαιρη δυσφορία του και προχώρησε μακριά απ’ τον όχλο ανεβαίνοντας μία ξύλινη σκάλα που η μόνο η μουσική κατάφερε να σκεπάσει το τρίξιμο σε κάθε σκαλοπάτι που ανέβαινε. Εκείνος ξωπίσω της αναρωτιόταν πως τελείωνε η βραδιά.
Οι δυο τους ανέβηκαν σε έναν μακρύ διάδρομο με παλιά μπορντό μοκέτα κατά μήκος του. Αφού πέρασαν μερικές πόρτες, στάθηκαν σε μία συγκεκριμένη. Η γυναίκα την άνοιξε και ξαφνικά βρέθηκαν σε ένα μικρό δωμάτιο με ένα ημίδιπλο κρεβάτι και μία ξύλινη καρέκλα με μισοσπασμένη πλάτη. Πίσω της βρισκόταν ένα μικρό παράθυρο που έβλεπε στο απόλυτο σκοτάδι που επικρατούσε στο βάθος. Ο άπειρος επισκέπτης προσπαθούσε να περιεργαστεί τον χώρο, όταν αναγκάστηκε να επιστρέψει το βλέμμα του σ’ εκείνη που άφηνε το λεπτό της φόρεμα να γλιστρήσει απ’ το σώμα της αφήνοντας πάνω της μόνο τις μπεζ ζαρτιέρες που συγκρατούσαν της μακριές της κάλτσες από δαντέλα.
Η γυναίκα γύρισε προς αυτόν, λύνοντας παράλληλα τα μαλλιά της που χύθηκαν πάνω στο γυμνό της στήθος. Το στιγμιότυπο αυτό είχε γείρει και η ίδια για να δει πάνω στο σώμα της, όταν ανέβασε το βλέμμα για να κερδίσει την απόλαυση της αντίδρασής του. Πράγματι. Σαστισμένος ως ήταν την πλησίασε νωχελικά αρχίζοντας να την χαϊδεύει όσο την φιλούσε. Εκείνη έδειχνε να απολαμβάνει την αντίδρασή του, όσο του έβγαζε το σατέν γιλέκο και ξεκούμπωνε το πουκάμισό του. Σε λίγα δευτερόλεπτα, είχαν ξαπλώσει στο κρεβάτι -γυμνοί και οι δύο πια- κάνοντας έρωτα σα να ήταν η τελευταία τους φορά. Το σκοτεινό τζάμι ίδρωνε καθώς οι βαριές ανάσες τους εντείνονταν όσο η κορύφωση έφτανε και για τους δυο. Το τέλος τους βρήκε σαν ένα σώμα που έψαχνε στιγμές ηρεμίας και χαλάρωσης. Ο ύπνος ήρθε σαν λύτρωση για τα γυμνά και ταλαιπωρημένα κορμιά τους.
Όταν ο άντρας ξύπνησε, δεν βρήκε κανέναν δίπλα του. Δεν ήταν μόνο αυτή όμως η αίσθηση ανασφάλειας. Δεν ήξερε ακόμα που βρισκόταν και γιατί ήταν εκεί ακόμα. Η ξεκούραση έδειχνε να του είχε προσφέρει ένα καθαρό μυαλό και τώρα ήταν πια έτοιμος για απαντήσεις. Αφού έβαλε τα ρούχα του, κατέβηκε βιαστικά την σκάλα. Κάθε σκαλοπάτι που τον έφερνε στο ισόγειο έφερνε στ' αυτιά του ακόμα πιο δυνατά τη μουσική. Ήταν σχεδόν η ίδια που άκουγε νωρίτερα. Και ο κόσμος; Μα ήταν ακριβώς ο ίδιος! Άνθρωποι με ίδιο ντύσιμο, ίδιο κέφι και αλκοόλ που έρεε άφθονο στις παρέες. Ο άντρας σάστισε και έσπευσε να βρει την γυναίκα που είχε ξεκινήσει όλο αυτό το ταξίδι.
"Ηρέμησε! Εδώ όλοι είμαστε μια παρέα" ακούστηκε ξαφνικά από πίσω του μια φωνή τόσο μελωδική, σαν την ηρεμία που είχε ανάγκη να αισθανθεί. Γυρνώντας αντίκρισε μία όμορφη καλοφτιαγμένη γυναίκα με μαύρα μαλλιά και έντονο κόκκινο κραγιόν.
- "Πως σε λένε" ρώτησε με αβεβαιότητα.
