ψυχοταραχή (μέρος α)
Η μέρα ήταν ηλιόλουστη αν και κάπως ψυχρή κι ένοιωθε τον παγωμένο πρωινό αέρα να διαπερνάει το μαύρο του κοστούμι με τη λεπτή άσπρη ρίγα. Του άρεσε να ντύνεται επίσημα παρά τη δυσκολία του να δένει τη γραβάτα του, σήμερα όμως ο κόμπος είχε πετύχει απόλυτα κι ένοιωθε ικανοποιημένος καθώς τα χρώματά της χτυπούσαν αρμονικά πάνω στο γκρι, φρεσκοσιδερωμένο του πουκάμισο. Πάρκαρε το αυτοκίνητό του στη συνηθισμένη θέση κάτω από τη σκιά ενός δέντρου κι άρχισε να περπατάει κομψός και κοτσονάτος πάνω στην άσφαλτο του πάρκινγκ. Τα τακούνια από τα μαύρα λουστραρισμένα παπούτσια του χτυπούσαν ρυθμικά κι ο ήχος τους αντηχούσε μέσα στην πρωινή ησυχία. Ο ήλιος χτυπούσε την πρόσοψη της εκκλησίας και την έκανε να λάμπει με ένα εκτυφλωτικό φως που τον έκανε να κλείνει τα μάτια του. Ανέβηκε βιαστικά τα ημικυκλικά σκαλιά και έσπρωξε την γυάλινη πόρτα της εισόδου, μπαίνοντας μέσα στο ζεστό νάρθηκα. Χαιρέτησε χαμογελαστός τους γνωστούς που στέκονταν εκεί με εγκάρδιες καλημέρες και πήρε το κεράκι του να το ανάψει κάνοντας τον σταυρό του. Προσκύνησε τις δυο μεγάλες εικόνες που στέκονταν πάνω σε ψηλά εικονοστάσια πίσω από το κέντρο του ναού και προχώρησε προς την αριστερή πλευρά για να πάρει τη θέση που συνήθιζε, τρίτη σειρά, πρώτο κάθισμα, δίπλα στον κεντρικό διάδρομο.
Κάθισε με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά του και κοίταξε για λίγο γύρω του την εκκλησία που ήταν σχεδόν άδεια πάντα πριν τις 10 το πρωί. Του άρεσε να έχει αυτήν την απόλυτη ηρεμία γύρω του και έκλεισε τα μάτια του αφήνοντας τη γλυκιά ψαλμωδία να χαϊδεύει τ’ αυτιά του. Προσπάθησε να αυτοσυγκεντρωθεί και να κάνει τη δικιά του ιδιαίτερη προσευχή μα το μυαλό του τον τραβούσε σε άλλα μέρη κι οι σκέψεις του σκορπούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Είχε καθίσει αμέτρητες φορές σ’ αυτό ακριβώς το μέρος κι είχε κάνει αμέτρητες προσευχές κι ευχαριστίες για τη ζωή του, την οικογένειά του, τους φίλους του και όλους όσους αγαπούσε μα ακόμα και όσους των είχαν πληγώσει. Σήμερα όμως σκεφτόταν πως τόσα πολλά είχαν αλλάξει αστραπιαία και πως η ζωή του ήταν μόνο μία αναλαμπή της παλιάς και καλής, αυτής που ήξερε και τόσο είχε αγαπήσει. Μια πίκρα ανέβηκε στα σπλάχνα του σαν μαύρη μπογιά που χύνεται μέσα σε καθαρό νερό μα την σταμάτησε με ένα σφίξιμο της παλάμης του και την έδιωξε από μέσα του πριν δηλητηριάσει την ήρεμη καρδιά του. Σαν σκηνές από ταινία πέρασαν διάφορες εικόνες από μπροστά του, πρόσωπα, χαμόγελα, μακριά μαλλιά, δακρυσμένα μάτια, ηλιοβασιλέματα και φεγγαρόλουστα βράδια. Ο νους του τώρα έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα κι ένοιωσε να βουλιάζει στο βυθό χωρίς να μπορεί να πάρει ανάσα. Άνοιξε τα μάτια του και πήρε βαθιά αναπνοή για να καθησυχάσει τον εαυτό του ότι δεν πνιγόταν. Η ταραχή του τον έκανε να χλομιάσει και το πρόσωπό του άσπρισε σαν πανί. Σήκωσε τα μάτια του ψηλά και κοίταξε το τεράστιο ψηφιδωτό του Χριστού πάνω από την άγια τράπεζα. Αυτή η πανέμορφη εικόνα με τα μπλε, χρυσά και κόκκινα χρώματα, πάντα του μιλούσε. Τα εκφραστικά μάτια του Χριστού ήταν αυτά που του έδιναν την απάντηση για τη διάθεση του Κυρίου. Άλλες φορές τα μάτια μοιάζαν να έχουν ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο και τότε το πρόσωπο του Χριστού γινόταν τρυφερό και ήρεμο, συγκαταβατικό σχεδόν. Άλλες πάλι φορές τα φρύδια και τα γένια του αγριεύαν και το πρόσωπό του γινόταν αυστηρό λες κι έδειχνε μια φανερή οργή, μια απαγορευτική αποδοκιμασία. Σήμερα όμως το πρόσωπο έμενε ανέκφραστο και κοιτούσε με επιμονή τα μεγάλα καστανά μάτια για να βρει απαντήσεις.
Η ψαλμωδία συνεχιζόταν και τα στασίδια άρχισαν να γεμίζουν τώρα από καλοντυμένους κύριους και περιποιημένες γυναίκες με μικρά παιδιά που τραβούσαν ενοχλημένα τα άβολα ρούχα τους. Η βαβούρα από τα βήματα και τα τρίψιμο των ρούχων πάνω στα ξύλινα στασίδια ήταν τώρα αισθητή κι είχε σπάσει την μοναχική πρωινή ηρεμία. Ένοιωσε ενοχλημένος για μια στιγμή καθώς είχε χάσει την συγκέντρωσή του και τα νέα πρόσωπα του είχαν αποσπάσει την προσοχή του. Προσπάθησε και πάλι να ηρεμήσει και να αδιαφορήσει για την κοσμοσυρροή γύρω του αλλά δυσκολευόταν. Ήταν μόνος του ανάμεσα σε ζευγάρια και οικογένειες κι ένοιωσε άλλη μια φορά τη δυσαρέσκεια και την ανασφάλεια ότι όλοι κοιτούσαν αυτόν. Μάζεψε το σακάκι του και ανασκουμπόθηκε σφίγγοντας τον κόμπο της γραβάτας του σε σημείο που έπνιγε το λαρύγγι του. Ένοιωσε μικρές σταγόνες ιδρώτα να σχηματίζονται στο κούτελό του και τα μάγουλά του να κοκκινίζουν όπως τότε που έπρεπε να πει το μάθημα μπροστά σε όλη την τάξη. Η φωνή του παπά διέκοψε τις σκέψεις του και ένιωσε μια ανακούφιση καθώς όλοι σηκώθηκαν όρθιοι για την ακρόαση του Ευαγγελίου κι αυτός χάθηκε και πάλι μέσα στο πλήθος των κεφαλιών(_)
Συνεχίζεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το