η κραυγή
Μια κραυγή σχίζει τη σιωπή των βράχων
θαλασσογλυμένοι, γλυφοί, βουβοί.
Σείεται τ’ αλάτι απ’ τις φλέβες τους
λιώνουν τα φύκια στις ρωγμές τους.
Μαύρο κι αφρισμένο κύμα στην αγκαλιά του την κρατάει
τη σπρώχνει στο μαύρο άπειρο.
Γοργόνας στεναγμός, ναυαγού κραυγή,
ναύτη απόγνωση, θαλασσοπούλι μέσα στο σκοτάδι.
Κλαίνε του Αιγαίου τα παιδιά, της γης κατατρεγμένα αστέρια
των ασημένιων δειλινών βαθιές ανάσες.
Το σκότος κρύβει μυστικά σαν το πιτσίλισμα ιωδίου
σαν σκέψεις που σαρκώθηκαν στο πέρασμα του χρόνου.
Χάλκινα φύλλα στο έλεος τ’ ανέμου,
κόκκινες στάχτες που σβήνουν στα ψηλά,
ορφανοπαίδια αόρατα ανάμεσα στο πλήθος.
Σαν δάκρυ σε ρόδινο μάγουλο
της λησμονιάς φάντασμα, της θύμησης μια σπίθα
έτσι ακούστηκε η κραυγή στης θάλασσας το πέρα.
Κι έσκασε το κύμα πάνω στα κοφτερά τα βράχια
κι έσπασε σ’ αμέτρητες σταγόνες.
Ο αφρός γαργάρισε για λίγο μόνο
κι η κραυγή χάθηκε μέσα στο πυκνό σκοτάδι
σαν εκπνοή που χάνεται στον παγωμένο αέρα.
Μα η κραυγή γεννήθηκε και πάλι σαν το πνεύμα
και στάθηκε αντίλαλος στην κορυφή τ’ αφρού
στο αδερφό το κύμα.
Ατέλειωτη η θάλασσα, ατέλειωτο το κύμα
αθάνατη και η κραυγή στου σκότους την αλμύρα(_)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το