- "Τι σημασία έχει; Εδώ δεν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα μας" του απάντησε με αυτοπεποίθηση δίνοντας του να πιει ένα ποτό.
Η γυναίκα προχώρησε πίσω από το παραβάν που έπαιζε νωρίτερα η μπάντα κι αυτός την ακολούθησε θέλοντας να την ρωτήσει τόσα πολλά. Μπαίνοντας όμως στο παραβάν την είδε να έχει σηκώσει την φούστα της προκαλώντας τον να την πλησιάσει. Η λογική τον πρόσταζε να σταματήσει. Να αναζητήσει απαντήσεις. Το σώμα του όμως τον λύγισε. Δεν του άφησε άλλα περιθώρια και αμέσως την σήκωσε στον αέρα στερεώνοντάς την στον πίσω τοίχο και άρχισε να της κάνει έρωτα ακριβώς πίσω από το πλήθος που διασκέδαζε. Θα μπορούσαν ανά πάσα ώρα να τους ανακαλύψουν, όμως για κάποιον ακατανόητο λόγο αυτό έκανε την πράξη ακόμα πιο ερεθιστική. Τουλάχιστον όσο κράτησε...
...γιατί μετά, είχε ακριβώς τις ίδιες απορίες που ερχόντουσαν στο μυαλό του ξανά και ξανά. Ανήμπορος να βρει λύση στα προβλήματά του, επέστρεψε στον όροφο που πέρασε τη νύχτα. Θυμόταν ακριβώς το δωμάτιο και όταν μπήκε είδε ακριβώς αυτό που περίμενε. Η γυναίκα ήταν εκεί. Με τις ίδιες ζαρτιέρες, με το ίδιο λάγνο βλέμμα να τον κοιτάζει. Κρατούσε ένα μακρύ τσιγάρο που ρουφούσε απαλά, αφήνοντάς τον καπνό να βγαίνει απ' το στόμα της χωρίς να τον φυσάει, φτιάχνοντας ένα ολόκληρο πέπλο νέφους μπροστά από το πρόσωπό της.
- "Είναι ώρα για απαντήσεις. Πες μου. Που βρισκόμαστε. Που με έφερες" έδειχνε να ξεσπάει.
Η γυναίκα σηκώθηκε απ΄το κρεβάτι και πλησίασε το παράθυρο. Μόνο τότε παρατήρησε πως έξω απ' το παράθυρο ήταν ακόμα σκοτάδι.
- "Σημασία δεν θα έπρεπε να έχει αυτό, αλλά το αν σου αρέσει" απάντησε απολογητικά.
- "Μου αρέσει αν μπορώ να το ελέγξω. Αν μπορώ να το απολαύσω όσο κρατάει" της εξήγησε και πάλι.
- "Αυτό είναι το βράδυ... το βράδυ που ποτέ δεν τελειώνει ποτέ" του απάντησε όσο πιο αργά μπορούσε.
Ο άντρας έσκυψε το κεφάλι και προσπάθησε να φέρει στα μάτια του όλες τις εμπειρίες των τελευταίων ωρών, μήπως κι έτσι κατάφερνε να ξεκαθαρίσει πως έφτασε σε αυτό το αδιέξοδο. Μάταια όμως.
Η γυναίκα γύρισε προς το μέρος του και σκούπισε ένα δάκρυ που μόλις είχε κυλήσει απ' τα μάτια της. Έριξε κάτι πάνω της και τον άγγιξε παρηγορητικά στην πλάτη. "Έλα, συνήθισέ το. Θα δεις ότι θα σου αρέσει" του είπε κι έφυγε από το δωμάτιο.
Για μέρες που μετρούσαν μόνο σαν ώρες, ο άντρας έπινε, χόρευε, γελούσε ψεύτικα με όλους και έκανε έρωτα. Τουλάχιστον αυτό έδειχνε να είναι το μόνο που τον έκανε να ξεχνιέται, να ξεδίνει, να ξεσπάει την οργή του αποκλεισμού του. Ως πότε όμως;
Μία από αυτές τις φορές καθόταν στο μπαρ παραγγέλνοντας το επόμενο ποτό του. Εκεί βρισκόταν ανελλιπώς ο νεαρός μπάρμαν που με πάθος ετοίμαζε τα ποτά των θαμώνων. Όταν έφερε το δικό του, τον ρώτησε:
- "Τι λες; Συνήθισες πια";
- "Θες να πεις ότι κι εσύ είσαι για πάντα εδώ";
- "Φυσικά. Όλοι είμαστε! Κάποιοι είναι καταδικασμένοι να χορεύουν ασταμάτητα, κάποιοι άλλοι να γελούν με ανόητα αστεία ασταμάτητα κι εγώ, πρέπει να φτιάχνω ποτά από μπουκάλια που δεν έχουν πάτο. Τουλάχιστον εσύ ξέρω ότι πας πάνω. Όσοι πάνε πάνω, έχω ακούσει ότι περνάνε πολύ όμορφα. Όμως... δεν στο είπανε; Αυτό είναι το βράδυ χωρίς τέλος φίλε"!
