Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

κυματίζοντας σκέψεις - ύμνος εις την ελευθερία


ύμνος εις την ελευθερία


Διονύσιος Σολωμός

Ύμνος εις την ελευθερίαν!

Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη 
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή, 
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη, 
ποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.

Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη 
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά, 
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη, 
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες 
πικραμένη, ἐντροπαλή, 
κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες, 
«ἔλα πάλι», νὰ σοῦ πῇ.

Ἄργειε νά ῾λθη ἐκείνη ἡ μέρα 
κι ἦταν ὅλα σιωπηλά, 
γιατὶ τά ῾σκιαζε ἡ φοβέρα 
καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.

Δυστυχής! Παρηγορία 
μόνη σου ἔμεινε νὰ λὲς 
περασμένα μεγαλεῖα 
καὶ διηγώντας τα νὰ κλαῖς.

Καὶ ἀκαρτέρει, καὶ ἀκαρτέρει 
φιλελεύθερη λαλιά, 
ἕνα ἐκτύπαε τ᾿ ἄλλο χέρι 
ἀπὸ τὴν ἀπελπισιά,

κι ἔλεες «πότε, ἅ! πότε βγάνω 
τὸ κεφάλι ἀπὸ τς ἐρμιές;» 
Καὶ ἀποκρίνοντο ἀπὸ πάνω 
κλάψες, ἅλυσες, φωνές.

Τότε ἐσήκωνες τὸ βλέμμα 
μὲς στὰ κλάιματα θολό, 
καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἔσταζ᾿ αἷμα 
πλῆθος αἷμα ἑλληνικό.

