σημερινή προσθήκη στην λίστα των καταχωρήσεων τσι μέρας
από ενθέματα
Γιατί η Αριστερά του 40% είναι στο περιθώριο;
Οι εκλογές της 7ης Νοεμβρίου ανέδειξαν στην Αττική πρώτη δύναμη την Αριστερά. Εντούτοις, το βράδυ των εκλογών, η Αριστερά ήταν στα υπόλοιπα, στα αποτελέσματα που κανένα ενδιαφέρον δεν έχουν. Κατά παράδοξο τρόπο, ο «δικομματισμός» εμφανίστηκε νικητής και, καθώς αυτό δεν αρκούσε, εφευρέθηκε ένας νέος «νικητής», η αποχή. Δύο φαντασιακοί «νικητές», υπαρκτοί και οι δύο φυσικά, αλλά υπερτονισμένοι έναντι του ενός και μοναδικού νικητή: της Αριστεράς.
Οι πολίτες συνειδητά ψήφισαν αριστερά σχήματα: το ΚΚΕ (14%), τον Μητρόπουλο υποστηριζόμενο από τον ΣΥΝ (6%), τη Δημοκρατική Αριστερά (4%), τους Οικολόγους-Πράσινους (4%), την Ανταρσύα (2%), τον Αλαβάνο (2%). Σύνολο, μαζί με τα δεκαδικά, 32%. Αυτό το εντυπωσιακό άθροισμα δεν περιλαμβάνει τον «αντιμνημονιακό» Δημαρά, από το ποσοστό του οποίου τουλάχιστον 6-7% θα μπορούσε να θεωρηθεί αριστερής κατεύθυνσης. Κοινώς, η δηλωμένη αριστερή ψήφος αποτελεί την πρώτη προτίμηση της Αττικής, φτάνοντας το 40%. Οι πολίτες δεν ψήφισαν τα κόμματα του δικομματισμού, που κινούνται σε χαμηλά ποσοστά, 20-24% το καθένα.
Εάν ζούσαμε στη Χιλή του 1970 αυτό το ποσοστό θα εξέλεγε τον πρόεδρο Αλλιέντε (33%), ενώ σε οποιαδήποτε λατινοαμερικάνικη χώρα σήμερα θα εξέλεγε έναν από τους πολλούς αριστερούς προέδρους. Στην Ιταλία ή τη Γαλλία του 1960, με μικρότερα ποσοστά, το Ιταλικό και το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (34 και 28%) έγραψαν τις πιο λαμπρές σελίδες στην ιστορία της ευρωπαϊκής Αριστεράς.
Και όμως, για την ελληνική Αριστερά αυτή η μεγάλη δύναμη μετατρέπεται σε «κατάρα». Με κάποιο τρόπο πρέπει να εξαφανιστεί, κι εδώ αρχίζουν οι ταχυδακτυλουργίες. Το ΚΚΕ εντάσσει την υπόλοιπη Αριστερά στο μπλοκ του δικομματισμού, οπότε εξαφανίζεται ένα τεράστιο ποσοστό της τάξης του 25%. Ταυτόχρονα, συνεχίζει παραπλανητικά να δηλώνει ότι οι πολίτες είναι εγκλωβισμένοι στο δικομματισμό. Οι πολίτες της Αττικής δεν ψήφισαν τα δύο μεγάλα κόμματα, αλλά το ΚΚΕ εξακολουθεί να συμπεριφέρεται λες και τα ψήφισαν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επικεντρώνεται στο μνημονιακό-αντιμνημονιακό δίλημμα, προκειμένου να καταδείξει την έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης του Μνημονίου, εστιαζόμενος στη φθορά του δικομματισμού και την αποχή. Ορθόν, αλλά ημιτελές, καθώς παρακάμπτει το κοινό μυστικό: το πολιτικό πρόβλημα δεν είναι το φιλομνημονιακό μπλοκ, αλλά η πολιτική κατάσταση στο αντιμνημονιακό μπλοκ, που δεν μπορεί να συγκροτήσει μια βιώσιμη συμμαχία σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, προκειμένου να αντισταθεί ή να ανατρέψει το Μνημόνιο.
