Μια φορά σε έναν καιρό ένας καλοντυμένος τύπος περπατούσε μόνος σε ένα σκοτεινό σοκάκι της νύχτας. Η λάμπα από τον στύλο πιο πάνω, άναβε ανά διαστήματα για να φωτίσει τον υγρό δρόμο που γυάλιζε από το νερό της βροχής. Ο τύπος μπήκε σε ένα φτηνιάρικο αλλά καλοδιατηρημένο αυτοκίνητο και ξεκίνησε με ταχύτητα βυθισμένος στις σκέψεις του. Το κόκκινο φως από το πρώτο φανάρι, αποκάλυψε μερικώς το πρόσωπο του. Ένα σκυθρωπό στρογγυλό πρόσωπο, δύο ημερών ξύρισμα και γκρίζα μαλλιά που απειλούνταν από το αραίωμα στις άκρες του κεφαλιού.
Ο άντρας έφτασε μπροστά σε μία πολυκατοικία και χτύπησε απαλά την πόρτα, η οποία άνοιξε αργά από μία γυναίκα πρόχειρα ντυμένη και αρκετά κουρασμένη στο πρόσωπο:
- “Κοιμήθηκε”; ρώτησε ψιθυριστά την γυναίκα.
- “Ναι. Πριν λίγο. Δεν ήμουν σίγουρη ότι θα έρθεις κι έτσι προτίμησα να την βάλω να ξεκουραστεί. Έχει διαγώνισμα στην έκθεση αύριο και διάβαζε για ώρες στο δωμάτιο της” απάντησε εκείνη.
- “Να, σου έφερα τα λεφτά που χάλασες χθες στον γιατρό. Συγγνώμη για τα κέρματα, δεν βρήκα άλλα” της είπε δίνοντας της μια χούφτα από νομίσματα, ενώ την ίδια στιγμή σκεφτόταν ‘σιγά μην διάβαζε τόσες ώρες Έκθεση’!
- “Αύριο αν θέλεις μπορείς να έρθεις λίγο να κάτσουμε. Δεν έχω κάτι” του πρότεινε.
- “Ευχαριστώ. Θα έρθω. Α! Και μην ανησυχείς. Θα σκίσει αύριο στην Έκθεση” είπε και έφυγε.
Γύρισε στο γραφείο του, σηκώνοντας τα ρολά ασφαλείας και αφού τα έκλεισε και πάλι, ανέβηκε σε ένα πατάρι. Εκεί, είχε διαμορφώσει ένα μικρό δωμάτιο στο οποίο και έμενε τα τελευταία δύο χρόνια. Αφού χάζεψε για λίγες ώρες στο διαδίκτυο, κοιμήθηκε.
Την επόμενη μέρα, στη δουλειά δεν έβλεπε την ώρα να πάει στο σπίτι εκείνο. Η επιθυμία του ήταν τόσο μεγάλη που δεν ήταν απόλυτα συγκεντρωμένος στη δουλειά. Είχε ένα γραφείο όπου διεκπεραίωνε συναλλαγές κυρίως του Δημοσίου με συνήθως ηλικιωμένους πελάτες. Βλέπετε, όταν ξεκίνησε το επάγγελμα αυτό, πριν περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια ο βαθμός εξοικείωσης των ανθρώπων μεγάλης ηλικίας με το διαδίκτυο, ήταν μηδαμινός. Έτσι κι αυτός δημιούργησε ένα γραφείο στο οποίο ο καθένας μπορούσε να κάτσει σε ένα ευχάριστο περιβάλλον τύπου καφετέριας και να περιμένει μέχρις ότου η συναλλαγή του ολοκληρωνόταν. Σήμερα όμως, έχοντας ξεπεράσει το 2020 ο κόσμος μπορεί πολύ πιο εύκολα να χρησιμοποιήσει το διαδίκτυο για τις υποχρεώσεις του, οπότε η επιχείρηση έχει πέσει σε μεγάλη κάμψη.