Μὲ τὰ ροῦχα αἱματωμένα 
ξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφὰ 
νὰ γυρεύῃς εἰς τὰ ξένα 
ἄλλα χέρια δυνατά.
10 
Μοναχὴ τὸ δρόμο ἐπῆρες, 
ἐξανάλθες μοναχή, 
δὲν εἶν᾿ εὔκολες οἱ θύρες, 
ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλῆ.
11 
Ἄλλος σου ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια 
ἀλλ᾿ ἀνάσασιν καμιὰ 
ἄλλος σοῦ ἔταξε βοήθεια 
καὶ σὲ γέλασε φρικτά.
12 
Ἄλλοι, ὀϊμέ! στὴ συμφορά σου, 
ὅπου ἐχαίροντο πολύ, 
«σύρε νά ῾βρῃς τὰ παιδιά σου, 
σύρε», ἐλέγαν οἱ σκληροί.
13 
Φεύγει ὀπίσω τὸ ποδάρι 
καὶ ὁλογλήγορο πατεῖ 
ἢ τὴν πέτρα ἢ τὸ χορτάρι 
ποὺ τὴ δόξα σου ἐνθυμεῖ.
14 
Ταπεινότατή σου γέρνει 
ἡ τρισάθλια κεφαλή, 
σὰν πτωχοῦ ποὺ θυροδέρνει 
κι εἶναι βάρος του ἡ ζωή.
15 
Ναί· ἀλλὰ τώρα ἀντιπαλεύει 
κάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή, 
ποὺ ἀκατάπαυστα γυρεύει 
ἢ τὴ νίκη ἢ τὴ θανή!
16 
Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη 
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά, 
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη 
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
17 
Μόλις εἶδε τὴν ὁρμή σου 
ὁ οὐρανός, ποὺ γιὰ τ᾿ς ἐχθροὺς 
εἰς τὴ γῆ τὴ μητρική σου 
ἔτρεφ᾿ ἄνθια καὶ καρπούς,
18 
ἐγαλήνευσε καὶ ἐχύθη 
καταχθόνια μία βοὴ 
καὶ τοῦ Ρήγα σου ἀπεκρίθη 
πολεμόκραχτη ἡ φωνή1
19 
ὅλοι οἱ τόποι σου σ᾿ ἐκράξαν 
χαιρετώντας σε θερμά, 
καὶ τὰ στόματα ἐφωνάξαν, 
ὅσα αἰσθάνετο ἡ καρδιά.
20 
Ἐφωνάξανε ὡς τ᾿ ἀστέρια 
τοῦ Ἰονίου καὶ τὰ νησιά, 
καὶ ἐσηκώσανε τὰ χέρια, 
γιὰ νὰ δείξουνε χαρά,
21 
μ᾿ ὅλον πού ῾ναι ἁλυσωμένο 
τὸ καθένα τεχνικὰ 
καὶ εἰς τὸ μέτωπο γραμμένο 
ἔχει: ψεύτρα Ἐλευθεριά.
22 
Γκαρδιακὰ χαροποιήθη 
καὶ τοῦ Βάσιγκτον ἡ γῆ 
καὶ τὰ σίδερα ἐνθυμήθη 
ποῦ τὴν ἔδεναν κι αὐτή.
23 
Ἀπ᾿ τὸν πύργο του φωνάζει, 
σὰ νὰ λέῃ «σὲ χαιρετῶ», 
καὶ τὴ χήτη του τινάζει 
τὸ Λεοντάρι τὸ Ἰσπανό.
24 
Ἐλαφιάσθη τῆς Ἀγγλίας 
τὸ θηρίο καὶ σέρνει εὐθὺς 
κατὰ τ᾿ ἄκρα τῆς Ῥουσίας 
τὰ μουγκρίσματα τ᾿ς ὀργῆς.
25 
Εἰς τὸ κίνημά του δείχνει 
πὼς τὰ μέλη εἶν᾿ δυνατὰ 
καὶ στοῦ Αἰγαίου τὸ κῦμα ρίχνει 
μία σπιθόβολη ματιά.
26 
Σὲ ξανοίγει ἀπὸ τὰ νέφη 
καὶ τὸ μάτι τοῦ Ἀετοῦ, 
ποὺ φτερὰ καὶ νύχια θρέφει 
μὲ τὰ σπλάχνα τοῦ Ἰταλοῦ·
27 
καὶ σ᾿ ἐσὲ καταγειρμένος, 
γιατὶ πάντα σὲ μισεῖ, 
ἔκρωζ᾿, ἔκρωζε ὁ σκασμένος, 
νὰ σὲ βλάψῃ, ἂν ἠμπορῇ.
28 
Ἄλλο ἐσὺ δὲν συλλογιέσαι 
πάρεξ ποὺ θὰ πρωτοπᾷς 
δὲν μιλεῖς καὶ δὲν κουνιέσαι 
στὲς βρισίες ὅπου ἀγρικᾷς·
29 
σὰν τὸ βράχον ὅπου ἀφήνει 
κάθε ἀκάθαρτο νερὸ 
εἰς τὰ πόδια του νὰ χύνῃ 
εὐκολόσβηστον ἀφρό,
30 
ὅπου ἀφήνει ἀνεμοζάλη 
