Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

κυματίζοντας σκέψεις - προσκύνημα (μέρος δ)


προσκύνημα (μέρος δ)

Το τελευταίο κομμάτι του προσκυνήματος. Μπορείτε να βρείτε εδώ τα α’, β’ και γ’ μέρη.

Το επόμενο πρωί οι δυο φίλοι παρακολούθησαν κατανυκτικά την ακολουθία μέσα στην όμορφη εκκλησία του καθολικού. Οι μοναχοί συγκεντρωμένοι γύρω από το δεξί κι αριστερό ψαλτήρι με τις μαύρες ρόμπες τους, τις μελαχρινές και γκρίζες γενειάδες και τα ροζιασμένα χέρια έμοιαζαν να βρίσκονται σε μια μεταφυσική κατάσταση. Η αφοσίωση μέσα στην ψαλμωδία των ιερών βιβλίων ήταν απόλυτη και στα μάτια των δυο προσκυνητών ήταν σα να μην ακουμπούσαν πλέον πάνω στη γη. Οι φωνές υψωνόντουσαν γλυκά κι αρμονικά στέλνοντας πνευματικές επιστολές που χάιδευαν σαν τον καπνό του λιβανιού τα πρόσωπα των αγίων πάνω στα ασημένια εικονοστάσια και μιλούσαν απευθείας σε ορατές κι αόρατες ψυχές. Το φως από τα ψηλά παράθυρα χυνόταν πάνω στους καντιλοφόρους πολυέλεους και διασκορπιζόταν σε όλα τα χρώματα της ίριδας σαν ευλογία σταλμένη από τα ουράνια. Κι εκεί μέσα σ’ αυτό το μοναδικό κλίμα της ιερότητας ήταν σα ν’ άκουγες τη φωνή του Κυρίου να κρατάει το ίσο των ψαλμών.

Το μεσημέρι οι δυο φίλοι ενισχυμένοι πνευματικά πήραν το απόμερο μονοπάτι προς τη μονή Δοχειαρίου που στέκει Βόρεια της μονής που τους φιλοξενούσε με σκοπό να προσκυνήσουν τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου. Η εικόνα βρίσκεται σ’ αυτό το μοναστήρι από το 1646 και έχει πάρει το όνομα γοργοεπίκοος γιατί θεωρείται πως ακούει και ανταποκρίνεται γρήγορα στις προσευχές των πιστών. Οι δυο φίλοι περπάτησαν αρχικά στην παραλία που τα καθαρά νερά της εκείνη τη μέρα έμοιαζαν να είναι ασημένια και μετά ανηφόρισαν την πλαγιά του βουνού μέσα από χωμάτινα μονοπάτια πλαισιωμένα από κισσούς, θυμάρια κι αγριόθαμνους, σκύβοντας κάτω από μυτερά κλωνιά κι αγκαθωτά πουρνάρια. Ο καταγάλανος ουρανός είχε τραβήξει τις νεφέληες κουρτίνες του αφήνοντας τις χρυσές ηλιαχτίδες να ζεσταίνουν τα κορμιά τους. Στο μέσω της διαδρομής η πλαγιά έγινε πιο ομαλή και ένας περιποιημένος ελαιώνας διαδέχτηκε την ατίθαση φύση. Πάνω σ’ ένα πετρόχτιστο μετόχι ξεκουράστηκαν για λίγο κι έπειτα συνέχισαν την πεζοπορία τους μαζί με άλλους πιστούς που βρέθηκαν στο δρόμο. Στα πρόθυρα της μονής πήδηξαν τα νερά ενός μικρού ποταμού και άρχισαν να ανεβαίνουν τον τσιμεντένιο παραθαλάσσιο δρόμο που οδηγούσε στην κεντρική πύλη.