Έτσι ή αλλιώς ο Γιάννης κατάφερε να φύγει από τη δουλειά και να πάει στο σπίτι. Ήταν το σπίτι του. Το δικό του σπίτι που αγόρασε με δάνειο μαζί με τη γυναίκα του όταν ήταν ακόμα νιόπαντροι και το οποίο ακόμα πληρώνει στην τράπεζα. Εκεί είχαν δημιουργήσει ότι πιο πολύτιμο μπορεί να δημιουργήσει ένα ζευγάρι. Την μικρή Αλεξάνδρα. Η Αλεξάνδρα όμως δεν είναι πια τόσο μικρή. Βρίσκεται στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου και έχει μόλις γυρίσει στο σπίτι από το σχολείο. Εκεί την περιμένει ο πατέρας της που είχε ήδη φτάσει στο σπίτι και συνομιλούσε με την πρώην γυναίκα του. Όταν η Αλεξάνδρα μπήκε στο σπίτι, ο πατέρας της σηκώθηκε ενθουσιασμένος να την υποδεχτεί, όμως ο ενθουσιασμός σύντομα κόπηκε.
- “Γιατί ήρθες εδώ”; ρώτησε αναιδώς η Αλεξάνδρα και ενώ ο πατέρας της σάστισε αδυνατώντας να απαντήσει, ακούστηκε η μητέρα της.
- “Σου έχω πει πως δεν έχεις δικαίωμα να μιλάς έτσι στον πατέρα σου. Ζήτησε αμέσως συγγνώμη”.
- “Καλά, αλλά άσε με δεν είμαι στα καλά μου” απάντησε απογοητευμένη.
- “Τι έχεις Αλεξάνδρα; Συνέβη κάτι στο σχολείο”; ρώτησε με σοβαρότητα ο πατέρας της.
- “Γράφαμε Έκθεση και η καθηγήτρια μου είπε πως είναι λάθος και κακογραμμένη” απάντησε συγκρατώντας τα δάκρυα της και έφυγε γρήγορα για το δωμάτιο της.
Ο πατέρας της, την ακολούθησε. Χτύπησε την πόρτα και την άνοιξε ενώ καθώς την περνούσε, χιλιάδες εικόνες από τα πρώτα της βήματα, το άλλαγμα της πάνας και τις πρώτες της λέξεις, πέρασαν απ’ το μυαλό του. Το δωμάτιο τώρα ήταν διαφορετικό. Με γραφείο, βιβλιοθήκη, υπολογιστή και άλλα τέτοια.
- “Δεν θυμάμαι αν στο είχα πει αγάπη μου, όμως στο σχολείο είχα μια παρόμοια εμπειρία. Ποτέ μάλιστα δεν είχα καλούς βαθμούς στην Έκθεση ως μαθητής. Δεν το έβαλα κάτω. Όταν ήμουν στο Πανεπιστήμιο, θεωρούμουν ο καλύτερος στις Εκθέσεις, τις παρουσιάσεις και τις εργασίες. Όλοι με θαύμαζαν και φυσικά η μαμά σου. Και ύστερα έγραφα σε ένα σωρό εφημερίδες με επιτυχία! Η γνώμη μια καθηγήτριας δεν μπορεί να σταματήσει το όνειρο σου” προσπάθησε στοργικά να της εξηγήσει.
- “Αλήθεια μπαμπά; Και τότε γιατί έγινες ένας αποτυχημένος”; έσταξε δηλητήριο από το στόμα της. Ο πατέρας της, ένοιωσε έναν τεράστιο κόμπο στο λαιμό και λύγισε το κεφάλι του προς τα κάτω, σφίγγοντας τα μάτια για να μην δακρύσει, όμως εκείνη συνέχισε: “Ξέρεις μπαμπά τι μου είπε στ’ αλήθεια η καθηγήτρια; Ο τρόπος γραφής μου συνδυαστικά με το θέμα που ανέπτυξα υποδεικνύουν ξεκάθαρα την έλλειψη προτύπων στην ζωή μου. Ακούς μπαμπά; Έλλειψη προτύπων. Αυτή βέβαια δεν ξέρει πως ο πατέρας μου είναι ένας αποτυχημένος χωρισμένος τύπος. Το ξέρω εγώ όμως και το πνίγω μέσα μου” ξέσπασε τελικά φωνάζοντας.
