Μια φορά σε έναν καιρό η Τασία ονειρευόταν μια καλύτερη ζωή για το αύριο. Η ίδια είχε περάσει πολλά δύσκολα χρόνια φτώχιας, μιζέριας, δυστυχίας και έλλειψης. Ήταν μικρή ακόμα, όμως τότε η ηλικία δεν είχε και τόση σημασία κάθε μέλος της οικογένειας έπρεπε να προσφέρει για την επιβίωσή της. Σχολείο δεν πήγε ποτέ. Ο πατέρας της είχε αναθέσει σπουδαιότερες ευθύνες.
Θυμάμαι που όταν γυρνούσε απ’ το χωράφι έπαιρνε το καρβέλι ψωμί απ’ τον πάγκο και η μαμά της ακούγοντάς την, την πρόσταζε να πλυθεί στη βρύση δίπλα στον αχυρώνα. Αχ! πόσο ξεχασιάρα ήταν. Λίγες μπουκιές ψωμί έκοβαν την όρεξη κι όταν ο πατέρας γυρνούσε ήταν όλα έτοιμα. Βασικά η Τασία φρόντιζε για όλα. Η μαμά της έδινε οδηγίες χωρίς να ξέρει τι ακριβώς συνέβαινε, όμως έτσι ένοιωθε ότι συμμετείχε. Ήταν βλέπεις τυφλή εδώ και χρόνια.
Όταν η Τασία γνώρισε τον νεαρό εκείνο από το διπλανό χωριό άρχισε να χάνει το ενδιαφέρον για την καθημερινότητα στο σπίτι και ο πρώτος που το κατάλαβε ήταν ο πατέρας της που αυστηρός της απαγόρευσε να βλέπει τον νέο. Ήταν πολύ αργά όμως και ο πατέρας έθεσε τον όρο να έρθει το ζευγάρι και αφού παντρευτεί να μετακομίσει σπίτι τους. Να βοηθήσει κι αυτός. Όπως κι έγινε.
Σύντομα οι δυο τους απέκτησαν μια κόρη. Ήταν το όνειρο της Τασίας. Είχε τόσα όνειρα γι’ αυτήν, έπρεπε να πετύχει. Όλη στην οικογένεια ήταν χαρούμενοι όμως το ζευγάρι έπρεπε να μετακομίσει στο χωριό εκείνου. Εκεί που είχε περιουσία και μεγάλο σπίτι για να μείνουν άνετα. Δεν ήταν μακριά και το μωρό αυτό άξιζε το καλύτερο. Ήταν για την Τασία η έλευση του σημαντικότερου δώρου, ένας κανονικός χρησμός απ’ τον ίδιο τον Χριστό, γι’ αυτό και πήρε το όνομα, Χριστίνα. Η Χριστίνα ήταν η άνοιξη στην οικογένεια της Τασίας. Και όλοι περίμεναν απ’ αυτήν.
Εκεί στο χωριό η Χριστίνα μπορεί να ήταν πολύ μικρή να σταθεί αντάξια των προσδοκιών, όμως το μόνο σίγουρο είναι πως μάθαινε. Οι γονείς της επένδυαν στο χαρακτήρα και την διαπαιδαγώγηση της και εκείνη τους αντάμειβε σε κάθε ευκαιρία. Και κάπως έτσι τα χρόνια περνούσαν με τη Χριστίνα κοπέλα πια να ξεχωρίζει, όχι μόνο για το πνεύμα και τον καλοδουλεμένο χαρακτήρα της, αλλά και για την εμφάνιση της. Τα κατάξανθα μαλλιά, τα πράσινα μάτια και το δέρμα σα γάλα.
Μεγαλύτερη πια μπορούσε να πηγαίνει συχνότερα στην αγαπημένη της γιαγιά την οποία και λάτρευε. Μοιραζόταν μαζί της μυστικά που κανείς δεν ήξερε. Ίσως η γιαγιά να μην μπορούσε να την δει, όμως η γλυκιά της φωνή και ο τρόπος που μιλούσε έδινε τη σιγουριά που η γιαγιά της ζητούσε. «Ο Κώστας με φίλησε χωρίς να προλάβω να τον σπρώξω» είπε με νάζι και η γιαγιά της ξέσπασε σε γέλια αγκαλιάζοντάς την και φιλώντας την προσεγγιστικά στο κεφάλι.