- "Δεν είναι δυνατό να συμβαίνει αυτό. Τι έκανα και είναι αυτή η τιμωρία μου; Τι κάναμε όλοι και βρισκόμαστε εδώ"; ρώτησε πανικόβλητος.
- "Ακολουθήσαμε τα πάθη μας σε μια στιγμή αδυναμίας. Δεν χρειάστηκε τίποτα άλλο. Εμείς επιλέξαμε να ακολουθήσουμε τον δαίμονά μας" απάντησε πολύ φυσικά ο μπάρμαν.
- "Όχι! Όχι, δεν μπορεί. Θα πρέπει να υπάρχει κι άλλη λύση. Δεν είναι παρά μια γυναίκα..."
- "Έχω ακούσει να λένε, ότι μπορείς να την σκοτώσεις. Και μόλις το κάνεις αυτό, απελευθερώνεσαι, όμως δεν ξέρω προς τα που. Δεν ξέρω που πηγαίνεις μετά. Δεν ξέρω τι υπάρχει έξω από εδώ" πρόσθεσε ψιθυριστά.
Ο άντρας ήπιε βιαστικά το υπόλοιπο ποτό του, άγγιξε στο μπράτσο τον μπάρμαν, θέλοντας έτσι να του εκφράσει την ευγνωμοσύνη του και έφυγε για να χορέψει. Για πρώτη φορά χόρευε τόσο πειστικά, τόσο έντονα. Για πρώτη φορά όχι μόνο γελούσε με τα ανόητα αστεία των άλλων, αλλά δημιούργησε τα δικά του, κάνοντας τους άλλους να γελάνε δυνατά. Τόσο δυνατά που καταντούσε τρομακτικό. Κι όταν το σώμα του δεν μπορούσε πια να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του χορού, γύρισε για ένα τελευταίο ποτό. "Βάλε μου ένα με πάγο. Κι ύστερα βάλε μου ένα ολόκληρο μπουκάλι με μπόλικο πάγο. Και μαζί, παγοκόφτη. Θέλω να το πάρω πάνω. Για μια μαγική βραδιά. Στ' υπόσχομαι". Ο μπάρμαν υπάκουσε και σύντομα ο καταδικασμένος ήρωας θα ανέβαινε τα σκαλιά.
Εκεί τον περίμενε εκείνη. Ξαπλωμένη, σχεδόν κοιμισμένη, φορούσε μόνο τα εσώρουχα από μαύρη δαντέλα. Εκείνος την πλησίασε και χωρίς να της μιλήσει άνοιξε το μπουκάλι της σαμπάνιας γεμίζοντας τα δύο ποτήρια, έσπασε τον πάγο που είχε φέρει και πριν της προσφέρει το δικό της ποτήρι, πήρε ένα από τα ραϊσμένα κομμάτια πάγου αρχίζοντας να το κυλάει κατά μήκος του σώματός της. Το κορμί της έγινε αμέσως πολύ σκληρό και τα χείλι της σούφρωσαν από επιθυμία. Ο άντρας δεν της έδωσε ακόμα το ποτήρι της. Το έπιασε και άρχισε να το χύνει αργά πάνω της. Ύστερα έσκυψε και άρχισε να γλείφει κάθε χιλιοστό δέρματος που είχε βραχεί...
Στη συνέχεια ο ίδιος ήπιε μονομιάς το δικό του ποτήρι και αφού γδύθηκε τελείως προκάλεσε το αντικείμενο του πόθου του να γυρίσει μπρούμυτα. Τότε άρχισε να την τρίβει απαλά από τον αυχένα ως τη μέση και λίγο πριν προχωρήσει πιο κάτω, αποφάσισε να τερματίσει την αναμονή κάνοντας το σώμα του, ένα με το δικό της. Εκείνη ήταν έτοιμη από ώρα και όταν ο ρυθμός αποχωριζόταν τον ρομαντισμό προσεγγίζοντας την ωμότητα της ταχύτητας, ξέσπασε σε ανάλαφρες κραυγές ικανοποίησης.