Ο πατέρας της σηκώθηκε και χωρίς να την κοιτάξει, άγγιξε στοργικά το πόδι της και έφυγε. Φεύγοντας από το σπίτι, είδε την πρώην γυναίκα του να του φωνάζει με ενδιαφέρον: “Γιάννη, τι έπαθες; Τι σου είπε;”, εκείνος όμως θα ορκιζόταν πως δεν είχε λαλιά για να απαντήσει και απλά έγνεψε προς τα πάνω το κεφάλι υψώνοντας τον αντίχειρα σα να έλεγε ‘όλα καλά’.
Το επόμενο διάστημα πέρασε, ακριβώς όπως και το προηγούμενο. Ο Γιάννης έστελνε στην πρώην σύζυγό του χρήματα, όσο και όποτε μπορούσε, εκείνη του έδινε φαγητό όποτε μπορούσε για να μην τρώει συνέχεια απ’ έξω και όλοι μαζί βρισκόντουσαν σε κάποιες γιορτές ή αργίες σε ένα μάλλον τυπικό κλίμα όπου ο Γιάννης έτρωγε στο επίσημο γεύμα και ύστερα έφευγε για το… πατάρι του. Και κάπως έτσι κύλησαν μέρες, μήνες, χρόνια.
Μια μέρα ο Γιάννης δέχθηκε μία παράξενη επίσκεψη από έναν νεαρό. Ήταν πολύ καλοντυμένος και περιποιημένος, με ωραία χαρακτηριστικά: “Είστε ο κύριος Γιάννης”;
- “Μάλιστα. Σε τι μπορώ να σε εξυπηρετήσω”; ρώτησε ο Γιάννης που είχε την εντύπωση πως είχε να κάνει με κάποιον πελάτη.
- “Θα ήθελα να σας μιλήσω ιδιαιτέρως. Αφορά την κόρη σας” απάντησε εκείνος πολύ σοβαρά. Ο Γιάννης του έδειξε την πόρτα προς το πατάρι και αφού ανέβηκαν, η συζήτηση συνεχίστηκε εκεί.
- “Δεν ξέρει κανείς πως ήρθα να σας βρω, όμως θεωρώ πως πρέπει να μάθετε. Η μητέρα της Αλεξάνδρας είναι άρρωστη. Πεθαίνει. Απ’ ότι κατάλαβα δεν έχει πολλές μέρες στη διάθεση της. Εκείνη το κρύβει, όμως η Αλεξάνδρα το ανακάλυψε και τώρα εκείνη δε θέλει να το πει πουθενά, όμως είναι ένα ράκος” εξηγούσε με ταραχή ο νέος.
- “Εσύ ποιος είσαι”; ρώτησε προσπαθώντας να κρύψει τη ζαλάδα του.
- “Ονομάζομαι Νίκος κύριε. Βγαίνω με την κόρη σας εδώ και περίπου ένα χρόνο, όμως με ενδιαφέρει πολύ και ειδικά αυτές τις μέρες που είναι τόσο άσχημα. Ξέρω κάποια πράγματα για τις σχέσεις σας, αλλά θεωρώ πως σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή, σας έχουν ανάγκη κι ας μην το παραδέχονται”.
