Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

κυματίζοντας σκέψεις - στη βροχή του ψηλορείτη


στη βροχή του Ψηλορείτη

Μια βαριά συννεφιά σκέπαζε τον ουρανό και το φως ήταν τόσο χαμηλό αν και ήταν μέρα μεσημέρι,που όλα έπαιρναν τις σκιές μιας ασπρόμαυρης φωτογραφίας. 'Όλες οι αποχρώσεις του γκρίζου ξεδιπλωνόντουσαν μπροστά της. Δε μπορούσε να καταλάβει μα ούτε και να διανοηθεί πως βρέθηκε σ' αυτό το μέρος. Το τοπίο γνωστό μα κι άγνωστο ταυτόχρονα, χαμηλά λοφάκια και πουρνάρια τριγύρω και στο βάθος ο Ψηλορείτης δέσποζε σαν άρχοντας που επιβλέπει υπεροπτικά το βασίλειό του. Οι λόφοι και τα χαμηλά βουνά ήταν ανθόσπαρτα και πράσινα από την δύναμη της ανοιξιάτικης βροχής που τα είχε θρέψει απροσδόκητα. Περπατούσε ξυπόλυτη μα τα πόδια της δεν ένοιωθαν τη γη και δε μπορούσε να πιστέψει ότι φορούσε εκείνη τη νυχτικιά που αυτός της είχε πάρει. Κουδούνια ακούστηκαν να χτυπούν ρυθμικά κάπου κοντά. Αντιλαλούσαν στην απόλυτη ηρεμία του τοπίου λες και ήταν το θυμιατό κάποιας δοξολογίας. Και ξαφνικά το βλέμμα της πρόσεξε μια σιλουέτα να στέκεται πάνω σ' ένα λοφάκι. Ντράπηκε λίγο για τον τρόπο που ήταν ντυμένη μα τα μάτια της άρχισαν να την εξετάζουν προσεχτικά. Φορούσε μαύρα στιβάνια ψηλά μέχρι το καλάμι και τα παντελόνια του ήταν χωμένα μέσα τους. Τα μαύρα παντελόνια φούσκωναν προς τα πάνω και τέλειωναν εκεί που το μαύρο του πουκάμισο ξεκινούσε ανάλαφρο και φαρδύ, ανοιχτό δείχνοντας το στήθος του και τα μανίκια σηκωμένα μέχρι τους αγκώνες. Τα χέρια του κρέμονταν απάνω στο ραβδί που το είχε περασμένο πάνω στους ώμους του. Στο στήθος του γυάλιζε ένας χρυσός σταυρός κρεμασμένος πάνω σε μαλαματένια αλυσίδα. Δε μπορούσε να ξεχωρίσει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του αλλά μπορούσε να δει ότι είχε μια γενειάδα από άκρη σε άκρη του προσώπου του και στο μέτωπό του κρεμόντουσαν τα κρόσσια από το σαρίκι που είχε τυλιγμένο στο κεφάλι του. Ενώ δε μπορούσε να ξεχωρίσει τα χαρακτηριστικά του ένοιωθε το βλέμμα του καρφωμένο πάνω της να εξετάζει κάθε γραμμή του κορμιού της. Έκανε να γυρίσει και να κρυφτεί μα δεν υπήρχε τίποτα γύρο της να της δόση προστασία από από το επίμονο βλέμμα του βοσκού.

