αποκωδικοποιώντας τα μηνύματα της θρησκείας προβληματιζόμαστε σε ζητήματα της κοινωνίας
«Πιστεύουμε στην Ανάσταση;»
Η Κυριακή μετά το Πάσχα ή Αντιπάσχα είναι αφιερωμένη στη ψηλάφηση του Θωμά. Είναι η πρώτη εμφάνιση του Αναστημένου Κυρίου στους Μαθητές του που ήταν κρυμμένοι σ’ ένα σπίτι με κλειδαμπαρωμένες τις πόρτες για ν’ αποφύγουν τη μανία των Ιουδαίων. Ξαφνικά εμφανίζεται ανάμεσα τους ο Αναστημένος Κύριος και τους λέει: «Ειρήνη υμίν» κι αμέσως τους δείχνει τα σημάδια των πληγών από το Πάθος του, για να πεισθούν ότι είναι ο ίδιος ο Διδάσκαλός τους που αναστήθηκε. Με τον τρόπο αυτό έδιωξε τον φόβο και την ανασφάλειά τους. Τους ευλόγησε και τους έδωσε την πνευματική εξουσία να συγχωρούν τις αμαρτίες των ανθρώπων λέγοντας τους «Λάβετε Πνεύμα Άγιον». Ο Θωμάς, όμως, δεν ήταν παρών στην πρώτη εκείνη εμφάνιση του Κυρίου και όταν τον είδαν κάποια άλλη στιγμή οι μαθητές γεμάτοι ενθουσιασμό του είπαν: «τον είδαμε τον Κύριο!», αυτός είπε: Εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ύλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ύλων, και βάλω την χείρα μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω. δηλαδή Εάν δεν Τον δω με τα μάτια μου και δεν βάλω το δάκτυλό μου στο σημάδι των καρφιών, δεν πρόκειται να πιστεύσω. Έτσι δεν πίστεψε στην είδηση της Αναστάσεως, ζητώντας απτές αποδείξεις. Ο Χριστός, αποδέχθηκε την αδυναμία του μαθητή Του, εμφανίζεται ενώπιον του, οκτώ ημέρες μετά. Δέχεται να προσφέρει τις αποδείξεις που ο Θωμάς απαιτούσε. Τότε ο Θωμάς ενθουσιασμένος είπε: Είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου! Και ο Κύριος του απαντά: Πιστεύεις επειδή με είδες! Είναι μακάριοι αυτοί που θα πιστεύσουν σε μένα χωρίς να με έχουν δει.
Η περίπτωση του Θωμά δεν είναι μοναδική. Επαναλαμβάνεται καθημερινά όταν οι άνθρωποι υποτάσσουμε την πίστη στη λογική μας αδιαπραγμάτευτες αλήθειες της εκκλησίας, χωρίς τις οποίες το οικοδόμημα της γκρεμίζεται και διαλύεται. Η αμφιβολία αυτή φθάνει μέχρι και στο γεγονός της Αναστάσεως, το οποίο ασφαλώς και συνιστά την μεγαλύτερη πρόκληση του ανθρώπινου μυαλού. Είναι συνήθης η τοποθέτηση πολλών ανθρώπων σήμερα οι οποίοι προσδιορίζουν τη θρησκευτικότητα τους με έναν ιδιαίτερο τρόπο: «Πιστεύω μεν, αλλά δε συμμερίζομαι αυτά που λέει η Εκκλησία, πιστεύω με έναν τρόπο δικό μου. Είμαι Χριστιανός, αλλά δεν πιστεύω στην Ανάσταση γιατί δε μπορεί να την αντέξει η λογική μου». Οι άνθρωποι αυτοί έχουν πολύ συγκεχυμένη αντίληψη και θεώρηση της πίστεως. Δεν προσπαθούν καν να προσαρμόσουν τη ζωή τους στις αρχές που δίνει η πίστη μας. Πιστεύουν σε έναν Θεό όπως βολεύει τον εαυτό τους, φτιάχνουν μια θρησκεία, που ικανοποιεί τις προσωπικές τους προϋποθέσεις, χωρίς αρχές και κανόνες, παρά με συνήθειες προτεινόμενες είτε από το έθιμο, είτε από την παράδοση, είτε από την κουλτούρα του τόπου μας. Με αυτή τη λογική πάνε στην εκκλησία το βράδυ της Αναστάσεως, χωρίς να ξέρουν τι γιορτάζουμε. Τους οδηγεί στην εκκλησία σε γάμους, βαπτίσεις και κηδείες χωρίς να ξέρουν τι συντελείται σ’ αυτά τα μυστήρια. Έχει διαμορφωθεί μέσα τους μια εντελώς προσωπική αντίληψη για τη χριστιανική ζωή και μέσα από αυτά προκύπτει το ερώτημα «πιστεύουμε στην Ανάσταση;»
Άραγε πόσο και με ποιον τρόπο πιστεύουμε και κατά πόσο ανακαλύψαμε το μυστικό της ζωής; Είμαστε Χριστιανοί της ουσίας και όχι των τύπων; Ας μάθουμε ότι δεν έχουμε γνωρίσει ακόμα τον εαυτό μας, αλλά και ότι ο Χριστός είναι έτοιμος να ταπεινώσει και πάλι τον εαυτό Του για μας, αρκεί να Του το ζητήσουμε. Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη!