Ήταν ακριβώς η στιγμή που πήρε στα χέρια του τον παγοκόφτη και άρχισε να τον χώνει όσο πιο βαθιά μέσα της μπορούσε. Σκούρο κόκκινο αίμα ανάβλυζε από παντού και οι κινήσεις του ήταν τόσο ακαριαίες που δεν πρόλαβε να εκφράσει πόνο από τον βασανισμό. Ήταν παραδομένη στο αίμα που είχε ποτίσει για τα καλά τα άσπρα σεντόνια του κρεβατιού. Ο άντρας σαν από διαστροφή, συνέχισε την συνουσία παίρνοντας απ' το νεκρό κορμί της αυτό που χρειαζόταν κι ύστερα ντύθηκε βιαστικά κατεβαίνοντας τις σκάλες.
Ήταν με όλους χαμογελαστός, μα πιο πολύ με τον μπάρμαν. Του έγνεψε και για πρώτη φορά ο νους και τα μάτια του καθάρισαν τόσο, ώστε να μπορεί να αντικρίσει ξανά την πόρτα. Την άνοιξε και βγήκε. Ήταν ακόμα νύχτα. Μία κρύα νύχτα χωρίς φεγγάρι κι αστέρια, με έναν αέρα να δέρνει οτιδήποτε υπήρχε ολόγυρα. Ο άντρας περπάτησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Το σκοτάδι και τα ζεστά του ρούχα όμως δεν αποκάλυπταν το πρόσωπο του κι έτσι δεν μπορούσες να διακρίνεις αν το βήμα του μαρτυρούσε φόβο ή αποφασιστικότητα.Το περπάτημα του σταμάτησε μπροστά σε μία ανθρώπινη σιλουέτα. Ναι, δεν ήταν κάποιο σκιάχτρο.
"Ηρέμησε! Εδώ όλοι είμαστε μια παρέα" ακούστηκε ξαφνικά από πίσω του μια φωνή τόσο μελωδική, σαν την ηρεμία που είχε ανάγκη να αισθανθεί. Γυρνώντας αντίκρισε μία όμορφη καλοφτιαγμένη γυναίκα με μαύρα μαλλιά και έντονο κόκκινο κραγιόν.
- "Πως σε λένε" ρώτησε με αβεβαιότητα.
- "Τι σημασία έχει; Εδώ δεν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα μας" του απάντησε με αυτοπεποίθηση δίνοντας του να πιει ένα ποτό.
Η γυναίκα προχώρησε πίσω από το παραβάν που έπαιζε νωρίτερα η μπάντα κι αυτός την ακολούθησε θέλοντας να την ρωτήσει τόσα πολλά. Μπαίνοντας όμως στο παραβάν την είδε να έχει σηκώσει την φούστα της προκαλώντας τον να την πλησιάσει. Η λογική τον πρόσταζε να σταματήσει. Να αναζητήσει απαντήσεις. Το σώμα του όμως τον λύγισε. Δεν του άφησε άλλα περιθώρια και αμέσως την σήκωσε στον αέρα στερεώνοντάς την στον πίσω τοίχο και άρχισε να της κάνει έρωτα ακριβώς πίσω από το πλήθος που διασκέδαζε. Θα μπορούσαν ανά πάσα ώρα να τους ανακαλύψουν, όμως για κάποιον ακατανόητο λόγο αυτό έκανε την πράξη ακόμα πιο ερεθιστική. Τουλάχιστον όσο κράτησε...
...γιατί μετά, είχε ακριβώς τις ίδιες απορίες που ερχόντουσαν στο μυαλό του ξανά και ξανά. Ανήμπορος να βρει λύση στα προβλήματά του, επέστρεψε στον όροφο που πέρασε τη νύχτα. Θυμόταν ακριβώς το δωμάτιο και όταν μπήκε είδε ακριβώς αυτό που περίμενε. Η γυναίκα ήταν εκεί. Με τις ίδιες ζαρτιέρες, με το ίδιο λάγνο βλέμμα να τον κοιτάζει. Κρατούσε ένα μακρύ τσιγάρο που ρουφούσε απαλά, αφήνοντάς τον καπνό να βγαίνει απ' το στόμα της χωρίς να τον φυσάει, φτιάχνοντας ένα ολόκληρο πέπλο νέφους μπροστά από το πρόσωπό της.