Ο Γιάννης έτρεξε προς την πρώην γυναίκα του η οποία ήταν ήδη στο νοσοκομείο. Η Αλεξάνδρα δεν αντέδρασε στην παρουσία του, όμως το βλέμμα της φανέρωνε την αγωνία και τον φόβο της. Στο κρεβάτι του νοσοκομείου, έδειχνε άχρωμη και συνεχώς ιδρωμένη. Όταν τον είδε, του έσφιξε το χέρι και πήρε δύναμη για να βγάλει μερικές λέξεις με δυσκολία από το στόμα της: “Θέλω να ξέρεις πως ποτέ δεν έπαψα να σε αγαπώ. Εσύ φταις που χωρίσαμε. Έγινες πολύ ευάλωτος στα προβλήματα με τη δουλειά σου και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να χαλάς το περιβάλλον που μεγαλώναμε το παιδί μας. Όμως δεν υπήρξε κανείς άλλος στη ζωή μου και η αγάπη μου ήταν πάντοτε ίδια για σένα. Το ίδιο και με την Αλεξάνδρα. Αν είναι αυστηρή μαζί σου, είναι επειδή σε αγαπά πάρα πολύ και δεν αντέχει να σε βλέπει σε τόσο άσχημη κατάσταση. Θέλω να ξέρεις πως ακόμα σε έχει ανάγκη και τώρα σου ζητώ να πας να μείνεις στο σπίτι, να γίνεις ξανά το πρότυπο της”. Λίγο πριν ολοκληρώσει, η Αλεξάνδρα είχε μπει μέσα στο δωμάτιο της, την αγκάλιασε και αφού αντάλλαξαν μερικές κουβέντες, ξέσπασαν σε λυγμούς. Ήταν τότε που η νοσοκόμα αιφνίδια μπήκε μέσα ανακοινώνοντας μας πως πρέπει να την πάρει αμέσως στο χειρουργείο. Το φορείο κυλούσε με την ίδια να κλαίει χαμογελώντας. Ήταν η τελευταία φορά που θα την έβλεπαν ζωντανή.
Ο Γιάννης ήξερε πως δεν θα έπρεπε να αφήσει το θρήνο να κυριεύσει τη ζωή του. Ένοιωθε πλέον υπεύθυνος όσο ποτέ για την Αλεξάνδρα και ήταν αποφασισμένος να την διεκδικήσει. Αρχικά, ανέλαβε όλες τις διαδικασίες της κηδείας. Η Αλεξάνδρα δεν χρειάστηκε να κάνει τίποτα. Εκείνο το βράδυ αποκοιμήθηκαν στον καναπέ και οι δυο, χωρίς να είναι προγραμματισμένη η διαμονή του Γιάννη στο σπίτι του μετά από τόσα χρόνια.
Το πρωί ήταν διαφορετικό και για τους δύο. Ο Γιάννης είχε ξυπνήσει σπίτι του και η Αλεξάνδρα ένοιωσε το σπίτι κρύο και κενό. Πίστευε πως κάποια πόρτα θα ανοίξει τώρα και θα βγει από εκεί η μητέρα της ή πως σε λίγο το μάτι της κουζίνας θα αγκαλιαζόταν με την κατσαρόλα που θα ετοίμαζε το μεσημεριανό. Όμως τίποτα από αυτά δε συνέβη. Και τώρα, δύο αμήχανοι άνθρωποι, άρχισαν πολύ δειλά, πολύ αργά να μιλούν για την κηδεία ή για άσχετα, όμως όταν αργότερα ο πάγος έσπασε, ο πατέρας της άρχισε να της διηγείται ιστορίες από τα κοινά φοιτητικά τους χρόνια ή άλλες μέσα από τις εμπειρίες τους ως ζευγάρι. Ο Γιάννης και η Αλεξάνδρα κατέληξαν να γελάνε μαζί για ένα μακρινό παρελθόν, όμως μέσα τους είχαν και οι δυο στο μυαλό τους τη νέα σελίδα στη ζωή τους, βασισμένη στις τελευταίες επιθυμίες της γυναίκας. Ο ένας ήξερε τι σκεφτόταν ο άλλος κι έτσι ο Γιάννης πήρε πρώτος την πρωτοβουλία να πει: “Άκου. Δε θέλω να με βάλεις στη ζωή σου επειδή η μητέρα σου το είπε. Αυτό που εννοούσε ήταν πως θέλει να μου δώσεις την ευκαιρία να κερδίσω μία θέση στη ζωή σου και αυτό σου ζητάω κι εγώ. Δεν θα μείνω σπίτι απόψε ή αύριο ή μεθαύριο. Άσε με να προσπαθήσω να κερδίσω ότι έχασα από τον σεβασμό σου και όταν μου το προτείνεις εσύ, τότε θα έρθω”.