Η Δημοκρατική Αριστερά προβάλλει ως νικητή την αποχή, υπογραμμίζοντας την κρίση του πολιτικού συστήματος συνολικά. Ωστόσο, αυτή που βρίσκεται πραγματικά σε κρίση είναι η Αριστερά του 40% και όχι ο δικομματισμός του 45%. Η αποχή θα μειωνόταν εάν η Αριστερά ήταν πιο ενωμένη και πειστική, ενώ η πληθώρα των νέων εκκολαπτόμενων σχημάτων της Αριστεράς επιτείνει το πρόβλημα.
Παρακάμπτω, χάριν συντομίας, τους άλλους πολιτικούς σχηματισμούς: Αλαβάνο και ΚΟΕ, Ανταρσύα, Οικολόγους-Πράσινους, που θεώρησαν, όπως και η ΔΗΑΡ, ότι είναι η ευκαιρία να μετρηθούν με το εκλογικό μέτρο του 3%. Φανταστείτε να υπήρχε απλή αναλογική, θα κατέβαιναν καμιά εικοσαριά αριστερά σχήματα.
Εν ολίγοις, η μετατροπή της αντιμνημονιακής-αντικυβερνητικής ψήφου σε πολιτική κυριαρχία του δικομματισμού αποτελεί επίτευγμα της ελληνικής Αριστεράς, μοναδικό στον κόσμο. Στην Αττική, λόγω του κατακερματισμού της Αριστεράς, θα εκλεγεί περιφερειάρχης από το πενιχρό 45% του δικομματισμού, γεγονός που «νομιμοποιεί το Μνημόνιο», τη στιγμή που οι πολίτες «έπραξαν στο ακέραιο το καθήκον τους», ψήφισαν δηλαδή αντιμνημονιακά, όπως τους κάλεσε η Αριστερά.
Η Αριστερά δεν ξέρει τι να κάνει την πλειοψηφία των πολιτών που στρέφονται προς αυτήν, διότι τότε όλες οι αριστερές δυνάμεις πρέπει να αναμετρηθούν με τον εαυτό τους, να εξηγήσουν τι είναι εκείνο που καθιστά το αριστερό πολιτικό φάσμα κατακερματισμένο και ανούσιο. Έτσι, εφευρίσκονται διάφορα, όπως το αυτιστικό επιχείρημα ότι για την κατάσταση της Αριστεράς φταίει η άλλη Αριστερά, πλην του εαυτού μας. Και το κάθε κομμάτι, στη συνέχεια, ισχυρίζεται ότι η «λύση» είναι να αυξήσει τις δυνάμεις του, κατά κανόνα εις βάρος των άλλων. Μόνο που αυτό δεν οδηγεί πουθενά. Διότι και 6% να γίνει η Δημοκρατική Αριστερά, και να διπλασιάσει η Ανταρσύα τις δυνάμεις της, και να αυξηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στο 8%, και να αυξηθεί και άλλο το ΚΚΕ, και «φυλακή να πάει» ο Αλαβάνος για να πείσει τη νεολαία για το αναγκαίον της «Λαϊκής Δημοκρατίας της Αττικής», πάλι ο δικομματισμός θα κυβερνάει, με εξαιρετικά μικρά ποσοστά. «Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα», όπως λέει ο πρωθυπουργός, και η στατιστική επιστήμη είναι με το μέρος του.
Υπάρχει ερμηνεία για το παράδοξο αυτό φαινόμενο; Επιτρέψτε μου να ανακαλέσω την ανάλυση του Α. Ελεφάντη για την «επαγγελία της αδύνατης επανάστασης», όσον αφορά το ΚΚΕ του Μεσοπολέμου: το ΚΚΕ, ακόμα και εάν αποκτούσε την πλειοψηφία, πράγμα που εν πολλοίς συνέβη στην Κατοχή, ήταν αδύνατον να κάνει την επανάσταση που επαγγελλόταν. Το επιχείρημα του Ελεφάντη είχε ευρύτερες διεθνείς διαστάσεις, καθώς η θεωρητική και ιδεολογική αναπηρία των σταλινικών κομμάτων τα καθιστούσε πολιτικά ανίκανα να πετύχουν τον στόχο τους. Κανένα σταλινικό κόμμα, από το 1930 μέχρι την κατάρρευση, δεν έκανε ποτέ και πουθενά επιτυχή επανάσταση. Ακόμα και στην Κούβα, το 1959, το σταλινικό κομμουνιστικό κόμμα της χώρας δεν συμμετείχε.
