ο Άλεκ
Ήταν οχτώ το πρωί και ο ήλιος του Γενάρη μόλις είχε προβάλει για τα καλά προσπαθώντας να κόψει τον παγωμένο αέρα και να λιώσει τους σταλακτίτες που κρέμονταν από τις οροφές των σπιτιών. Ένα μικρό αυτοκίνητο ξεπρόβαλε από τη γωνιά του δρόμου κι αργά, σχεδόν κουτσαίνοντας, προχώρησε και πάρκαρε μπροστά από ένα μεγάλο σπίτι με περιποιημένους κήπους και ψηλές οροφές. Το μικρό σαράβαλο είχε ένα ξεθωριασμένο βαθυπράσινο χρώμα, σπασμένη την κεραία του ραδιοφώνου και έμοιαζε πως είχε να πλυθεί μήνες. Η πόρτα του οδηγού άνοιξε με ένα τρίξιμο και αργά δυο τρυπημένα παλιά αθλητικά παπούτσια πάτησαν την άσφαλτο. Ένας ψηλός και πολύ αδύνατος ηλικιωμένος άντρας κατάφερε να σταθεί όρθιος δίπλα στο μικρό αμάξι και σκύβοντας κλείδωσε την πόρτα. Τα αρεά κοντοκομμένα μαλλιά του ήταν κάτασπρα κι έκαναν το ρυτιδιασμένο του πρόσωπο να μοιάζει ακόμα πιο αδύνατο. Πάνω στη μικρή μύτη του καθόταν ένα ζευγάρι γυαλιά με μεγάλους σχεδόν τετράγωνους φακούς και τα χείλη του ήταν ένα στενά και χωρίς χρώμα. Τα μάτια του κάποτε θα είχαν ένα ζωηρό γαλανό χρώμα, μα τώρα ήταν δυο ξεθωριασμένες γκριζοπράσινες κουκκίδες πίσω από τις βιτρίνες των γυαλιών του.
Ο Άλεκ ήταν εβδομηνταπέντε χρονών, μετανάστης από την Ουγγαρία και είχε το επάγγελμα του ξυλουργού για πάνω από σαράντα χρόνια τώρα. Με τα κοκαλιασμένα και ροζιασμένα χέρια του έβγαλε από το αυτοκίνητο ένα ξύλινο μισοφαγωμένο σκαμνί που είχε πάνω του αμέτρητες χαρακιές και στη θήκη του είχε ανάκατα και ακατάστατα δεκάδες μικρά και μεγάλα εργαλεία. Περπάτησε αργά με δυσκολία από το βάρος του σκαμνιού προς το επιβλητικό σπίτι μπροστά του. Φορούσε κάτι ξεθωριασμένα τζιν που έπλεαν πάνω του κι ένα μακρύ μπλε πουλόβερ και τράβηξε από την τσέπη του ένα μαύρο σκουφάκι που έβαλε στο κεφάλι του κάπως στραβά. Ήταν αξύριστος και οι αραιές άσπρες τρίχες ξετρύπωναν προς όλες τις κατευθύνσεις πάνω στα φαγωμένα κι άχρωμα μάγουλά του. Στην πόρτα τον συνάντησε ένας νεαρός και τον καλημέρισε μ’ ένα χαμόγελο λέγοντάς του πως τον είχαν στείλει σήμερα να τον βοηθήσει. “Καλημέρα” είπε ο Άλεκ και κοίταξε το βοηθό με έκπληξη. “Ω! Δεν ήξερα ότι θα είχα βοηθό σήμερα, συνήθως δουλεύω μόνος μου” είπε με τα σπαστά αγγλικά του και μια προφορά που έμοιαζε περισσότερο Ιρλανδική. Η δουλειά σήμερα είχε το ντύσιμο του σπιτιού με διακοσμητικές σανίδες και ο Άλεκ ζήτησε από το νεαρό να βγάλει το ηλεκτρικό πριόνι και να το στήσει μέσα στο γκαράζ του σπιτιού και τον ευχαρίστησε με ένα εγκάρδιο χαμόγελο που έκανε τα μικρά του μάτια να στενεύουν ακόμα πιο πολύ.