Η Αλεξάνδρα εκτίμησε πολύ αυτήν την συζήτηση και σεβάστηκε αυτήν την συμφωνία η οποία άλλαξε τα δεδομένα στην καθημερινότητα των δύο. Το επόμενο διάστημα κύλησε κάπως έτσι. Ομαλά, τυπικά, αλλά ήρεμα. Όταν η Αλεξάνδρα τελείωσε τις σπουδές της στην δημοσιογραφία δέχθηκε μία πολύ καλή πρόταση για μία πολύ καλή δουλειά από έναν όμιλο που δραστηριοποιούνταν παράλληλα στην τηλεόραση, το ραδιόφωνο, τον έντυπο τύπο και το διαδίκτυο. Η πρόταση ήθελε την Αλεξάνδρα να έχει συμμετοχή σε όλα τα μέσα και μάλιστα πολύ ενεργά ξεκινώντας με έναν άκρως ικανοποιητικό μισθό. Την ευκαιρία που της παρουσιάστηκε την άρπαξε για τα καλά. Σύντομα μετακόμισε στην πρωτεύουσα και έγινε μία από τις πιο διάσημες δημοσιογράφους της χώρας. Ταξίδευε συχνά σε αποστολές στο εξωτερικό ως ανταποκρίτρια ενώ είχε ήδη δημιουργήσει ένα βαρύ δημοσιογραφικό βιογραφικό με δεκάδες συνεντεύξεις και επιτυχίες από σπουδαίους ανθρώπους ανά τον κόσμο.
Η Αλεξάνδρα ήταν ιδιαίτερα πολυάσχολη και λόγω της επιτυχίας της, λάμβανε καθημερινά πολλές προσκλήσεις σε εκδηλώσεις, παρουσιάσεις και άλλες δραστηριότητες. Σε μία από αυτές, της ζητήθηκε να παραβρεθεί στην παρουσίαση ενός βιβλίου ως κεντρική συνομιλήτρια. Επρόκειτο για ένα βιβλίο που είχε ήδη κάνει μεγάλες πωλήσεις στην πρώτη του έκδοση, όμως η Αλεξάνδρα δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία κι έτσι απλά απάντησε αρνητικά στην πρόσκληση.
Λίγες μέρες μετά βρισκόταν στο αεροπλάνο για μία δημοσιογραφική αποστολή στο Λονδίνο. Μαζί της είχε πάρει ένα ξεχασμένο βιβλίο. Ήταν εκείνο στου οποίου την παρουσίαση αμέλησε να παραβρεθεί. Σκέφτηκε πως θα ήταν μια καλή ιδέα για να περάσει η ώρα ώσπου να φτάσει. Το βιβλίο υπέγραφε ένας άγνωστος συγγραφέας και ήδη από την αρχή του, παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στον τρόπο γραφής που ήταν γεμάτος περιγραφές, χρώματα και συναισθήματα. Μετά από μερικές σελίδες, η Αλεξάνδρα έδειχνε άχρωμη. Ζήτησε έναν χυμό από την αεροσυνοδό και της πήρε ώρα για να συνέλθει. Έκτοτε, διάβαζε με πάθος. Μετά από πολλές σελίδες και αρκετή ώρα, μία αεροσυνοδός την διέκοψε: “με συγχωρείτε. Έχουμε προσγειωθεί και πρέπει να αδειάσουμε το σκάφος. Όταν είστε έτοιμη μπορείτε να αποχωρήσετε”. Η Αλεξάνδρα είχε φτάσει χωρίς να καταλάβει τίποτα! Σύντομα το διάβασμα συνεχίστηκε στο τρένο και ύστερα στο ξενοδοχείο.