Η Χριστίνα στο σπίτι της γιαγιάς της περνούσε πολλές ώρες της ημέρας φροντίζοντάς την. Πάντα την καμάρωνα για τη διάθεση που είχε δίπλα της. «Να ξέρεις πως για μένα είσαι τα μάτια που δεν έχω καλό μου παιδί. Ίσως γι' αυτό ο Θεός τα ευλόγησε φτιάχνοντάς τα ανοιχτά για να φωτίζουν το δρόμο σου και πράσινα για να λάμπουν σαν σμαράγδια στις κακοτοπιές που θ' άρθουν», της είπε κάποτε για να απαντήσει με απορία: «Γιατί κακοτοπιές γιαγιά;» και η γιαγιά της χαμογελώντας με νόημα απάντησε: «Θα έρθουν κακοτοπιές Χριστίνα, όμως εσύ θα λάμπεις πάντα. Θα πρέπει να είσαι πάντα δυνατή και να μην παρατάς τον εαυτό σου. Πάντα να παλεύεις για το μέλλον σου και ποτέ μην αφήσεις κάποιον να σε κρατήσει πίσω. Θα δεις πως θα είσαι τα μάτια κι άλλων ανθρώπων στο μέλλον. Τα μάτια σου θα είναι το σπάνιο χάρισμά σου».
Ίσως η Χριστίνα δεν είχε καταλάβει ακριβώς τα λόγια της γιαγιάς, όμως δε θα αργούσε η στιγμή που θα τα ζούσε στην πράξη.
Τα χρόνια πέρασαν και η Χριστίνα άρχισε να πραγματοποιεί τα όνειρά της στερημένης μητέρας της. Άριστη στο σχολείο της, πέρασε στο Πανεπιστήμιο στο οποίο είχε τις καλύτερες περγαμηνές και άριστες επιδόσεις. Μια πραγματικά δακτυλοδεικτούμενη κοπέλα που είχε το σεβασμό όλων, ακόμα και κι όταν απέκτησε την πρώτη της σοβαρή σχέση, ακόμα κι όταν κάπου ενδιάμεσα έχασε την πολυαγαπημένη της γιαγιά. Ένα μεγάλο πλήγμα στη ζωή της.
Τα φοιτητικά χρόνια τελείωσαν και εκείνη γύρισε σπίτι της. Ο σκοπός ήταν να βρει δουλειά, να αναζητήσει μια καλύτερη ζωή. Και αυτό δεν άργησε. Σύντομα ήταν σε μια μικρή εταιρεία με θέση σε γραφείο. Όχι άσχημα για αρχή, όχι αρκετά για να κυνηγήσει το όνειρό της, να κάνει το επόμενο βήμα που η γιαγιά ή η μητέρα της δεν κατάφερε. Μια βαρετή μέρα στη δουλειά έφτασε στο γραφείο της ένας νεαρός πολύ καθώς πρέπει, όμορφος και καλοντυμένος. “Πρέπει να είσαι η Χριστίνα. Μου είπαν να ψάξω για την πιο όμορφη κοπέλα εδώ μέσα”.
”Ελπίζω να μην έχει σημασία αυτό. Τι θα θέλατε;” αποκρίθηκε κοφτά.
”Ξέρετε, συνήθως δεν λειτουργεί έτσι, όμως περάστε από τα γραφεία της εταιρείας μας αύριο το πρωί. Ας κάνουμε μια συζήτηση. Σας θέλουμε να δουλέψετε για μας και σίγουρα εσείς αναζητάτε ένα μεγαλύτερο σκαλοπάτι στην καριέρα σας”. Ο νέος έφυγε και η Χριστίνα προσγειωμένη ως συνήθως δεν ενθουσιάστηκε. Θυμήθηκε όμως τα λόγια της γιαγιάς της και αποφάσισε να ρισκάρει το όνειρο.