- "Είναι ώρα για απαντήσεις. Πες μου. Που βρισκόμαστε. Που με έφερες" έδειχνε να ξεσπάει.
Η γυναίκα σηκώθηκε απ΄το κρεβάτι και πλησίασε το παράθυρο. Μόνο τότε παρατήρησε πως έξω απ' το παράθυρο ήταν ακόμα σκοτάδι.
- "Σημασία δεν θα έπρεπε να έχει αυτό, αλλά το αν σου αρέσει" απάντησε απολογητικά.
- "Μου αρέσει αν μπορώ να το ελέγξω. Αν μπορώ να το απολαύσω όσο κρατάει" της εξήγησε και πάλι.
- "Αυτό είναι το βράδυ... το βράδυ που ποτέ δεν τελειώνει ποτέ" του απάντησε όσο πιο αργά μπορούσε.
Ο άντρας έσκυψε το κεφάλι και προσπάθησε να φέρει στα μάτια του όλες τις εμπειρίες των τελευταίων ωρών, μήπως κι έτσι κατάφερνε να ξεκαθαρίσει πως έφτασε σε αυτό το αδιέξοδο. Μάταια όμως.
Η γυναίκα γύρισε προς το μέρος του και σκούπισε ένα δάκρυ που μόλις είχε κυλήσει απ' τα μάτια της. Έριξε κάτι πάνω της και τον άγγιξε παρηγορητικά στην πλάτη. "Έλα, συνήθισέ το. Θα δεις ότι θα σου αρέσει" του είπε κι έφυγε από το δωμάτιο.
Για μέρες που μετρούσαν μόνο σαν ώρες, ο άντρας έπινε, χόρευε, γελούσε ψεύτικα με όλους και έκανε έρωτα. Τουλάχιστον αυτό έδειχνε να είναι το μόνο που τον έκανε να ξεχνιέται, να ξεδίνει, να ξεσπάει την οργή του αποκλεισμού του. Ως πότε όμως;
Μία από αυτές τις φορές καθόταν στο μπαρ παραγγέλνοντας το επόμενο ποτό του. Εκεί βρισκόταν ανελλιπώς ο νεαρός μπάρμαν που με πάθος ετοίμαζε τα ποτά των θαμώνων. Όταν έφερε το δικό του, τον ρώτησε:
- "Τι λες; Συνήθισες πια";
- "Θες να πεις ότι κι εσύ είσαι για πάντα εδώ";
- "Φυσικά. Όλοι είμαστε! Κάποιοι είναι καταδικασμένοι να χορεύουν ασταμάτητα, κάποιοι άλλοι να γελούν με ανόητα αστεία ασταμάτητα κι εγώ, πρέπει να φτιάχνω ποτά από μπουκάλια που δεν έχουν πάτο. Τουλάχιστον εσύ ξέρω ότι πας πάνω. Όσοι πάνε πάνω, έχω ακούσει ότι περνάνε πολύ όμορφα. Όμως... δεν στο είπανε; Αυτό είναι το βράδυ χωρίς τέλος φίλε"!
- "Δεν είναι δυνατό να συμβαίνει αυτό. Τι έκανα και είναι αυτή η τιμωρία μου; Τι κάναμε όλοι και βρισκόμαστε εδώ"; ρώτησε πανικόβλητος.
- "Ακολουθήσαμε τα πάθη μας σε μια στιγμή αδυναμίας. Δεν χρειάστηκε τίποτα άλλο. Εμείς επιλέξαμε να ακολουθήσουμε τον δαίμονά μας" απάντησε πολύ φυσικά ο μπάρμαν.
- "Όχι! Όχι, δεν μπορεί. Θα πρέπει να υπάρχει κι άλλη λύση. Δεν είναι παρά μια γυναίκα..."
- "Έχω ακούσει να λένε, ότι μπορείς να την σκοτώσεις. Και μόλις το κάνεις αυτό, απελευθερώνεσαι, όμως δεν ξέρω προς τα που. Δεν ξέρω που πηγαίνεις μετά. Δεν ξέρω τι υπάρχει έξω από εδώ" πρόσθεσε ψιθυριστά.
