τσιμέντο, άμμος και νερό
Κάποτε, στα παιδικά μου χρόνια, έτυχα αυτόπτης μάρτυς της οικοδόμησης μιας πολυκατοικίας απέναντι από το παράθυρο του δικού μου διαμερίσματος. Όχι, αυτή η ιστορία δεν έχει να κάνει με τα κλισέ των τσιμεντουπόλεων που χτίζουμε και καταστρέφουμε τη φύση, αλλά είναι μια παρατήρηση που συνεπήρε δυο παιδικά μάτια και αποτυπώθηκε στη μνήμη άφθαρτη για το υπόλοιπο της ζωής. Ώρες αμέτρητες στάθηκα εκεί με τη μύτη μου κολλημένη πάνω στο κρύο τζάμι κοιτάζοντας αχόρταγα μια παράσταση θανάτου και γέννησης που δεν είχα ξαναδεί. Και τόσα χρόνια αργότερα ακόμα κι εγώ είμαι έκπληκτος που παραμένει τόσο ζωντανή μέσα στο μυαλό μου.
Ο θάνατος
Το μηχανικό θεριό με τα αλυσιδωτά πόδια μούγκρισε τρομακτικά καθώς άφησε πίσω του ένα σύννεφο μαύρου καπνού που αιωρήθηκε για λίγο πριν εξαφανιστεί μέσα στον κρύο πρωινό αέρα. Τα σουβλερά του δόντια χτύπησαν με εκκωφαντικό θόρυβο τον τοίχο του χαμόσπιτου που έστεκε ερημωμένο χρόνια στη γωνιά του δρόμου. Τα κεραμίδια ξεθωριασμένα πια στην οροφή του είχαν αρχίσει να υποχωρούν στη μάστιγα του χρόνου, της βροχής, του αέρα και του αλύπητου καλοκαιρινού ήλιου. Το γρασίδι και οι τσουκνίδες είχαν πια κρύψει τα μισοσπασμένα του παράθυρα και μια γέρικη κληματαριά στην αυλή του είχε απομείνει ένας μπερδεμένος σκελετός ανεξέλεγκτων γκρίζων κλαδιών. Το θεριό συνέχισε να χτυπάει αλύπητα τους πετρόχτιστους τοίχους που λύγιζαν και σωριαζόντουσαν σαν νεκρά σώματα σηκώνοντας σύννεφα σκόνης και ξύλα σπάραζαν καθώς έσπαζαν σαν κόκαλα κάτω από το βάρος της μπουλντόζας. Κάποτε μέσα σ’ αυτούς τους τοίχους ίσως είχαν ακουστεί παιδικά γέλια, ίσως αυτοί οι τοίχοι κρατούσαν μυστικά οικογενειακής ευτυχίας ή ακόμα και πόνου, δυστυχίας και απόγνωσης. Τώρα όμως όλα αυτά τα μυστικά και οι εικόνες εξαφανίζονταν μαζί με τη σκόνη και χάνονταν για πάντα από το πρόσωπο της γης. Μέχρι το απόγευμα δεν υπήρχε πια κανένα ίχνος του γερασμένου σπιτιού καθώς τεράστια φορτηγά είχαν μεταφέρει τα απομεινάρια του μακριά και το ατσάλινο θεριό είχε τώρα μερώσει τη λύσσα του κι έμενα ακίνητο πάνω στο γυμνό έδαφος σαν περήφανος ιππότης που θαύμαζε το νικηφόρο έργο του.
Η γέννηση
Σε μερικές μέρες σκάφτηκε ο βαθύς λάκκος που θ’ αγκάλιαζε το θεμέλιο του νέου κτίσματος. Εργάτες με ανοιχτά πουκάμισα και βαριές μπότες μυρμηγκιάζανε τώρα μέσα στο άνοιγμα και τα σφυριά χτυπούσαν ανελέητα πάνω σε ξύλα που σιγά σιγά σχημάτιζαν έναν σκελετό χωρίς σάρκα. Βαριά σίδερα μπλέχτηκαν σαν τις ίνες μάλλινου πλεξίματος και ο ιστός ήταν έτοιμος να θαφτεί κάτω από τόνους τσιμέντου. Σειρά από μπετονιέρες ξέρασαν το ρευστό γκρίζο υλικό από τις κοιλιές τους και ο σκελετός άρχισε να αποκτά τη σάρκα του και να ανεβαίνει αργά, πρώτα πάνω από το έδαφος και αργότερα να συνεχίζει να υψώνεται προς τον ουρανό. Κι όταν πια όλες οι κολόνες, οι σκάλες και τα πατώματα ήταν αρμονικά στις θέσεις τους τότε μυριάδες τούβλα σωριάστηκαν σε μικρούς λόφους γύρω από την οικοδομή. Οι μάστορες σαν επιδέξιοι ζαχαροπλάστες άρχισαν να αναμιγνύουν τσιμέντο, άμμο και νερό φτιάχνοντας το μείγμα που θα κολλούσε τα τούβλα σχηματίζοντας τοίχους.
Πολλά χρόνια αργότερα έμαθα από πρώτο χέρι πόσο δύσκολο είναι να αναμίξεις τσιμέντο, άμμο και νερό και μια ιδέα μ’ έκανε ν’ αναρωτηθώ αν είναι αυτά και τα συστατικά της ζωής. Κόπος, ιδρώτας, ψυχικό και σωματικό σθένος χρειάζονται κάθε μέρα για να χτίσουμε κάτι παροδικό πάνω σ’ αυτή τη γη. Πολλές φορές το κτίριο είναι γερό και αντέχει το πέρασμα του χρόνου, κι άλλες πάλι, πέφτει και τα πατώματα διαλύονται κάτω απ΄ τα πόδια μας. Κι εμείς, πρέπει να υπακούμε το κοινά αποδεχτό πως πρέπει και πάλι να ξεκινήσουμε να φτιάχνουμε το μείγμα της ζωής για να υψώσουμε ένα νέο κτίριο, μια νέα ζωή(_)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το