Τι διάβαζε; Την ιστορία της ζωής της! Διάβαζε με πολλές λεπτομέρειες και λίγη φαντασία την ζωή της από την πρώτη μέρα από μία άγνωστη οπτική κάποιου τρίτου προσώπου. Ήταν σίγουρη πως ήταν του πατέρα της. Ήξερε πως γράφει, δεν περίμενε όμως ποτέ πως θα έγραφε βιβλίο. Σε κάποιο σημείο μάλιστα, ο πατέρας της περιγράφει πως μεσολάβησε ώστε τελειώνοντας της σπουδές της να βρει μία πολλά υποσχόμενη εργασία και πως και πάλι με δική του παρέμβαση, προωθήθηκε το βιογραφικό της σε μεγάλες εταιρείες ώστε να έχει την ευκαιρία να εργαστεί γρήγορα στα βαθιά και να αποδείξει τις ικανότητές της. Σε κάποιο σημείο μάλιστα έγραφε: ‘μπορεί να είχα να την δω πολλούς μήνες, ήξερα όμως πως έχει την φλόγα μέσα της. Πως ότι αναλάμβανε θα το έφερνε εις πέρας με μεγάλη επιτυχία. Ήξερα πως δεν θα εκτεθεί κανείς από αυτούς που ρίσκαραν για να την προωθήσουν, γι’ αυτό και έκανα ότι έκανα’. Φυσικά τα ονόματα των ηρώων και των επαγγελμάτων ήταν όλα διαφορετικά. Η φήμη της Αλεξάνδρας δεν κινδύνευε. Όχι όμως και το βιβλίο που στις τελευταίες σελίδες του δέχτηκε βροχή από δάκρυα που έπεφταν ακατάπαυστα από τα μάτια της Αλεξάνδρας που ξαπλωμένη στο κρεβάτι του ξενοδοχείου ξεσπούσε σε λυγμούς για όλες τις φορές που αποκαλούσε αποτυχημένο τον πατέρα της, εκείνες που ποτέ δεν δέχτηκε να τον βάλει στη ζωή της, αλλά και στην χάρη της μητέρας της που ποτέ τελικά δεν σεβάστηκε.
Στην επιστροφή της στην Ελλάδα, γύρισε στη δουλειά. Αυτή τη φορά όμως είχε κάτι άλλο στο μυαλό της. Έφτιαξε ένα εκτενές αφιέρωμα στο βιβλίο του πατέρα της, το διαφήμισε με δικά της έξοδα και όταν το αφιέρωμα ήταν έτοιμο να κυκλοφορήσει, πήρε ένα αντίτυπο και ταξίδεψε ως το σπίτι του πατέρα της. Εκείνος, είχε κλείσει το γραφείο του και είχε αντικαταστήσει τις τζαμαρίες της βιτρίνας, από ξύλινες πόρτες. Χτύπησε την πόρτα κι εκείνος άνοιξε αντικρίζοντας την με αποστομωτική έκπληξη. “Πως μπόρεσα να το κάνω αυτό” κατάφερε να εκφράσει ξεσπώντας αμέσως σε λυγμούς στην αγκαλιά του. Δεν μίλησαν πολύ. Εκείνη παρατηρούσε το γραφείο που ήταν πλέον ένα πρόχειρο σπιτάκι με έναν υπολογιστή και γύρω του αμέτρητες σημειώσεις από σκέψεις για βιβλία. “Σου έφερα αυτό” είπε δείχνοντάς του το αφιέρωμα που θα κυκλοφορούσε σε λίγες μέρες και συνέχισε: “επίσης, έστω και πολύ αργά, σου κρατάω τα κλειδιά που η μαμά ήθελε να σου δώσω εδώ και χρόνια. Το σπίτι σου. Το σπίτι μας. Θέλω να μένεις εκεί”.