“Έεεεεει κοπελιάαααα!” Η φωνή του ακούστηκε αποφασιστική μα δεν ήταν άγρια ούτε χοντρή. "Ήντα γυρεύγεις σε τούτανέ τα μέρη;" Δε του απάντησε από ντροπή, άλλωστε τι θα μπορούσε να του πει, καθώς ούτε κι αυτή ήξερε πως βρέθηκε εκεί. "Μπα να χάθηκες ξεπαπούτσωτη ετσά; Μπα να θες βοήθεια;" Και πάλι δε του μίλησε... Ο Ουρανός τώρα είχε γίνει κατάμαυρος και απειλητικός και οι πρώτες σταγόνες άρχισαν να τη χτυπάνε απαλά στο κεφάλι και τους ώμους. Η αστραπή που φώτισε δυνατά το τοπίο την τύφλωσε και ο θόρυβος της βροντής ήταν εκκωφαντικός. Με μεγάλες δρασκελιές ο βοσκός άρχισε να την πλησιάζει. Ένοιωθε γυμνή και απροστάτευτη κι ένα ρίγος την πέρασε σα φόβος ανασφάλειας. Προσπάθησε να φύγει μα έμεινε ακίνητη χωρίς τον έλεγχο των ποδιών της. Σε χρόνο μηδέν ήταν κοντά της και το χέρι του απλώθηκε γύρω από την πλάτη της. "Ανε θες να πουντιάσεις επαέ δα να 'σαι κουζουλή" Και χωρίς να πάρει την άδειά της άρχισε να τη σπρώχνει γρήγορα προς το πίσω μέρος του λόφου. Αυτή συνέχισε να έχει κατεβασμένα τα μάτια της και χωρίς κανένα έλεγχο των άκρων της τον ακολούθησε χωρίς επιλογή. Η βροχή τώρα έπεφτε πυκνή και χτυπούσε ανελέητα τα κορμιά τους που μούσκευαν κάτω από τα ρούχα τους. Καθώς περάσανε το ύψωμα μπροστά της είδε τα πρόβατα μαζεμένα όλα μαζί με τα κεφάλια τους κάτω και ακίνητα, σχεδόν κουρνιασμένα το ένα δίπλα στο άλλο, μοιάζανε σαν άσπρο σύννεφο που είχε πέσει στη γη. Πίσω τους μια ξύλινη καλύβα με σακατεμένα παράθυρα και μια στραβή πόρτα στεκόταν κατάμαυρη και τα νερά τρέχαν καταρράχτης από τη τσίγκινη οροφή της. Ο βοσκός έσπρωξε τη πόρτα και βλέποντάς τη αδύναμη και σκυμμένη τη σήκωσε και την απέθεσε πάνω σ' ένα σοφρά που ήταν στρωμένος με πολύχρωμες βελέντζες. Κρύωνε τώρα και είχε διπλώσει τα μπράτσα της πάνω στο στήθος της και έτρεμε. Εκείνος της έριξε απάνω της μια μαύρη μάλλινη κάπα και γύρισε να πιάσει κάτι κούτσουρα που ήταν σωριασμένα στο χωματένιο πάτωμα δίπλα σε μια μαυρισμένη παραστιά. Τα στερέωσε σταυρωτά στο άνοιγμα της παραστιάς και για προσάναμμα έβαλε κάτι ξερόκλαδα ελιάς με τα φύλλα ακόμα πάνω τους. Ένα σπίρτο άναψε και τα ξερά πήραν αμέσως φωτιά και μια ζωηρή κοκκινοπορτόκαλη φλόγα πετάχτηκε κι άρχισε να γλείφει αχόρταγα τ' ακίνητα κούτσουρα. Το δωμάτιο, αν μπορούσες να το χαρακτηρίσεις έτσι, ήταν λυτό και σκοτεινό. Στο φως της φλόγας διέκρινε τσουβάλια στοιβαγμένα δίπλα στη πόρτα, μία βρύση πάνω από μια σκάφη δύο μεγάλες νταμιτζάνες με καλαθόπλεχτο περίβλημα δίπλα στην παραστιά και μια ξύλινη καρέκλα. Η μυρωδιά του ξύλου αναμιγνυόταν με τη βαριά μυρωδιά των ζώων που αιωρούνταν ανεπαίσθητα στον αέρα. Ο ήχος της βροχής που χτυπούσε την οροφή έμοιαζε με λάδι που έβραζε μέσα σε τηγάνι. Άρχισε να νιώθει τη ζεστασιά να την αγγίζει αλλά ακόμα δε μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο του ξένου που γυρνούσε γύρω στο δωμάτιο μα δε μπορούσε να καταλάβει τι έκανε.