Στο φιλόξενο σπίτι του αρχοντάρη του μοναστηριού θαύμασαν τις βυζαντινές τοιχογραφίες απολαμβάνοντας ένα γλυκό λουκούμι με καφέ και τσίπουρο. Κι έπειτα ένας κοτσονάτος νεαρός μοναχός τους οδήγησε μέσα από σκεπαστά πλακόστρωτα δρομάκια με κληματαριές και γλάστρες με γεράνια στην είσοδο του ναΐσκου που βρίσκεται απέναντι από την εκκλησία του καθολικού αφιερωμένη στους αρχαγγέλους. Το στενό δωμάτιο που βρίσκεται η εικόνα είναι σκοτεινό αλλά μπαίνοντας μέσα νιώθεις μια ιερή κατάνυξη και αναπνέεις έναν αέρα αιθέριο καθώς αντικρίζεις τα εκφραστικά μάτια της Θεοτόκου να σε κοιτούν εξεταστικά. Η Εικόνα είναι κατάμεστη από εκατοντάδες τάματα και γύρω είναι απλωμένα δεκάδες άλλα αντικείμενα που έχουν αφήσει κατά καιρούς οι πιστοί, όπως δαχτυλίδια, κοσμήματα και άλλα σκεύη. Οι δυο φίλοι προσκύνησαν με δέος την εικόνα κι έπειτα άκουσαν την ιστορία που τους διηγήθηκε ο μοναχός. Η παράδοση λέει πως κάποτε ο μοναχός που φρόντιζε την εκκλησία περνούσε καθημερινά με αναμμένα δαδιά μπροστά από την εικόνα της Παναγίας όταν μια μέρα άκουσε μια φωνή να του λέει να σταματήσει να περνάει με τα δαδιά γιατί μαύριζε την εικόνα. Ο μοναχός αγνόησε τη φωνή αρχικά μα όταν την δεύτερη φορά την ξανάκουσε έχασε την όρασή του. Από τότε η εικόνα μεταφέρθηκε στο σημερινό της σημείο και ο άτυχος μοναχός θεραπεύτηκε μετά από την παράκλησή του για συγγνώμη.

Οι φίλοι πήραν το δρόμο του γυρισμού μαζί με άλλους προσκυνητές ακούγοντας τις διάφορες ιστορίες και προσωπικές εμπειρίες που είχαν, κάνοντας τον ανηφορικό δρόμο λιγότερο κουραστικό. Στο Άγιο Όρος όποιον κι αν συναντήσεις έχει κάποια ιστορία να σου πει και κάποιο θαύμα να ομολογήσει. Κανείς δεν είναι ξένος σ’ αυτόν τον τόπο και ο κάθε συνταξιδιώτης σου γίνεται και ο προσωπικός σου εξομολογητής. Η μαγεία του Όρους είναι ότι κάνει τους ανθρώπους να νιώθουν διαφορετικά από τη στιγμή που θα πατήσουν το πόδι τους πάνω στο περιβόλι της Παναγίας. Οι καχυποψίες, οι ανασφάλειες, οι δισταγμοί, η έλλειψη εμπιστοσύνης που κάνουν τους ανθρώπους απρόσωπος στον έξω κόσμο, εδώ φαίνεται πως εξαλείφονται σαν κάποια θεϊκή πνοή να τις φύσηξε μακριά και ένα αόρατο χέρι να σήκωσε τα βάρη της καθημερινής ζωής από τους ώμους. Οι δυο φίλοι ενώ θα ‘πρεπε να είναι κουρασμένοι ένιωθαν μια παράξενη αναζωογόνηση μέσα τους και μια ατελείωτη δίψα για περισσότερες εμπειρίες. Σε καμία στιγμή δεν ένιωσαν να τους λείπει κάτι από τη ζωή που ζούσαν έξω από το Όρος παρά του ότι τα μοναδικά τους υπάρχοντα χωρούσαν μέσα σε ένα μικρό σακίδιο. Καθισμένοι μαζί με τους νέους φίλους που είχαν κάνει στο μοναδικό μπαλκονάκι του ξενώνα,εκείνο το βράδυ, αντάλλαξαν ιστορίες, πόθους και καημούς. Το ρόδινο ηλιοβασίλεμα μαζί με τον ήπιο ζεστό ανοιξιάτικο αέρα και την ευωδία της απέραντης θάλασσας έκανε τις καρδιές τους ν’ ανθίζουν σαν λευκές γαρδένιες. Λίγες είναι οι φορές που μπορεί κανείς να πλέει σε ένα πέλαγος ευτυχίας, λίγες είναι οι στιγμές που μπορεί κάποιος να πει ότι είναι απόλυτα ικανοποιημένος, πως δεν λείπει απολύτως τίποτα από τη ζωή του. Οι φίλοι όμως ένιωσαν πως οι πέντε μέρες τους σ’ αυτόν τον τόπο ήταν γεμάτες από αυτές τις ανεπανάληπτες στιγμές. Είναι τελικά τόσο απλές οι ανάγκες του ανθρώπου, λίγο ψωμί, λίγο νερό, μια στέγη, μια κουβέρτα και ατέλειωτη πνευματική ικανοποίηση. Όλα τα υλικά πράγματα που πασχίζουμε καθημερινά να αποκτήσουμε είναι τόσο μα τόσο ασήμαντα και μηδαμινά και η μικρή ευτυχία που μας δίνουν έχει μια σύντομη ημερομηνία λήξεως. Μέσα σ’ αυτόν το σκαλισμένο βράχο της πολυβασανισμένης μητέρας Ελλάδας βρίσκεται ένας επίγειος παράδεισος που το μόνο που μπορεί να προσφέρει σε κάποιον είναι μια απέραντη αγάπη. Αυτό νιώσαμε τελικά στην Άγια χερσόνησο, μια αγάπη που αιωρείται σα μαγευτική ομίχλη απ’ άκρη σ’ άκρη και σ’ αγκαλιάζει σαν στοργική μητέρα. Είναι η αγκαλιά της Παναγίας; Είναι το πνεύμα του Κυρίου; Δεν υπάρχει λόγος να το εξηγήσει κανείς γιατί μόνο σαν το νιώσει μπορεί να καταλάβει την ακατανίκητη δύναμή του.