Η δουλειά ξεκίνησε και ο γεροξυλουργός με τη μετροταινία του άρχισε να μετράει τους τοίχους ακολουθούμενος από το νεαρό που του κουβαλούσε τα ξύλα. Ο Άλεκ είχε μια ψιλή βραχνή φωνή που έμοιαζε σαν της καρακάξας και μιλούσε συνέχεια στον εαυτό του. “Ω αυτό δεν χωράει εδώ. Μα τι βλάκας που είσαι, δεν το μέτρησες σωστά” κι έπειτα έπιανε πάλι το μολύβι από την τσέπη του και χάραζε τα ξύλα με ένα ύφος πρωτάρη λες κι έκανε για πρώτη φορά τη δουλειά που είχε κάνει χιλιάδες φορές πριν. Μετά άρχισε να καρφώνει τα ξύλα στους τοίχους και με τη γέρικη φωνή του άρχισε να βλαστημάει ασταμάτητα. Όταν το ξύλο δε χωρούσε στη θέση του, η αστεία φωνή του ακουγόταν νευριασμένη να λέει ασταμάτητα λέξεις ακαταλαβίστικες. “Μπάσα τσε μασι. Άιιιιιιι”, μάλλον στα Ουγκρικά και μετά “ Μα τι σκατά είναι αυτό, και που το βρήκα εκείνο” στ’ Αγγλικά και δώστου ν’ ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες με το αργό του βήμα και την πλάτη του καμπουριασμένη. Ο νεαρός τον άκουγε και του ήταν αδύνατο να συγκρατήσει τα γέλια του που προσπαθούσε να κρύψει βάζοντας το χέρι του στο πρόσωπό του. Και πάλι κάτω στο πριόνι ο Άλεκ να λέει: “Μα τι βλάκας που είσαι Ουουουουου. Έχω γεράσει πολύ για να αντέχω πια αυτή τη γα****η δουλειά”. Και συνέχιζε να σφυροκοπάει και να πριονίζει και να βλαστημάει.
Σε κάποια στιγμή που ο νεαρός τον βοηθούσε να κόψει μια σανίδα ο Άλεκ άρχισε να λέει: “ Μα τι ηλίθιος που είσαι! Δεν το μέτρησες σωστά βλάκα! Μπάσα με σιντο ασιμοντε” Και αντιλαμβανόμενος την παρουσία του βοηθού του γυρίζει τον κοιτάει και με ένα αγαθό και γλυκό χαμόγελο του λέει: “ Συγγνώμη για τη συμπεριφορά μου, μη νομίζεις πως απευθύνομαι σε ‘σένα. Έτσι είμαι εγώ. Μια φορά δούλευα σ’ ένα σπίτι και η οικοδέσποινα τρόμαξε και έλεγε πως θα πάρει τηλέφωνο το τρελοκομείο...” Λύθηκε στα γέλια ο νεαρός που δεν μπορούσε πια να κρατήσει το πρόσωπό του σοβαρό...
Ο Άλεκ έξω από τη δουλειά του ήταν τόσο συμπαθητικός και πάντα χαμογελαστός με ένα ξεχωριστό εγκάρδιο τρόπο και πάνω απ’ όλα ευγενικός σε όλους. Στο τέλος της μέρας ευχαρίστησε το νεαρό βοηθό του και ξαναμπήκε στο γέρικο αυτοκίνητό του για το δρόμο του γυρισμού. Ένα απλός, καλοσυνάτος και απίστευτα αστείος γεράκος με την βραχνή, γυναικίστικη φωνή του είχε κάνει το νεαρό να τον συμπαθήσει τόσο πολύ που κρατήθηκε για να μην τον αγκαλιάσει εκείνη τη μέρα(_)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το