Στάθηκε μπροστά της μ' ένα πιάτο στο χέρι κι ένα ποτήρι γεμάτο ξανθοκόκκινο κρασί. Το πιάτο ήταν αρχοντικά στολισμένο μα ξεθωριασμένο από τον καιρό και πάνω του διέκρινε παξιμάδια, ελιές κι ένα κομμάτι τυρί. "Φάε κιονά να ζωντανέψεις μια ολιά." είπε και το απέθεσε πάνω στη ξύλινη καρέκλα. "Τήνος είσαι κοπελιά κι ήντα γυρεύγεις επαέ ετούτηνε τη μέρα;" Ο φόβος που την είχε κυριεύσει άρχισε να φεύγει από πάνω της και η αλήθεια ήταν ότι πεινούσε πάρα πολύ. Αργά και δισταχτικά πήρε ένα κομμάτι παξιμάδι κι άρχισε να το μασουλάει μηχανικά. "Με λένε Αντιγόνη και δε ξέρω πως βρέθηκα εδώ..." Ο άντρας γέλασε καλόκαρδα κι άρχισε να παίζει με τις ασπρόμαυρες τρίχες της γενειάδας του. Το πρόσωπό του ήταν ακόμα σκοτεινό καθώς είχε την πλάτη του προς τη φωτιά που είχε τώρα φουντώσει. Το λιγοστό φαΐ άρχισε να φέρνει τις αισθήσεις της και πάλι, ένοιωθε τα γυμνά της πόδια και τα χέρια της κρατούσαν σταθερά το πιάτο. Το κρασί ήταν υπέροχο και τη ζέστανε ακόμα περισσότερο. Ένοιωσε ξαφνικά μια ηρεμία και μια θαλπωρή μέσα στο στο φτωχοκάλυβο αν και ακόμα δε μπορούσε να καταλάβει που ακριβώς βρισκόταν. Ένοιωθε το βλέμμα του βοσκού καρφωμένο πάνω της να την εξετάζει και ξαφνικά ένοιωσε κάτι παράξενο. Ένα συναίσθημα γνωστό κι αγαπητό την κυρίευσε και η κάπα γλίστρησε από πάνω της. Ασυναίσθητα σηκώθηκε και περπάτησε προς τον άντρα που την κοιτούσε μέσα στο σκοτάδι μα δε μιλούσε πια. Τα χέρια της έπιασαν το πρόσωπό του και το γύρισαν προς το φως. Εκείνος όμως την έπιασε απότομα από τη μέση και φύτεψα τα χείλια του πάνω στα δικά της κι ένα θερμό ατελείωτο φιλί άρχισε να τους συνεπαίρνει μαζί σε άλλο τόπο και χώρο. Με μάτια κλειστά πέσανε στο χώμα και η γλύκα του φιλιού τους μεθούσε και μούδιαζε κάθε κομμάτι του σώματός τους. Ξαφνικά βρέθηκαν γυμνοί με τα σώματά τους ενωμένα πάνω στο μαλακό χώμα κι ένας παθιασμένος έρωτας έκανε τη φωτιά να χαμηλώνει από ντροπή. Τα χέρια του και τα φιλιά του ήξεραν κάθε γωνιά του κορμιού της και την συνέπαιρνε επιδέξια στο χείλος της ηδονής. Η μυρωδιά του ήταν γνωστή και το άγγιγμά του τρυφερό και απαλό. Εκεί, μέσα στη μυρωδιά του καμένου ξύλου και του βρεμένου χώματος με τον ήχο της βροχής ασταμάτητο και το αμυδρό φως όλα μοιάζαν ξαφνικά αγαπητά κι ονειρεμένα. Κι όταν πια φτάσανε στο αποκορύφωμα αυτός την αγκάλιασε σφιχτά και σηκώνοντας τα χέρια του σχημάτισε ένα σύμβολο που μόνο αυτή μπορούσε να καταλάβει. Τα μάτια της άστραψαν και ανασηκώθηκε να τον κοιτάξει τώρα καθαρά στο πρόσωπο. Και καθώς το χαμόγελό του άρχισε να φωτίζει το πρόσωπό του ένας άνεμος φύσηξε και όπως η γραφή σβήνεται πάνω στη ζαρτή άμμο έτσι κι αυτός έσβησε μέσα στο σκοτάδι(_)

μετάβαση στον προβληματισμό της ημέρας
μετάβαση στον προβληματισμό της ημέρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προβληματίστηκες; σχολίασε το