καὶ χαλάζι καὶ βροχὴ 
νὰ τοῦ δέρνουν τὴ μεγάλη, 
τὴν αἰώνια κορυφή.
31 
Δυστυχιά του, ὢ δυστυχιά του, 
ὁποιανοῦ θέλει βρεθῆ 
στὸ μαχαῖρι σου ἀποκάτου 
καὶ σ᾿ ἐκεῖνο ἀντισταθῇ.
32 
Τὸ θηρίο, π᾿ ἀνανογιέται 
πῶς τοῦ λείπουν τὰ μικρά, 
περιορίζεται, πετιέται, 
αἷμα ἀνθρώπινο διψᾷ.
33 
Τρέχει, τρέχει ὅλα τὰ δάση, 
τὰ λαγκάδια, τὰ βουνά, 
καὶ ὅπου φθάση, ὅπου περάσῃ 
φρίκη, θάνατος, ἐρμιά·
34 
ἐρμιά, θάνατος καὶ φρίκη, 
ὅπου ἐπέρασες κι ἐσύ· 
ξίφος ἔξω ἀπὸ τὴν θήκη 
πλέον ἀνδρείαν σοῦ προξενεῖ.
35 
Ἰδοὺ ἐμπρός σου ὁ τοῖχος στέκει 
τῆς ἀθλίας Τριπολιτσᾶς· 
τώρα τρόμου ἀστροπελέκι 
νὰ τῆς ρίψῃς πιθυμᾶς.
36 
Μεγαλόψυχο τὸ μάτι 
δείχνει πάντα ὅπως νικεῖ, 
καὶ ἂς εἶναι ἄρματα γεμάτη 
καὶ πολέμιαν χλαλοή.
37 
Σοὺ προβαίνουνε καὶ τρίζουν, 
γιὰ νὰ ἰδῆς πὼς εἶν᾿ πολλὰ 
δὲν ἀκοῦς ποὺ φοβερίζουν 
ἄνδρες μύριοι καὶ παιδιά;2
38 
Λίγα μάτια, λίγα στόματα 
θὰ σᾶς μείνουνε ἀνοιχτά, 
γιὰ νὰ κλαύσετε τὰ σώματα, 
ποὺ θὲ ναὔρῃ ἡ συμφορά.
39 
Κατεβαίνουνε, καὶ ἀνάφτει 
τοῦ πολέμου ἀναλαμπή· 
τὸ τουφέκι ἀνάβει, ἀστράφτει, 
λάμπει, κόφτει τὸ σπαθί.
40 
Γιατί ἡ μάχη ἐστάθη ὀλίγη; 
λίγα τὰ αἵματα γιατί; 
τὸν ἐχθρὸ θωρῶ νὰ φύγῃ 
καὶ στὸ κάστρο ν᾿ ἀνεβῇ.3
41 
Μέτρα! εἶν᾿ ἄπειροι οἱ φευγάτοι, 
ὁποὺ φεύγοντας δειλιοῦν· 
τὰ λαβώματα στὴν πλάτη 
δέχοντ᾿, ὥστε ν᾿ ἀνεβοῦν.
42 
Ἐκεῖ μέσα ἀκαρτερεῖτε 
τὴν ἀφεύγατη φθορά· 
νά, σᾶς φθάνει· ἀποκριθῆτε 
στῆς νυκτὸς τὴ σκοτεινιά.4
43 
Ἀποκρίνονται, καὶ ἡ μάχη 
ἔτσι ἀρχίζει, ὅπου μακριὰ 
ἀπὸ ράχη ἐκεῖ σὲ ράχη 
ἀντιβούιζε φοβερά.
44 
Ἀκούω κούφια τὰ τουφέκια, 
ἀκούω σμίξιμο σπαθιῶν, 
ἀκούω ξύλα, ἀκούω πελέκια, 
ἀκούω τρίξιμο δοντιῶν.
45 
Ἄ! τί νύκτα ἦταν ἐκείνη 
ποὺ τὴν τρέμει ὁ λογισμός; 
Ἄλλος ὕπνος δὲν ἐγίνη 
πάρεξ θάνατου πικρός.
46 
Τῆς σκηνῆς ἡ ὥρα, ὁ τόπος, 
οἱ κραυγές, ἡ ταραχή, 
ὁ σκληρόψυχος ὁ τρόπος 
τοῦ πολέμου, καὶ οἱ καπνοί,
47 
καὶ οἱ βροντές, καὶ τὸ σκοτάδι, 
ὅπου ἀντίσκοφτε ἡ φωτιά, 
ἐπαράσταιναν τὸν ᾅδη 
ποῦ ἀκαρτέρειε τὰ σκυλιά·
48 
τ᾿ ἀκαρτέρειε. ἐφαίνοντ᾿ ἴσκιοι 
ἀναρίθμητοι γυμνοί, 
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι, 
βρέφη ἀκόμη εἰς τὸ βυζί.
49 
Ὅλη μαύρη μυρμηγκιάζει, 
μαύρη ἡ ἐντάφια συντροφιά, 
σὰν τὸ ροῦχο ὁποὺσκεπάζει 
τὰ κρεββάτια τὰ στερνά.
50 
Τόσοι, τόσοι ἀνταμωμένοι 
ἐπετιοῦντο ἀπὸ τὴ γῆ, 
ὅσοι εἶν᾿ ἄδικα σφαγμένοι 
ἀπὸ τούρκικην ὀργή.

Με τιμή και μεγάλη εθνική περηφάνια οι πρώτες 50 στροφές του εθνικού μα ύμνου(_)

μετάβαση στον προβληματισμό της ημέρας
μετάβαση στον προβληματισμό της ημέρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προβληματίστηκες; σχολίασε το