ακροβατώντας σε κύματα ρεαλισμού & ρομαντισμού, σκέψεις & συναισθήματα αποτυπώνονται σε λέξεις
οκτώβρη μου
Φύσηξε ο Αίολος
από τη Δύση κι η εκπνοή του έκανε τα ψηλά φύλλα των δέντρων να θροΐσουν με τον
ήχο ενός κύματος που σκάει απαλά στην ακροθαλασσιά. Σαν κρυφή υποψία αιωρήθηκε
μια ελαφριά ψύχρα στον καθαρό αέρα που προμηνούσε τον ερχομό του φθινοπώρου και
σαν κάποιο μαγικό ραβδί ακούμπησε κι άρχισε
να χρυσώνει και να πορφυρίζει τα φύλλα που πάσχιζαν να κρατηθούν από την άκρη
του κλωνιού. Το δάσος άστραψε από τα
ανεξίτηλα χρώματα που ξεχύνονταν σα μια
απέραντη θάλασσα, χάρμα οφθαλμών, ένα γλέντι των αισθήσεων, μια ζωγραφιά από το
πινέλο του Θεού που πρόσταξε την Ίριδα
να φανερώσει όλες τις πτυχές του φουστανιού της. Ναι! Οκτώβρη μου, αγαπημένε
μου, εννιά μήνες σε περίμενα και πρόβαλες από το σπλάχνο του χρόνου, κεφάτος,
με ροδοκόκκινα μάγουλα κι ένα μελαγχολικό χαμόγελο και τώρα μ’ αγκαλιάζεις
στοργικά σαν πατέρας. Οκτώβρη μου, κάποτε μου ‘δωσες ζωή, κι άνοιξες τα μάτια
μου πρώτη φορά για ν’ αντικρίσω την
ομορφιά σου. Οκτώβρη μου, μόνο εσύ μπορείς να συνδυάσεις τη γλύκα του
καλοκαιριού που μελαγχολικά με αποχαιρετά και το μουντό του ερχόμενου σκληρού
χειμώνα. Καλωσόρισες Οκτώβρη μου!
Στέκομαι μέσα
στην κίτρινη λίμνη που τα φύλλα μιας χρυσής βελανιδιάς έχουν σχηματίσει στο
έδαφος και μυρίζω το άρωμα που αναβλύζει, ένα μίγμα από φρεσκοκομμένο γρασίδι
και ηλιοφιλιμένο στάχυ. Από πάνω μου η φυλλωσιά θαρρείς πως φλέγεται στο
άγγιγμα του ήλιου και το δέντρο ζωντανό μου ψιθυρίζει το τραγούδι της μάνας
γης. Περπατώ και νιώθω το έδαφος να ροκανίζει κάτω από την πατούσα μου λες κι
αργοπεθαίνει, ένα ατέλειωτο κοιμητήρι της φύσης. Θέλω να πέσω και να κυλιστώ
μέσα στα χρώματα να γίνω κι εγώ ένα μαζί τους και να χαθώ μέσα στην ομορφιά
τους σαν το θεριό που χάνετε στο σκότος της πυκνής ζούγκλας. Οκτώβρη μου
ευαίσθητε καθρεπτίζεις την ψυχή μου μέσα από τις αλλόκοτες ομορφιές σου. Μαζί
σου ζω κι ανασταίνω το πάθος για ζωή, μαζί σου γιορτάζω την ευτυχία που
ξετρυπώνει σαν κυκλάμινο από το βράχο της θλίψης του χωρισμού και της
απόγνωσης. Και μέσα στα φύλλα περπατώ και χάνομαι σε κοκκινοπράσινα δρομάκια και
μέσα στα χρυσάνθεμα του μπαξέ σου.
Μέσα όμως από την
μελαγχολία της ύπαρξής σου βλέπω τους ανθρώπους να σε γιορτάζουν, να σε τιμούν
και να γλεντάνε λες και εσύ σήμανες το τέλος του κόσμου και πως μετά το πέρασμά
σου ο θάνατος θα βασιλέψει μέχρι την ανάσταση της Άνοιξης. Η μυρωδιά του
καμένου ξύλου μου χαϊδεύει τα ρουθούνια, κι ακούω γέλια και το ρυθμό της λύρας
να παίζει εκείνον τον ξεχωριστό ρυθμό παρέα με το γρατζούνισμα των χορδών του λαούτου. Τα καζάνια στην
αγαπημένη μου Κρήτη έχουν ξεκινήσει κι η πυρωμένη τσικουδιά στάζει ασταμάτητα δίπλα
απ’ τη θράκα που οι πατάτες ψήνονται στα κόκκινα κάρβουνα. Όλοι σε τραγουδούν,
όλοι πίνουν στην υγειά σου κι όλοι ποθούν, Οκτώβρη μου, να μην τελειώσεις.
Τ’ Οκτώβρη μήνα η τσικουδιά ρέει σα το νεράκι
Γουλιά γουλιά μού έλειωσε όλο μου το μεράκι
Βασιλεύει τώρα ο
ήλιος και το τεράστιο ασημένιο φεγγάρι σου διαγράφει τη στρογγυλή σιλουέτα του
πάνω στο φόντο τα’ ουρανού. Μια πυκνή ομίχλη κουκουλώνει τα πάντα γύρω της και
κάνει τα φώτα να μοιάζουν τρομακτικά καθώς πασκίζουν να διαπεράσουν το πέπλο της.
Μεγάλωσαν οι σκιές από τα δέντρα κι ανατριχιάζω ακούγοντας το θρήνο μιας αόρατης
κουκουβάγιας που πληγώνει τη σιγαλιά της νύχτας. Είναι αυτές οι νύχτες σου
Οκτώβρη μου που έπλασαν εκείνες τις τρομακτικές ιστορίες και που γέννησαν μυστήριο
μα κι ομορφιά τις ανθρώπινες φαντασίες. Κι ο Οκτώβρης μου συνεχίζει να ξεδιπλώνεται
με όλο του το μεγαλείο κι ο χρόνος κυλάει ακόμα πιο γρήγορα καθώς το σκότος καταβροχθίζει
μεγαλύτερες μπουκιές από το φως της ημέρας. Και να που σύντομα θα γιορτάσουμε
το Σαλονικιό Άγιο με σημαίες στα μπαλκόνια και στα προαύλια, με ποιήματα για
την αντρειοσύνη και τα μεγάλα «ΟΧΙ» που μένουν θρυλικά αποτυπωμένα στις καρδιές
μας.
Σε καλωσορίζω Οκτώβρη
μου, αν και μισός τώρα, έχω τις θύμησές σου να με συντροφεύουν (_)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το