Σήμερα, κάθε συζήτηση για επανάσταση φαντάζει εξωπραγματική και όσοι μιλούν γι’ αυτήν από θεωρητική και ιδεολογική σκοπιά βρίσκονται σε ακόμα πιο πρωτόγονα επίπεδα. Το ΚΚΕ εμπνέεται από την περίοδο πριν το Συνέδριο του 1935: εξιδανίκευσε τον σταλινικό σοσιαλισμό του 1930, την πολιτική του «σοσιαλφασισμού» (μόνοι εναντίον όλων) και την ανάγκη άμεσης σοσιαλιστικής επανάστασης, ενώ δανείζεται όρους από το 1932 (Λαϊκή Συσπείρωση στους δήμους). Αλλά οι θεωρητικές και ιδεολογικές αναπηρίες του είναι πολλαπλάσιες από αυτές που έχει επισημάνει ο Ελεφάντης. Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν για τον «κομμουνισμό» και την «επαναστατικότητα» των περισσότερων μικροομάδων.
Το μείζον θέμα για την Αριστερά σήμερα είναι η «επαγγελία της αδύνατης δημοκρατικής πλειοψηφίας», της μόνης ρεαλιστικής προοπτικής σε ένα εμπεδωμένο κοινοβουλευτικό σύστημα. Αυτή την επαγγελία, της δημιουργίας μιας μεγάλης αριστερής πλειοψηφίας που θα πραγματοποιήσει τις αλλαγές που επιβάλλουν οι πραγματικές οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, και όπως φαίνεται θα ήθελε και η σχετική πλειοψηφία των πολιτών, δεν μπορεί να την πραγματώσει η Αριστερά.
Η έλλειψη θεωρίας, η έλλειψη καταστατικού προγραμματικού λόγου, η έλλειψη μιας βιώσιμης θεμελιακής επιλογής, που να μπορεί να υπηρετήσει με αξιόπιστο τρόπο την κοινωνία βρίσκεται στην καρδιά του προβλήματος. Η ιστορική ήττα του κομμουνισμού και της σοσιαλδημοκρατίας έκοψε τον ομφάλιο λώρο που συνέδεε την Αριστερά με κάποιας μορφής σοσιαλισμό — μεταρρυθμιστικό ή επαναστατικό. Για να επιβιώσει η Αριστερά, διεθνώς, δεν κατέθεσε μόνο τα όπλα (Λατινική Αμερική), αλλά ανέτρεξε σε μια πληθώρα θεωρητικών και ιδεολογικών παραδόσεων, από τον αναρχισμό και την οικολογία μέχρι τις σοσιαλιστικές και τις αυτοδιαχειριστικές παραδόσεις, προκειμένου να δημιουργήσει ένα νέο φάσμα ιδεών και άμεσων παρεμβάσεων –κοινωνικών, οικολογικών, οικονομικών– και, από κοινού με την ιδέα της ενότητας μιας πλουραλιστικής Αριστεράς, να συνεχίσει να υπάρχει ως ζωντανή και βιώσιμη πολιτική δύναμη. Αυτό επιδίωξαν οι ιδέες του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ, με επιτυχία στη Λατινική Αμερική. Η στρατηγική δεν απέδωσε στην Ευρώπη, ευδοκίμησε όμως η ιδέα της πολιτικής ανασύνθεσης (Γερμανία), στον αντίποδα του συνεχιζόμενου κατακερματισμού και της διάλυσης (Ιταλία).
Στην Ελλάδα, σήμερα, η φυγή από την πραγματικότητα και την κοινωνία, ο απομονωτισμός είναι το κυρίαρχο μοτίβο. Όλοι φαίνεται να βολεύονται με την κατάσταση αυτή της «αποκοινώνητης Αριστεράς», του κατακερματισμού. Βολεύονται με την ιδέα του 3% και μιας μικρής κοινοβουλευτικής ομάδας. Αυτό σίγουρα δεν δημιουργεί καμία απολύτως πολιτική ευθύνη. Είναι εντελώς ανέξοδη η πολιτική διαμάχη για αριστερή ή δεξιά στροφή, την «αντιμνημονιακή επανάσταση», τους αδύναμους κρίκους, τους κοινωνικούς Δεκέμβρηδες, την επανάσταση ως τέχνασμα που προτείνουν οι «οικονομολόγοι της συμφοράς», επενδύοντας στη χρεοκοπία και επιζητώντας την έξοδο από την Ευρώπη, όπως ανέξοδη είναι και η φιλοευρωπαϊκή παράδοση που αδυνατεί να μετατραπεί σε ριζοσπαστική πολιτική. Μια μεταμοντέρνα κατάσταση πολιτικού λόγου, όπου ο λόγος, αποκοπτόμενος από κάθε κοινωνική αναφορά, γίνεται εσωτερικός και αυτοαναφορικός. Μια απολίτικη Αριστερά, που όσο πιο «αριστερός» είναι ο λόγος της τόσο πιο απολίτικο το υπόβαθρό του.
