Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

κυματίζοντας σκέψεις - λίγο πριν ξημερώσει


λίγο πριν ξημερώσει

Το τραίνο σφύριξε με έναν ήχο διαπεραστικό μέσα στην απόλυτη ησυχία του πρωινού. Ο κόρνα ακούστηκε σαν στοιχειωμένος σπαραγμός μέσα στο πυκνό σκοτάδι που η ανατολή του ήλιου δεν είχε ακόμα σπάσει. Η μηχανή του μούγκρισε και οι ρόδες άρχισαν να γυρνάνε πάνω στο παγωμένο ατσάλι στην αρχή αργά και μετά πιο γρήγορα, μέχρι που πια δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις την περιστροφή τους. Τα φώτα μέσα στα βαγόνια ήταν χλομά, ακόμα νυσταγμένα και μερικά κεφάλια σαν σκιές φάνηκαν στα καθίσματα να γέρνουν αμίλητα, σκεπτικά, απρόσωπα. Ένα, ένα πέρασαν την αποβάθρα του μικρού σταθμού και χάθηκαν στο βάθος της γραμμής με το κόκκινο φωτάκι στο τελευταίο βαγόνι να ξεχωρίζει μακριά. Πέντε το πρωί σήμανε το ρολόι μιας παλιάς εκκλησίας και μετά πάλι ησυχία. Μια κουκουβάγια φτερούγισε πάνω σ’ ένα κλαδί κι άρχισε να κουκουβίζει το θρηνητικό της τραγούδι. Μακριά ένα σκυλί ακούστηκε να γαβγίζει και μια πόρτα αυτοκινήτου έκλεισε.

Τα άστρα ήταν ακόμα λαμπερά και τρεμοπαίζανε στο μαύρο φόντο τ’ ουρανού σαν φανάρια μιας σιωπηλής πομπής στο χάος του διαστήματος. Κοιτούσα αφηρημένος όπως πάντα κάθε πρωί και μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί μου. Λένε πως η νύχτα είναι πιο σκοτεινή λίγο πριν την Ανατολή. Και ήταν όντως σκοτεινή και αδιαπέραστη, ένα ακατανόητο, άχρωμο πέπλο που κάλυπτε τα πάντα σαν βαριά κουβέρτα που κρατούσε αιχμάλωτα όλα όσα άγγιζε. Στο πολύ αμυδρό φως των άστρων μπορούσα να δω τα χνότα μου να καθώς εξατμίζονταν στον ψυχρό αέρα. Τα χέρια μου παγωμένα μέσα στις τσέπες μου μα ο νους ζεστός γεμάτος σκέψεις κι απορίες. Τι παράξενο αυτό το ταξίδι της γης; Γυρίζει, περιστρέφεται, η νύχτα φέρνει τη μέρα, αλλάζουν η εποχές ακατάπαυστα, χωρίς να χάνεται ούτε ένα δευτερόλεπτο. Τα χρόνια περνάνε, βαραίνουν τους ώμους μας, τα πρόσωπά μας αλλάζουν, η ζωή μας μπερδεύεται, κι όλα μέσα σε απειροελάχιστες στιγμές του πλανήτη μας που εμείς αποκαλούμε αιώνες. Τα φαντάσματα της νύχτας δε μ’ ενοχλούν πια και δεν τρομάζω στους μυστικούς θορύβους που κρύβει το σκότος. Μ’ αρέσει το μυστήριο της νύχτας, μ΄αρέσει που μπορώ να είμαι ένα με τον εαυτό μου, χωρίς να μου αποσπάει την προσοχή, κανένας ήχος, καμιά εικόνα. Ακόμα και το τραίνο μοιάζει αρμονικό με τις σκέψεις μου καθώς και τα δυο συμβαδίζουν πάνω σε ράγες ατελείωτες χωρίς γυρισμό.

Σε λίγο ένα ασημένιο μουντό φως θ’ αρχίσει να πολεμάει το μαύρο φόντο τ’ ουρανού και η μάχη θα συνεχιστεί μέχρι που τα ακαταμάχητα δόρατα του ήλιου βάλουν ένα τέλος στον άνισο αγώνα. Παίρνω βαθιά αναπνοή κι ο φρέσκος αέρας γεμίζει τα πνευμόνια μου, οσφρίζομαι το τελευταίο άρωμα της νύχτας που μ’ αποχαιρετάει και μαζί της παίρνει την ομορφιά της σιωπής μου. Λίγα λεπτά ακόμα και θα πρέπει να ν’ αρχίσω να σκέφτομαι πως να ικανοποιήσω τις ανάγκες της καθημερινότητάς μου, της ρουτίνας μου. Λίγα λεπτά ακόμα και θα πρέπει να μπω στο βαγόνι του κατεστημένου, στο δρόμο που χαράχτηκε για ‘μένα. Σηκώνω για τελευταία φορά τα μάτια μου προς τον ουρανό κι αποχαιρετώ τη νύχτα των ονείρων, τη νύχτα των μυστικών σκέψεων, τη μούσα της πένας μου(_)

μετάβαση στον προβληματισμό της ημέρας
μετάβαση στον προβληματισμό της ημέρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προβληματίστηκες; σχολίασε το