Ο άντρας ήπιε βιαστικά το υπόλοιπο ποτό του, άγγιξε στο μπράτσο τον μπάρμαν, θέλοντας έτσι να του εκφράσει την ευγνωμοσύνη του και έφυγε για να χορέψει. Για πρώτη φορά χόρευε τόσο πειστικά, τόσο έντονα. Για πρώτη φορά όχι μόνο γελούσε με τα ανόητα αστεία των άλλων, αλλά δημιούργησε τα δικά του, κάνοντας τους άλλους να γελάνε δυνατά. Τόσο δυνατά που καταντούσε τρομακτικό. Κι όταν το σώμα του δεν μπορούσε πια να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του χορού, γύρισε για ένα τελευταίο ποτό. "Βάλε μου ένα με πάγο. Κι ύστερα βάλε μου ένα ολόκληρο μπουκάλι με μπόλικο πάγο. Και μαζί, παγοκόφτη. Θέλω να το πάρω πάνω. Για μια μαγική βραδιά. Στ' υπόσχομαι". Ο μπάρμαν υπάκουσε και σύντομα ο καταδικασμένος ήρωας θα ανέβαινε τα σκαλιά.
Εκεί τον περίμενε εκείνη. Ξαπλωμένη, σχεδόν κοιμισμένη, φορούσε μόνο τα εσώρουχα από μαύρη δαντέλα. Εκείνος την πλησίασε και χωρίς να της μιλήσει άνοιξε το μπουκάλι της σαμπάνιας γεμίζοντας τα δύο ποτήρια, έσπασε τον πάγο που είχε φέρει και πριν της προσφέρει το δικό της ποτήρι, πήρε ένα από τα ραϊσμένα κομμάτια πάγου αρχίζοντας να το κυλάει κατά μήκος του σώματός της. Το κορμί της έγινε αμέσως πολύ σκληρό και τα χείλι της σούφρωσαν από επιθυμία. Ο άντρας δεν της έδωσε ακόμα το ποτήρι της. Το έπιασε και άρχισε να το χύνει αργά πάνω της. Ύστερα έσκυψε και άρχισε να γλείφει κάθε χιλιοστό δέρματος που είχε βραχεί...
Στη συνέχεια ο ίδιος ήπιε μονομιάς το δικό του ποτήρι και αφού γδύθηκε τελείως προκάλεσε το αντικείμενο του πόθου του να γυρίσει μπρούμυτα. Τότε άρχισε να την τρίβει απαλά από τον αυχένα ως τη μέση και λίγο πριν προχωρήσει πιο κάτω, αποφάσισε να τερματίσει την αναμονή κάνοντας το σώμα του, ένα με το δικό της. Εκείνη ήταν έτοιμη από ώρα και όταν ο ρυθμός αποχωριζόταν τον ρομαντισμό προσεγγίζοντας την ωμότητα της ταχύτητας, ξέσπασε σε ανάλαφρες κραυγές ικανοποίησης.
Ήταν ακριβώς η στιγμή που πήρε στα χέρια του τον παγοκόφτη και άρχισε να τον χώνει όσο πιο βαθιά μέσα της μπορούσε. Σκούρο κόκκινο αίμα ανάβλυζε από παντού και οι κινήσεις του ήταν τόσο ακαριαίες που δεν πρόλαβε να εκφράσει πόνο από τον βασανισμό. Ήταν παραδομένη στο αίμα που είχε ποτίσει για τα καλά τα άσπρα σεντόνια του κρεβατιού. Ο άντρας σαν από διαστροφή, συνέχισε την συνουσία παίρνοντας απ' το νεκρό κορμί της αυτό που χρειαζόταν κι ύστερα ντύθηκε βιαστικά κατεβαίνοντας τις σκάλες.
Ήταν με όλους χαμογελαστός, μα πιο πολύ με τον μπάρμαν. Του έγνεψε και για πρώτη φορά ο νους και τα μάτια του καθάρισαν τόσο, ώστε να μπορεί να αντικρίσει ξανά την πόρτα. Την άνοιξε και βγήκε. Ήταν ακόμα νύχτα. Μία κρύα νύχτα χωρίς φεγγάρι κι αστέρια, με έναν αέρα να δέρνει οτιδήποτε υπήρχε ολόγυρα. Ο άντρας περπάτησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Το σκοτάδι και τα ζεστά του ρούχα όμως δεν αποκάλυπταν το πρόσωπο του κι έτσι δεν μπορούσες να διακρίνεις αν το βήμα του μαρτυρούσε φόβο ή αποφασιστικότητα.Το περπάτημα του σταμάτησε μπροστά σε μία ανθρώπινη σιλουέτα. Ναι, δεν ήταν κάποιο σκιάχτρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το