Μεγάλο μέρος των πολιτών ψηφίζει Αριστερά, και μάλιστα αυτή την Αριστερά. Μπορεί κάλλιστα να απέχουν, να ρίχνουν λευκό ή κάθε τόσο την ψήφο τους αριστερά. Η Αριστερά θα συνεχίσει να τους απογοητεύει όσο αποφεύγει να θέσει στο επίκεντρο βιώσιμες πολιτικές λύσεις, ικανές να τους εμπνεύσουν. Δεν χρειάζονται άλλες ανασυνθέσεις, σχήματα και ενωτικές πρωτοβουλίες που υποκρύπτουν νέες οργανωτικές αναδιατάξεις. Το πρόβλημα δεν είναι οργανωτικό. Είναι θεωρητικό, ιδεολογικό και πολιτικό. Είναι ζήτημα ιδεών και πολιτικής. Είναι θέμα της δημιουργίας ενός πόλου που να καλύπτει όλο το φάσμα, από τον σοσιαλιστικό, τον ριζοσπαστικό και τον οικολογικό χώρο, συμμαχικής ή άλλης σύνθεσης, ικανής να δώσει ορατές και πειστικές απαντήσεις στις αγωνίες των αριστερών πολιτών.
οι απόψεις που εκφράζονται στο κείμενο δε συμφωνούν ή εκφράζουν απαραίτητα το yannidakis. Η βράβευση ικανοποιεί μια σειρά από συγκεκριμένα κριτήρια
από ενθέματα
Γιατί η Αριστερά του 40% είναι στο περιθώριο;
Οι εκλογές της 7ης Νοεμβρίου ανέδειξαν στην Αττική πρώτη δύναμη την Αριστερά. Εντούτοις, το βράδυ των εκλογών, η Αριστερά ήταν στα υπόλοιπα, στα αποτελέσματα που κανένα ενδιαφέρον δεν έχουν. Κατά παράδοξο τρόπο, ο «δικομματισμός» εμφανίστηκε νικητής και, καθώς αυτό δεν αρκούσε, εφευρέθηκε ένας νέος «νικητής», η αποχή. Δύο φαντασιακοί «νικητές», υπαρκτοί και οι δύο φυσικά, αλλά υπερτονισμένοι έναντι του ενός και μοναδικού νικητή: της Αριστεράς.
Οι πολίτες συνειδητά ψήφισαν αριστερά σχήματα: το ΚΚΕ (14%), τον Μητρόπουλο υποστηριζόμενο από τον ΣΥΝ (6%), τη Δημοκρατική Αριστερά (4%), τους Οικολόγους-Πράσινους (4%), την Ανταρσύα (2%), τον Αλαβάνο (2%). Σύνολο, μαζί με τα δεκαδικά, 32%. Αυτό το εντυπωσιακό άθροισμα δεν περιλαμβάνει τον «αντιμνημονιακό» Δημαρά, από το ποσοστό του οποίου τουλάχιστον 6-7% θα μπορούσε να θεωρηθεί αριστερής κατεύθυνσης. Κοινώς, η δηλωμένη αριστερή ψήφος αποτελεί την πρώτη προτίμηση της Αττικής, φτάνοντας το 40%. Οι πολίτες δεν ψήφισαν τα κόμματα του δικομματισμού, που κινούνται σε χαμηλά ποσοστά, 20-24% το καθένα.