Η Κυριακή μετά το Πάσχα ή Αντιπάσχα είναι αφιερωμένη στη ψηλάφηση του Θωμά. Είναι η πρώτη εμφάνιση του Αναστημένου Κυρίου στους Μαθητές του που ήταν κρυμμένοι σ’ ένα σπίτι με κλειδαμπαρωμένες τις πόρτες για ν’ αποφύγουν τη μανία των Ιουδαίων. Ξαφνικά εμφανίζεται ανάμεσα τους ο Αναστημένος Κύριος και τους λέει: «Ειρήνη υμίν» κι αμέσως τους δείχνει τα σημάδια των πληγών από το Πάθος του, για να πεισθούν ότι είναι ο ίδιος ο Διδάσκαλός τους που αναστήθηκε. Με τον τρόπο αυτό έδιωξε τον φόβο και την ανασφάλειά τους. Τους ευλόγησε και τους έδωσε την πνευματική εξουσία να συγχωρούν τις αμαρτίες των ανθρώπων λέγοντας τους «Λάβετε Πνεύμα Άγιον». Ο Θωμάς, όμως, δεν ήταν παρών στην πρώτη εκείνη εμφάνιση του Κυρίου και όταν τον είδαν κάποια άλλη στιγμή οι μαθητές γεμάτοι ενθουσιασμό του είπαν: «τον είδαμε τον Κύριο!», αυτός είπε: Εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ύλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ύλων, και βάλω την χείρα μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω. δηλαδή Εάν δεν Τον δω με τα μάτια μου και δεν βάλω το δάκτυλό μου στο σημάδι των καρφιών, δεν πρόκειται να πιστεύσω. Έτσι δεν πίστεψε στην είδηση της Αναστάσεως, ζητώντας απτές αποδείξεις. Ο Χριστός, αποδέχθηκε την αδυναμία του μαθητή Του, εμφανίζεται ενώπιον του, οκτώ ημέρες μετά. Δέχεται να προσφέρει τις αποδείξεις που ο Θωμάς απαιτούσε. Τότε ο Θωμάς ενθουσιασμένος είπε: Είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου! Και ο Κύριος του απαντά: Πιστεύεις επειδή με είδες! Είναι μακάριοι αυτοί που θα πιστεύσουν σε μένα χωρίς να με έχουν δει.
Η περίπτωση του Θωμά δεν είναι μοναδική. Επαναλαμβάνεται καθημερινά όταν οι άνθρωποι υποτάσσουμε την πίστη στη λογική μας αδιαπραγμάτευτες αλήθειες της εκκλησίας, χωρίς τις οποίες το οικοδόμημα της γκρεμίζεται και διαλύεται. Η αμφιβολία αυτή φθάνει μέχρι και στο γεγονός της Αναστάσεως, το οποίο ασφαλώς και συνιστά την μεγαλύτερη πρόκληση του ανθρώπινου μυαλού. Είναι συνήθης η τοποθέτηση πολλών ανθρώπων σήμερα οι οποίοι προσδιορίζουν τη θρησκευτικότητα τους με έναν ιδιαίτερο τρόπο: «Πιστεύω μεν, αλλά δε συμμερίζομαι αυτά που λέει η Εκκλησία, πιστεύω με έναν τρόπο δικό μου. Είμαι Χριστιανός, αλλά δεν πιστεύω στην Ανάσταση γιατί δε μπορεί να την αντέξει η λογική μου». Οι άνθρωποι αυτοί έχουν πολύ συγκεχυμένη αντίληψη και θεώρηση της πίστεως. Δεν προσπαθούν καν να προσαρμόσουν τη ζωή τους στις αρχές που δίνει η πίστη μας. Πιστεύουν σε έναν Θεό όπως βολεύει τον εαυτό τους, φτιάχνουν μια θρησκεία, που ικανοποιεί τις προσωπικές τους προϋποθέσεις, χωρίς αρχές και κανόνες, παρά με συνήθειες προτεινόμενες είτε από το έθιμο, είτε από την παράδοση, είτε από την κουλτούρα του τόπου μας. Με αυτή τη λογική πάνε στην εκκλησία το βράδυ της Αναστάσεως, χωρίς να ξέρουν τι γιορτάζουμε. Τους οδηγεί στην εκκλησία σε γάμους, βαπτίσεις και κηδείες χωρίς να ξέρουν τι συντελείται σ’ αυτά τα μυστήρια. Έχει διαμορφωθεί μέσα τους μια εντελώς προσωπική αντίληψη για τη χριστιανική ζωή και μέσα από αυτά προκύπτει το ερώτημα «πιστεύουμε στην Ανάσταση;»
Άραγε πόσο και με ποιον τρόπο πιστεύουμε και κατά πόσο ανακαλύψαμε το μυστικό της ζωής; Είμαστε Χριστιανοί της ουσίας και όχι των τύπων; Ας μάθουμε ότι δεν έχουμε γνωρίσει ακόμα τον εαυτό μας, αλλά και ότι ο Χριστός είναι έτοιμος να ταπεινώσει και πάλι τον εαυτό Του για μας, αρκεί να Του το ζητήσουμε. Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη!
Eνδιαφέρον θέμα....
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ πολύ Μάρκο,είναι μια λεπτή ενότητα όπου προσπαθώ να αναλύω διάφορα θέματα που πιστεύω ότι προβληματίζουν πολλούς από εμάς.
ΑπάντησηΔιαγραφή