αποκωδικοποιώντας τα μηνύματα της θρησκείας προβληματιζόμαστε σε ζητήματα της κοινωνίας
Χριστός Ανέστη!
Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής των Μυροφόρων χωρίζεται σε δύο μέρη, στο πρώτο βλέπουμε την πρωτοβουλία του Ιωσήφ του από Αριμαθαίας, να ζητήσει από τον Πιλάτο το Σώμα του Ιησού, στο οποίο αποδίδει τις προβλεπόμενες από την τότε παράδοση, νεκρικές τιμές και το ενταφιάζει στο κενό μνημείο. Στο δεύτερο μέρος, τρεις Μυροφόρες γυναίκες, προσέρχονται στον τάφο του Ιησού, προκειμένου κι αυτές, με τη σειρά τους, να μυρώσουν το ενταφιασμένο Σώμα του Κυρίου.
Έτσι από το συγκεκριμένο ευαγγελικό ανάγνωσμα παίρνουμε την αφορμή να δούμε ένα θέμα το οποίο προβληματίζει και διχάζει πολλούς συνανθρώπους μας.
Ένα από τα χειρότερα είδη βασανισμού και μαρτυρίου, που επέλεγαν οι διώκτες των Χριστιανών κατά τους πρώτους αιώνες ήταν η καύση. Πολλοί δολοφόνοι και εγκληματίες των ιστορικών χρόνων επέλεγαν ως λύση την καύση των σωμάτων των εχθρών τους. Κατά την περίοδο του Μεσαίωνα της Δύσης, η καύση των διαφωνούντων και «αιρετικών» υπήρξε παραδειγματική μέθοδος τιμωρίας.
Η θέληση ορισμένων να επικρατήσει η καύση των νεκρών στη χώρα μας, φέρνει στο μυαλό μας συγκεκριμένες φιλοσοφικές αντιλήψεις του παρελθόντος, ιδιαίτερα περιφρονητικές για το ανθρώπινο σώμα, σύμφωνα με τις οποίες «δε μπορούμε να υιοθετήσουμε την αποτέφρωση των σωμάτων, γιατί, όσοι το επιθυμούν, το πιθανότερο είναι να δέχονται τις πλατωνικές αρχαίες φιλοσοφικές αντιλήψεις περί του σώματος, ότι το σώμα είναι δεσμωτήριο της ψυχής ή ότι δε πρόκειται να αναστηθεί και ότι είναι σκεύος ηδονής που πρέπει να αποκοπεί και να περιφρονηθεί, ώστε να σωθεί η ψυχή. Έτσι, λοιπόν, κάτω από την επιθυμία της καύσεως κρύπτεται η περιφρόνηση προς το σώμα, η απιστία στην ανάσταση των νεκρών, η μετεμψύχωση και ίσως να κρύπτεται και η άρνηση της υπάρξεως της ψυχής μετά τον θάνατο»
Όλες οι κοινωνίες του πλανήτη είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες σε θέματα βιασμού, τραυματισμού ή μόλυνσης του ανθρώπινου σώματος. Η καύση είναι ένα είδος «βιασμού» και μάλιστα το πιο φρικιαστικό αφού είναι νεκρό και ανυπεράσπιστο. Η εκκλησία με τη διδασκαλία της, προβάλλει την τιμή και την ανύψωση του σώματος όχι μόνο όταν είναι ζωντανό, αλλά και όταν έχει νεκρωθεί. Το περιβάλλει με τις γνωστές νεκρικές τιμές, αφιερώνει σ’ αυτό την θαυμαστή σε νόημα νεκρώσιμη ακολουθία.
Η καύση, που σημαίνει εξαφάνιση, μας οδηγεί στη σκέψη ότι το σώμα είναι κακό και μολυσμένο, γι’ αυτό πρέπει να εξαφανιστεί. Ξεχνάμε ότι είναι το σημαντικότερο δημιούργημα του Θεού. Είναι ο «δερμάτινος χιτώνας» που φόρεσε ο ίδιος ο Χριστός, αγιάζοντας τον και χαριτώνοντάς τον. Δεν τιμάμε το σώμα και χωριστά την ψυχή, αλλά τον σύνδεσμο των δύο. Η οριστική καταστροφή του σώματος, η καύση του, δεν είναι καύση νεκρού ανθρώπου αλλά προσπάθεια καύσης της ψυχής του, κάτι που δεν καταστρέφεται.
Οι νεκροί δεν είναι "πεθαμένοι" αλλά "κεκοιμημένοι". Τοποθετούνται με σεβασμό στον τάφο, στραμμένοι προς την ανατολή με την προσδοκία της ανάστασης τους. Η Εκκλησία δε χρησιμοποιεί τον όρο "νεκροταφεία" και αλλά τον όρο "κοιμητήρια". Αυτό δε γίνεται για να μην αγριευτούμε αλλά για λόγους καθαρά πνευματικούς: νεκρός δεν σημαίνει τελειωμένος (που έχει τελειώσει) αλλά τετελειωμένος (που έχει τελειωθεί). Τέλος δεν σημαίνει λήξη, αλλά τελείωση. μας.
Το σώμα Θεώνεται, κατά χάριν, μαζί με την ψυχή του ανθρώπου και συνδοξάζεται. Είναι αυτό που, αν χρησιμοποιηθεί με το σωστό τρόπο και δεν μετατραπεί σε μοναδικό ενδιαφέρον του ανθρώπου σ’ αυτή τη ζωή, είναι ικανό να βοηθήσει την ψυχή στην κατάκτηση της αιώνιας σωτηρίας της.
Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής των Μυροφόρων χωρίζεται σε δύο μέρη, στο πρώτο βλέπουμε την πρωτοβουλία του Ιωσήφ του από Αριμαθαίας, να ζητήσει από τον Πιλάτο το Σώμα του Ιησού, στο οποίο αποδίδει τις προβλεπόμενες από την τότε παράδοση, νεκρικές τιμές και το ενταφιάζει στο κενό μνημείο. Στο δεύτερο μέρος, τρεις Μυροφόρες γυναίκες, προσέρχονται στον τάφο του Ιησού, προκειμένου κι αυτές, με τη σειρά τους, να μυρώσουν το ενταφιασμένο Σώμα του Κυρίου.
Έτσι από το συγκεκριμένο ευαγγελικό ανάγνωσμα παίρνουμε την αφορμή να δούμε ένα θέμα το οποίο προβληματίζει και διχάζει πολλούς συνανθρώπους μας.
Ένα από τα χειρότερα είδη βασανισμού και μαρτυρίου, που επέλεγαν οι διώκτες των Χριστιανών κατά τους πρώτους αιώνες ήταν η καύση. Πολλοί δολοφόνοι και εγκληματίες των ιστορικών χρόνων επέλεγαν ως λύση την καύση των σωμάτων των εχθρών τους. Κατά την περίοδο του Μεσαίωνα της Δύσης, η καύση των διαφωνούντων και «αιρετικών» υπήρξε παραδειγματική μέθοδος τιμωρίας.
Η θέληση ορισμένων να επικρατήσει η καύση των νεκρών στη χώρα μας, φέρνει στο μυαλό μας συγκεκριμένες φιλοσοφικές αντιλήψεις του παρελθόντος, ιδιαίτερα περιφρονητικές για το ανθρώπινο σώμα, σύμφωνα με τις οποίες «δε μπορούμε να υιοθετήσουμε την αποτέφρωση των σωμάτων, γιατί, όσοι το επιθυμούν, το πιθανότερο είναι να δέχονται τις πλατωνικές αρχαίες φιλοσοφικές αντιλήψεις περί του σώματος, ότι το σώμα είναι δεσμωτήριο της ψυχής ή ότι δε πρόκειται να αναστηθεί και ότι είναι σκεύος ηδονής που πρέπει να αποκοπεί και να περιφρονηθεί, ώστε να σωθεί η ψυχή. Έτσι, λοιπόν, κάτω από την επιθυμία της καύσεως κρύπτεται η περιφρόνηση προς το σώμα, η απιστία στην ανάσταση των νεκρών, η μετεμψύχωση και ίσως να κρύπτεται και η άρνηση της υπάρξεως της ψυχής μετά τον θάνατο»
Όλες οι κοινωνίες του πλανήτη είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες σε θέματα βιασμού, τραυματισμού ή μόλυνσης του ανθρώπινου σώματος. Η καύση είναι ένα είδος «βιασμού» και μάλιστα το πιο φρικιαστικό αφού είναι νεκρό και ανυπεράσπιστο. Η εκκλησία με τη διδασκαλία της, προβάλλει την τιμή και την ανύψωση του σώματος όχι μόνο όταν είναι ζωντανό, αλλά και όταν έχει νεκρωθεί. Το περιβάλλει με τις γνωστές νεκρικές τιμές, αφιερώνει σ’ αυτό την θαυμαστή σε νόημα νεκρώσιμη ακολουθία.
Η καύση, που σημαίνει εξαφάνιση, μας οδηγεί στη σκέψη ότι το σώμα είναι κακό και μολυσμένο, γι’ αυτό πρέπει να εξαφανιστεί. Ξεχνάμε ότι είναι το σημαντικότερο δημιούργημα του Θεού. Είναι ο «δερμάτινος χιτώνας» που φόρεσε ο ίδιος ο Χριστός, αγιάζοντας τον και χαριτώνοντάς τον. Δεν τιμάμε το σώμα και χωριστά την ψυχή, αλλά τον σύνδεσμο των δύο. Η οριστική καταστροφή του σώματος, η καύση του, δεν είναι καύση νεκρού ανθρώπου αλλά προσπάθεια καύσης της ψυχής του, κάτι που δεν καταστρέφεται.
Οι νεκροί δεν είναι "πεθαμένοι" αλλά "κεκοιμημένοι". Τοποθετούνται με σεβασμό στον τάφο, στραμμένοι προς την ανατολή με την προσδοκία της ανάστασης τους. Η Εκκλησία δε χρησιμοποιεί τον όρο "νεκροταφεία" και αλλά τον όρο "κοιμητήρια". Αυτό δε γίνεται για να μην αγριευτούμε αλλά για λόγους καθαρά πνευματικούς: νεκρός δεν σημαίνει τελειωμένος (που έχει τελειώσει) αλλά τετελειωμένος (που έχει τελειωθεί). Τέλος δεν σημαίνει λήξη, αλλά τελείωση. μας.
Το σώμα Θεώνεται, κατά χάριν, μαζί με την ψυχή του ανθρώπου και συνδοξάζεται. Είναι αυτό που, αν χρησιμοποιηθεί με το σωστό τρόπο και δεν μετατραπεί σε μοναδικό ενδιαφέρον του ανθρώπου σ’ αυτή τη ζωή, είναι ικανό να βοηθήσει την ψυχή στην κατάκτηση της αιώνιας σωτηρίας της.
8a elega pws h kafsi twn nekrwn prepei na einai epilogi toy ka8ena, allwste h ekklisia dinei aftin tin eleftheris ston pisto
ΑπάντησηΔιαγραφή