Εάν ζούσαμε στη Χιλή του 1970 αυτό το ποσοστό θα εξέλεγε τον πρόεδρο Αλλιέντε (33%), ενώ σε οποιαδήποτε λατινοαμερικάνικη χώρα σήμερα θα εξέλεγε έναν από τους πολλούς αριστερούς προέδρους. Στην Ιταλία ή τη Γαλλία του 1960, με μικρότερα ποσοστά, το Ιταλικό και το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (34 και 28%) έγραψαν τις πιο λαμπρές σελίδες στην ιστορία της ευρωπαϊκής Αριστεράς.
Και όμως, για την ελληνική Αριστερά αυτή η μεγάλη δύναμη μετατρέπεται σε «κατάρα». Με κάποιο τρόπο πρέπει να εξαφανιστεί, κι εδώ αρχίζουν οι ταχυδακτυλουργίες. Το ΚΚΕ εντάσσει την υπόλοιπη Αριστερά στο μπλοκ του δικομματισμού, οπότε εξαφανίζεται ένα τεράστιο ποσοστό της τάξης του 25%. Ταυτόχρονα, συνεχίζει παραπλανητικά να δηλώνει ότι οι πολίτες είναι εγκλωβισμένοι στο δικομματισμό. Οι πολίτες της Αττικής δεν ψήφισαν τα δύο μεγάλα κόμματα, αλλά το ΚΚΕ εξακολουθεί να συμπεριφέρεται λες και τα ψήφισαν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επικεντρώνεται στο μνημονιακό-αντιμνημονιακό δίλημμα, προκειμένου να καταδείξει την έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης του Μνημονίου, εστιαζόμενος στη φθορά του δικομματισμού και την αποχή. Ορθόν, αλλά ημιτελές, καθώς παρακάμπτει το κοινό μυστικό: το πολιτικό πρόβλημα δεν είναι το φιλομνημονιακό μπλοκ, αλλά η πολιτική κατάσταση στο αντιμνημονιακό μπλοκ, που δεν μπορεί να συγκροτήσει μια βιώσιμη συμμαχία σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, προκειμένου να αντισταθεί ή να ανατρέψει το Μνημόνιο.
Η Δημοκρατική Αριστερά προβάλλει ως νικητή την αποχή, υπογραμμίζοντας την κρίση του πολιτικού συστήματος συνολικά. Ωστόσο, αυτή που βρίσκεται πραγματικά σε κρίση είναι η Αριστερά του 40% και όχι ο δικομματισμός του 45%. Η αποχή θα μειωνόταν εάν η Αριστερά ήταν πιο ενωμένη και πειστική, ενώ η πληθώρα των νέων εκκολαπτόμενων σχημάτων της Αριστεράς επιτείνει το πρόβλημα.
Παρακάμπτω, χάριν συντομίας, τους άλλους πολιτικούς σχηματισμούς: Αλαβάνο και ΚΟΕ, Ανταρσύα, Οικολόγους-Πράσινους, που θεώρησαν, όπως και η ΔΗΑΡ, ότι είναι η ευκαιρία να μετρηθούν με το εκλογικό μέτρο του 3%. Φανταστείτε να υπήρχε απλή αναλογική, θα κατέβαιναν καμιά εικοσαριά αριστερά σχήματα.
Εν ολίγοις, η μετατροπή της αντιμνημονιακής-αντικυβερνητικής ψήφου σε πολιτική κυριαρχία του δικομματισμού αποτελεί επίτευγμα της ελληνικής Αριστεράς, μοναδικό στον κόσμο. Στην Αττική, λόγω του κατακερματισμού της Αριστεράς, θα εκλεγεί περιφερειάρχης από το πενιχρό 45% του δικομματισμού, γεγονός που «νομιμοποιεί το Μνημόνιο», τη στιγμή που οι πολίτες «έπραξαν στο ακέραιο το καθήκον τους», ψήφισαν δηλαδή αντιμνημονιακά, όπως τους κάλεσε η Αριστερά.