Ο καθένας αποκομίζει όμως αυτό που ψάχνει να βρει, κι αν κάποιος ψάχνει να βρει θησαυρούς υλικής φύσης, σκάνδαλα, κρυφές ατιμίες ή κάτι που θα φέρει στο φως της επικαιρότητας αυτό που θα γεμίσει τις φτηνές εκπομπές των τηλεοράσεων με σοκαριστικά νέα, τότε δυστυχώς έχασε το νόημα της επίσκεψής του. Οι δυο μας φίλοι βρήκαν πως τελικά η καρδιά μαλακώνει και η πέτρα γύρω της θρίπτεται σαν το σιτάρι στον αλευρόλιθο φτάνει να αφήσει κανείς την ψυχή να πιει το πνευματικό νερό που προσφέρεται σ’ αυτόν τον τόπο. Η φύση σε όλο το μεγαλείο της, η απλότητα, οι ήχοι και οι εικόνες, όλα μαζί φτιάχνουν το κράμα της ευτυχίας και την αμβροσία της ψυχής. Και θα δανειστώ τα λόγια μιας δημοφιλής ταινίας όπου ο ηθοποιός στο τέλος ρωτάει: “Εσύ πατέρα τι βρήκες εδώ;” και η απάντηση είναι “Φωτισμό!” (illumination). Έτσι κι εγώ μαζί με τον αδερφικό μου φίλο βρήκα τον φωτισμό που είχα τόσο ανάγκη να νιώσω και που για πάντα σημάδεψε τη ζωή μου. Κλείνω με τη ευχή ότι ο Θεός θα με αξιώσει κάποτε να επαναλάβω αυτό το ταξίδι για να βρεθώ ακόμα μια φορά στην αγκαλιά της Παναγίας μέσα στο ιερό περιβόλι της(_)

μετάβαση στον προβληματισμό της ημέρας
μετάβαση στον προβληματισμό της ημέρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προβληματίστηκες; σχολίασε το