ακροβατώντας σε κύματα ρεαλισμού & ρομαντισμού, σκέψεις & συναισθήματα αποτυπώνονται σε λέξεις
κισσέ που απάνω σέρνεσαι
Κωνσταντίνος
Χατζόπουλος
Κισσὲ ποὺ ἀπάνω σέρνεσαι
Κισσὲ ποὺ ἀπάνω σέρνεσαι στὸ σπίτι καὶ τὸ ζώνεις
μὲ τ᾿ ἄνανθα, τὰ σκοτεινὰ κι ἀνεύωδα κλαδιὰ
κι ὁλόγυρα στὴ θύρα του πένθιμο θόλο ἁπλώνεις,
σὰ νἄχῃ στὸ κατώφλι της καθίσει ἡ ὠχρὴ βραδιά.
μὲ τ᾿ ἄνανθα, τὰ σκοτεινὰ κι ἀνεύωδα κλαδιὰ
κι ὁλόγυρα στὴ θύρα του πένθιμο θόλο ἁπλώνεις,
σὰ νἄχῃ στὸ κατώφλι της καθίσει ἡ ὠχρὴ βραδιά.
Κι οὔτε πουλὶ δὲν ἔρχεται, μήτε τοῦ ἡλιοῦ τὸ χάδι,
καὶ μήτε ἕνα ψιθύρισμα δὲ σοῦ ξυπνᾶ ἡ πνοή·
ἄχαρα πάντα ἀπάνω σου περνοῦν αὐγὴ καὶ βράδυ,
λὲς ἴδια ζοῦμε θλιβερὴ κι ἐσὺ κι ἐγὼ ζωή.
καὶ μήτε ἕνα ψιθύρισμα δὲ σοῦ ξυπνᾶ ἡ πνοή·
ἄχαρα πάντα ἀπάνω σου περνοῦν αὐγὴ καὶ βράδυ,
λὲς ἴδια ζοῦμε θλιβερὴ κι ἐσὺ κι ἐγὼ ζωή.
Καὶ τώρα, τὸ φθινόπωρο πού, δές, ἔχει μαδήσει
τὴ λεύκα καὶ τὸ ἁγιόκλημα, ποὺ φαίδρυνε κι ἐσέ,
πλάι σου τὸ Μάη σὰν ἄνθιζε, ἀμάδητα ἔχει ἀφήσει
σὲ μόνο καὶ τὴ θλίψη μου, χλομόμαυρε κισσέ.
τὴ λεύκα καὶ τὸ ἁγιόκλημα, ποὺ φαίδρυνε κι ἐσέ,
πλάι σου τὸ Μάη σὰν ἄνθιζε, ἀμάδητα ἔχει ἀφήσει
σὲ μόνο καὶ τὴ θλίψη μου, χλομόμαυρε κισσέ.
Καὶ πεταλούδα, σκοτεινὴ ὡσὰν ἐσὲ κι ἐκείνη,
σὰ μίαν ἀκτίνα ἀπὸ κρυφὴ ν᾿ ἀποζητᾶ ὀμορφιά,
στ᾿ ἄχαρα φύλλα σου πετᾶ κι ἐκεῖ τὴ θλίψη πίνει
ποὺ τῆς σταλάζει ἀπ᾿ τὴν ὑγρὴ καὶ στείρα συννεφιά.
σὰ μίαν ἀκτίνα ἀπὸ κρυφὴ ν᾿ ἀποζητᾶ ὀμορφιά,
στ᾿ ἄχαρα φύλλα σου πετᾶ κι ἐκεῖ τὴ θλίψη πίνει
ποὺ τῆς σταλάζει ἀπ᾿ τὴν ὑγρὴ καὶ στείρα συννεφιά.
Καὶ μοῦ εἶναι ὡσὰν ἀπάνω μου τοὺς κλώνους νἄχῃς ρίξει,
ὅπως μία μέρα θ᾿ ἁπλωθῆς σὲ ἀξύπνητη σιγή,
ὅταν στὰ μάτια τὰ κλειστὰ λευκὸ μπροστὰ θ᾿ ἀνοίξη
τὸ φῶς της ἡ ἀσυννέφιαστη ποὺ θὰ χαράξη αὐγή.
ὅπως μία μέρα θ᾿ ἁπλωθῆς σὲ ἀξύπνητη σιγή,
ὅταν στὰ μάτια τὰ κλειστὰ λευκὸ μπροστὰ θ᾿ ἀνοίξη
τὸ φῶς της ἡ ἀσυννέφιαστη ποὺ θὰ χαράξη αὐγή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το