Η Αριστερά δεν ξέρει τι να κάνει την πλειοψηφία των πολιτών που στρέφονται προς αυτήν, διότι τότε όλες οι αριστερές δυνάμεις πρέπει να αναμετρηθούν με τον εαυτό τους, να εξηγήσουν τι είναι εκείνο που καθιστά το αριστερό πολιτικό φάσμα κατακερματισμένο και ανούσιο. Έτσι, εφευρίσκονται διάφορα, όπως το αυτιστικό επιχείρημα ότι για την κατάσταση της Αριστεράς φταίει η άλλη Αριστερά, πλην του εαυτού μας. Και το κάθε κομμάτι, στη συνέχεια, ισχυρίζεται ότι η «λύση» είναι να αυξήσει τις δυνάμεις του, κατά κανόνα εις βάρος των άλλων. Μόνο που αυτό δεν οδηγεί πουθενά. Διότι και 6% να γίνει η Δημοκρατική Αριστερά, και να διπλασιάσει η Ανταρσύα τις δυνάμεις της, και να αυξηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στο 8%, και να αυξηθεί και άλλο το ΚΚΕ, και «φυλακή να πάει» ο Αλαβάνος για να πείσει τη νεολαία για το αναγκαίον της «Λαϊκής Δημοκρατίας της Αττικής», πάλι ο δικομματισμός θα κυβερνάει, με εξαιρετικά μικρά ποσοστά. «Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα», όπως λέει ο πρωθυπουργός, και η στατιστική επιστήμη είναι με το μέρος του.
Υπάρχει ερμηνεία για το παράδοξο αυτό φαινόμενο; Επιτρέψτε μου να ανακαλέσω την ανάλυση του Α. Ελεφάντη για την «επαγγελία της αδύνατης επανάστασης», όσον αφορά το ΚΚΕ του Μεσοπολέμου: το ΚΚΕ, ακόμα και εάν αποκτούσε την πλειοψηφία, πράγμα που εν πολλοίς συνέβη στην Κατοχή, ήταν αδύνατον να κάνει την επανάσταση που επαγγελλόταν. Το επιχείρημα του Ελεφάντη είχε ευρύτερες διεθνείς διαστάσεις, καθώς η θεωρητική και ιδεολογική αναπηρία των σταλινικών κομμάτων τα καθιστούσε πολιτικά ανίκανα να πετύχουν τον στόχο τους. Κανένα σταλινικό κόμμα, από το 1930 μέχρι την κατάρρευση, δεν έκανε ποτέ και πουθενά επιτυχή επανάσταση. Ακόμα και στην Κούβα, το 1959, το σταλινικό κομμουνιστικό κόμμα της χώρας δεν συμμετείχε.
Σήμερα, κάθε συζήτηση για επανάσταση φαντάζει εξωπραγματική και όσοι μιλούν γι’ αυτήν από θεωρητική και ιδεολογική σκοπιά βρίσκονται σε ακόμα πιο πρωτόγονα επίπεδα. Το ΚΚΕ εμπνέεται από την περίοδο πριν το Συνέδριο του 1935: εξιδανίκευσε τον σταλινικό σοσιαλισμό του 1930, την πολιτική του «σοσιαλφασισμού» (μόνοι εναντίον όλων) και την ανάγκη άμεσης σοσιαλιστικής επανάστασης, ενώ δανείζεται όρους από το 1932 (Λαϊκή Συσπείρωση στους δήμους). Αλλά οι θεωρητικές και ιδεολογικές αναπηρίες του είναι πολλαπλάσιες από αυτές που έχει επισημάνει ο Ελεφάντης. Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν για τον «κομμουνισμό» και την «επαναστατικότητα» των περισσότερων μικροομάδων.
Το μείζον θέμα για την Αριστερά σήμερα είναι η «επαγγελία της αδύνατης δημοκρατικής πλειοψηφίας», της μόνης ρεαλιστικής προοπτικής σε ένα εμπεδωμένο κοινοβουλευτικό σύστημα. Αυτή την επαγγελία, της δημιουργίας μιας μεγάλης αριστερής πλειοψηφίας που θα πραγματοποιήσει τις αλλαγές που επιβάλλουν οι πραγματικές οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, και όπως φαίνεται θα ήθελε και η σχετική πλειοψηφία των πολιτών, δεν μπορεί να την πραγματώσει η Αριστερά.