Το επόμενο πρωί πέρασε το γυάλινο υπερπολυτελές κτίριο της εταιρείας και βρήκε το νέο από χθες. “Ήρθες! Ακολούθησέ με” ενθουσιώδης ο νέος την οδήγησε στον όγδοο όροφο του κτιρίου. Χτύπησε την πόρτα και την παρουσίασε σε έναν μεσήλικα κύριο που καθόταν στο χλιδάτο γραφείο του. “Ώστε εσύ είσαι η Χριστίνα. Σε περιμέναμε. Ψάχναμε για εσένα, σε βρήκαμε και είμαστε έτοιμοι να επενδύσουμε πάνω σου. Είμαι έτοιμος να στηριχτώ στα μάτια σου” μονολόγησε με ένα ψυχρό χαμόγελο και σοβαρό ύφος.
Θα ήταν αυτή η πλήρωση των λόγων της γιαγιάς της;
Ο πατέρας της Χριστίνας ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα νοσηλείας υπέκυψε στην ασθένειά του και η οικογένεια βυθίστηκε στο πένθος. Ο κύριος Βριάνος έδωσε μεγάλη άδεια στην Χριστίνα και όταν γύρισε της έκανε σημαντική αύξηση που ήταν αλήθεια πως χρειαζόταν πολύ. Ήταν τότε που της ζήτησε να γυρίσει και πάλι στο σπίτι που της είχε διαθέσει κι όμως παρά τις παραινέσεις όλων, η Χριστίνα δεν άφησε την μητέρα της και έμεινε μαζί της.
Η συνεχόμενη ανάπτυξη της Χριστίνας είχε αφήσει άναυδο όλο τον επιχειρηματικό κλάδο. Ο Βριάνος είχε τις ιδέες και τις παραγγελίες και η Χριστίνα ήταν τα μάτια του. Μετουσίωνε κάθε σκέψη σε εικόνα. Κάθε της σχέδιο το αφιέρωνε στη γιαγιά της και είχε έρθει η στιγμή να το κάνει και δημόσια. Ο σύλλογος των επαγγελματιών τους, θα τη βράβευε στην Πράγα με όλες τις τιμές!
Η Χριστίνα έφτασε στην Πράγα με τον Βριάνο και στην απονομή αφού αφιέρωσε το βραβείο στην κυρία Τασία ευχαρίστησε και εκείνον για όσα της είχε προσφέρει στην σταδιοδρομία της. Στο τέλος της εκδήλωσης έφυγαν ευτυχισμένοι. “Μάτια μου. Στο είπα ότι είσαι τα μάτια μου” εκείνη χαμογέλασε χαρούμενη και έφτασαν στο ξενοδοχείο. Ο Βριάνος της φίλησε το χέρι ευγενικά και ερωτικά μαζί και εκείνη ανταπέδωσε με ένα πεταχτό φιλί στο στόμα. Ο Βριάνος συνέχισε συνοδεύοντας την στο κρεβάτι, γδύνοντάς την ενώ εκείνη χωρίς δυνάμεις προσπαθούσε ευγενικά να τον απομακρύνει μέχρι που έγινε πολύ πιεστικός. Η Χριστίνα προσπάθησε να φωνάξει μα εκείνος τη φίμωσε. Πάλη ακολούθησε ώσπου ένας νέος άντρας τον απώθησε απότομα όταν ο Βριάνος με τον αγκώνα του τον χτύπησε δυνατά στο μάτι.
Στον πανικό που ακολούθησε η Χριστίνα συνόδευσε τον νέο στο νοσοκομείο της Πράγας όπου εγχειρίστηκε. Μετά από πολλές ώρες ο χειρούργος ανακοίνωσε πως ο νέος είχε χάσει το ένα του μάτι. Ήταν ο Θάνος. Ο νεαρός που την είχε καλέσει εκ μέρους της εταιρείας. Πάντα φλέρταραν! Η Χριστίνα τον πλησίασε: “Μη φοβάσαι. Θα είμαι εγώ τα μάτια σου” ψιθύρισε φιλώντας στοργικά τον σωτήρα της. “Μαζί. Μακριά από κει” της είπε χαμογελώντας.
:[
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το