Οι δυο τους πέρασαν μερικές ώρες μαζί σε ένα μάλλον αμήχανο κλίμα, όμως η Αλεξάνδρα έπρεπε σύντομα να γυρίσει πίσω λόγω της δουλειάς. Ο Γιάννης πήγε πραγματικά στο σπίτι του και δάκρυσε ανακαλώντας μακρινές μνήμες με τη γυναίκα του και την Αλεξάνδρα ως μωρό ακόμα. Άνοιξε τον φορητό του υπολογιστή και ξεκίνησε να γράφει ένα βιβλίο. Ένα νέο πόνημα που ήρθε αμέσως στην καρδιά του, μόλις αντίκρισε το σπίτι του. Έγραφε με μανία, με πάθος, ακατάπαυστα. Σχεδόν καταπονούσε το γερασμένο –πια- σώμα και πνεύμα του.
Η επόμενη συνάντηση του με την Αλεξάνδρα ήταν το επόμενο Σαββατοκύριακο, όταν εκείνη κατάφερε να πάρει άδεια για να περάσουν περισσότερο χρόνο μαζί. Όταν όμως η Αλεξάνδρα μπήκε σπίτι, το μόνο που είδε, ήταν το ξεψυχισμένο κορμί του πατέρα της ακουμπισμένο πάνω στο πληκτρολόγιο. Ανακοπή αποφάνθηκαν οι γιατροί. Η Αλεξάνδρα γύρισε σπίτι, αποθήκευσε το έργο του πατέρα της. Ήταν ένα ολοκληρωμένο βιβλίο που έμελλε να γίνει πρώτο σε πωλήσεις και να μεταφραστεί σε εννιά γλώσσες. Σαν θέμα είχε μία εναλλακτική τροπή για την δική της διαλυμένη οικογένεια.
μπραβο ηταν μια καλη και ρεαλιστικη ιστορια .που περιγραφη σχεδον την καθημερινοτητα μας ,
ΑπάντησηΔιαγραφήκάποιες φορές στην ζωή, τα πράγματα δεν γίνονται όπως τα σχεδιάζεις. ακόμα και τότε, καλό είναι να κρατήσεις ένα μέρος του στόχου σου καθώς ίσως εν καιρώ τον υλοποιήσεις.
ΔιαγραφήΚρατάω από το σχόλιο σου τον χαρακτηρισμό του ρεαλιστικού :[
Ήταν κάτι παραπάνω από μία ρεαλιστική ιστορία. Ήταν η απόλυτη θυσία ενός άντρα για να μεγαλώσει το παιδί του που από ότι αντιλαμβάνομαι δεν είναι ότι δεν είχε τις γνώσεις αλλά δεν είχε τις ευκαιρίες να αναδειχθεί. Πολύ ωραία ιστορία. Ίσως θα μου άρεσε να μην ήταν χωρισμένος αλλά μαζί με την γυναικά που αγάπησε και ερωτεύτηκε πολύ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔε νομίζω πως το ζευγάρι ήταν πραγματικά χωρισμένο. Ναι, προφανώς μέναν χωριστά, όμως κανένας δεν προχώρησε στην ζωή του. Ουσιαστικά και οι δύο επικεντρώθηκαν στο πως θα κατάφερναν να επιβιώσουν προσφέροντας στο παιδί τους όσο περισσότερα εφόδια μπορούσαν.
ΔιαγραφήΛυπάμαι να βλέπω μια ιστορία που τα πραγματικά συναισθήματα αποκαλύπτονται μόνο αφού είναι (σχεδόν) αργά, όμως όπως είπες η ιστορία είναι περισσότερο από ρεαλιστική.
Και στην πραγματικότητα, δεν κερδίζουν πάντα οι καλοί πρωταγωνιστές :[