Η έλλειψη θεωρίας, η έλλειψη καταστατικού προγραμματικού λόγου, η έλλειψη μιας βιώσιμης θεμελιακής επιλογής, που να μπορεί να υπηρετήσει με αξιόπιστο τρόπο την κοινωνία βρίσκεται στην καρδιά του προβλήματος. Η ιστορική ήττα του κομμουνισμού και της σοσιαλδημοκρατίας έκοψε τον ομφάλιο λώρο που συνέδεε την Αριστερά με κάποιας μορφής σοσιαλισμό — μεταρρυθμιστικό ή επαναστατικό. Για να επιβιώσει η Αριστερά, διεθνώς, δεν κατέθεσε μόνο τα όπλα (Λατινική Αμερική), αλλά ανέτρεξε σε μια πληθώρα θεωρητικών και ιδεολογικών παραδόσεων, από τον αναρχισμό και την οικολογία μέχρι τις σοσιαλιστικές και τις αυτοδιαχειριστικές παραδόσεις, προκειμένου να δημιουργήσει ένα νέο φάσμα ιδεών και άμεσων παρεμβάσεων –κοινωνικών, οικολογικών, οικονομικών– και, από κοινού με την ιδέα της ενότητας μιας πλουραλιστικής Αριστεράς, να συνεχίσει να υπάρχει ως ζωντανή και βιώσιμη πολιτική δύναμη. Αυτό επιδίωξαν οι ιδέες του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ, με επιτυχία στη Λατινική Αμερική. Η στρατηγική δεν απέδωσε στην Ευρώπη, ευδοκίμησε όμως η ιδέα της πολιτικής ανασύνθεσης (Γερμανία), στον αντίποδα του συνεχιζόμενου κατακερματισμού και της διάλυσης (Ιταλία).
Στην Ελλάδα, σήμερα, η φυγή από την πραγματικότητα και την κοινωνία, ο απομονωτισμός είναι το κυρίαρχο μοτίβο. Όλοι φαίνεται να βολεύονται με την κατάσταση αυτή της «αποκοινώνητης Αριστεράς», του κατακερματισμού. Βολεύονται με την ιδέα του 3% και μιας μικρής κοινοβουλευτικής ομάδας. Αυτό σίγουρα δεν δημιουργεί καμία απολύτως πολιτική ευθύνη. Είναι εντελώς ανέξοδη η πολιτική διαμάχη για αριστερή ή δεξιά στροφή, την «αντιμνημονιακή επανάσταση», τους αδύναμους κρίκους, τους κοινωνικούς Δεκέμβρηδες, την επανάσταση ως τέχνασμα που προτείνουν οι «οικονομολόγοι της συμφοράς», επενδύοντας στη χρεοκοπία και επιζητώντας την έξοδο από την Ευρώπη, όπως ανέξοδη είναι και η φιλοευρωπαϊκή παράδοση που αδυνατεί να μετατραπεί σε ριζοσπαστική πολιτική. Μια μεταμοντέρνα κατάσταση πολιτικού λόγου, όπου ο λόγος, αποκοπτόμενος από κάθε κοινωνική αναφορά, γίνεται εσωτερικός και αυτοαναφορικός. Μια απολίτικη Αριστερά, που όσο πιο «αριστερός» είναι ο λόγος της τόσο πιο απολίτικο το υπόβαθρό του.
Μεγάλο μέρος των πολιτών ψηφίζει Αριστερά, και μάλιστα αυτή την Αριστερά. Μπορεί κάλλιστα να απέχουν, να ρίχνουν λευκό ή κάθε τόσο την ψήφο τους αριστερά. Η Αριστερά θα συνεχίσει να τους απογοητεύει όσο αποφεύγει να θέσει στο επίκεντρο βιώσιμες πολιτικές λύσεις, ικανές να τους εμπνεύσουν. Δεν χρειάζονται άλλες ανασυνθέσεις, σχήματα και ενωτικές πρωτοβουλίες που υποκρύπτουν νέες οργανωτικές αναδιατάξεις. Το πρόβλημα δεν είναι οργανωτικό. Είναι θεωρητικό, ιδεολογικό και πολιτικό. Είναι ζήτημα ιδεών και πολιτικής. Είναι θέμα της δημιουργίας ενός πόλου που να καλύπτει όλο το φάσμα, από τον σοσιαλιστικό, τον ριζοσπαστικό και τον οικολογικό χώρο, συμμαχικής ή άλλης σύνθεσης, ικανής να δώσει ορατές και πειστικές απαντήσεις στις αγωνίες των αριστερών πολιτών.
οι απόψεις που εκφράζονται στο κείμενο δε συμφωνούν ή εκφράζουν απαραίτητα το yannidakis. Η βράβευση ικανοποιεί μια σειρά από συγκεκριμένα κριτήρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το