ακροβατώντας σε κύματα ρεαλισμού & ρομαντισμού, σκέψεις & συναισθήματα αποτυπώνονται σε λέξεις
Νικηφόρος Βρεττάκος
Οἱ μικροὶ γαλαξίες
Πᾶνε κι ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι πάνω στὴ γῆ.
Σταματᾶνε γιὰ λίγο, στέκονται ὁ ἕνας
ἀντίκρυ στὸν ἄλλο, μιλοῦν μεταξύ τους.
Ἔπειτα φεύγουν, διασταυρώνονται, μοιάζουν
σὰν πέτρες ποὺ βλέπονται.
Ὅμως, ἐσύ,
δὲ λόξεψες, βάδισες ἴσα, προχώρησες
μὲς ἀπὸ μένα, κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα μου,
ὅπως κι ἐγώ: προχώρησα ισα, μὲς ἀπὸ σένα,
κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα σου. Σταθήκαμε ὁ ἕνας μας
μέσα στὸν ἄλλο, σὰ νάχαμε φτάσει.
Βλέποντας πάνω μας δυὸ κόσμους σὲ πλήρη
λάμψη καὶ κίνηση, σαστίσαμε ἀκίνητοι
κάτω ἀπ᾿ τὴ θέα τους -
Ἤσουν νερό,
κατάκλυσες μέσα μου ὅλες τὶς στέρνες.
Ἤσουνα φῶς, διαμοιράστηκες. Ὅλες
οἱ φλέβες μου ἔγιναν ἄξαφνα ἕνα
δίχτυ ποὺ λάμπει: στὰ πόδια, στὰ χέρια,
στὸ στῆθος, στὸ μέτωπο.
Τ᾿ ἄστρα τὸ βλέπουνε, ὅτι:
δυὸ δισεκατομμύρια μικροὶ γαλαξίες καὶ πλέον
κατοικοῦμε τὴ γῆ.
Δυο κόσμοι σε πλήρη λάμψη...ναι, ήμασταν έτσι κάποτε. Μια λάμψη εκθαμβωτική που δεν μπορούσε να σκιαστεί από παροδικές ανησυχίες. Γη και σελήνη σε κοινή τροχιά αγκαλιασμένοι σ’ ένα ατελείωτο κοσμικό βαλς. Πάνε κι έρχονται οι ανθρώποι στη γη, αλλάζουν οι τροχιές τους και σπάνια ελκύονται από μιαν ακαταμάχητη έλξη, αυτήν την έλξη που για πάντα αλλάζει το δρόμο του προορισμού τους. Ναι, έτσι ήμασταν κάποτε.. Κι εσύ ήσουν το φως που πότιζε την ύπαρξή μου, ήσουν το φως μέσα στο σκοτεινό και παγερό διάστημα, αυτό που μου έδινε σχήμα και μορφή και μια ζεστασιά απέραντη, γλυκιά σαν αγκαλιά μητέρας. Κι όταν το φως σου έπαψε να λάμπει, βρέθηκα ξαφνικά πάνω στη γη, μια ξένη γη, σκοτεινός, άδειος, χωρίς μορφή, χωρίς αισθήσεις...(_)
οι μικροί γαλαξίες
Νικηφόρος Βρεττάκος
Οἱ μικροὶ γαλαξίες
Πᾶνε κι ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι πάνω στὴ γῆ.
Σταματᾶνε γιὰ λίγο, στέκονται ὁ ἕνας
ἀντίκρυ στὸν ἄλλο, μιλοῦν μεταξύ τους.
Ἔπειτα φεύγουν, διασταυρώνονται, μοιάζουν
σὰν πέτρες ποὺ βλέπονται.
Ὅμως, ἐσύ,
δὲ λόξεψες, βάδισες ἴσα, προχώρησες
μὲς ἀπὸ μένα, κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα μου,
ὅπως κι ἐγώ: προχώρησα ισα, μὲς ἀπὸ σένα,
κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα σου. Σταθήκαμε ὁ ἕνας μας
μέσα στὸν ἄλλο, σὰ νάχαμε φτάσει.
Βλέποντας πάνω μας δυὸ κόσμους σὲ πλήρη
λάμψη καὶ κίνηση, σαστίσαμε ἀκίνητοι
κάτω ἀπ᾿ τὴ θέα τους -
Ἤσουν νερό,
κατάκλυσες μέσα μου ὅλες τὶς στέρνες.
Ἤσουνα φῶς, διαμοιράστηκες. Ὅλες
οἱ φλέβες μου ἔγιναν ἄξαφνα ἕνα
δίχτυ ποὺ λάμπει: στὰ πόδια, στὰ χέρια,
στὸ στῆθος, στὸ μέτωπο.
Τ᾿ ἄστρα τὸ βλέπουνε, ὅτι:
δυὸ δισεκατομμύρια μικροὶ γαλαξίες καὶ πλέον
κατοικοῦμε τὴ γῆ.
Δυο κόσμοι σε πλήρη λάμψη...ναι, ήμασταν έτσι κάποτε. Μια λάμψη εκθαμβωτική που δεν μπορούσε να σκιαστεί από παροδικές ανησυχίες. Γη και σελήνη σε κοινή τροχιά αγκαλιασμένοι σ’ ένα ατελείωτο κοσμικό βαλς. Πάνε κι έρχονται οι ανθρώποι στη γη, αλλάζουν οι τροχιές τους και σπάνια ελκύονται από μιαν ακαταμάχητη έλξη, αυτήν την έλξη που για πάντα αλλάζει το δρόμο του προορισμού τους. Ναι, έτσι ήμασταν κάποτε.. Κι εσύ ήσουν το φως που πότιζε την ύπαρξή μου, ήσουν το φως μέσα στο σκοτεινό και παγερό διάστημα, αυτό που μου έδινε σχήμα και μορφή και μια ζεστασιά απέραντη, γλυκιά σαν αγκαλιά μητέρας. Κι όταν το φως σου έπαψε να λάμπει, βρέθηκα ξαφνικά πάνω στη γη, μια ξένη γη, σκοτεινός, άδειος, χωρίς μορφή, χωρίς αισθήσεις...(_)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το