Μια φορά σε έναν καιρό ο Μάκης ήταν ένας νέος της εποχής μας. Έπαιζε ποδόσφαιρο, έκανε κοπάνα τις πρώτες ώρες από το σχολείο για να βολτάρει με φίλους, βοηθούσε τα σαββατοκύριακα στην δουλειά του πατέρα του και έκανε όνειρα στην παραλία μαζί με τους φίλους του. Ήταν ένας ψηλόλιγνος νεαρός με προσεγμένα μαλλιά και γκρίζα μάτια.
Εκείνο το καλοκαίρι οι οικονομίες του και το δώρο του πατέρα του για τα γενέθλια του, του απέφεραν την πρώτη του ταμπλέτα. Ως τότε δεν είχε κάτι παρόμοιο και η επαφή του με το διαδίκτυο, γινόταν συνήθως για λίγο μέσω των συσκευών των φίλων του. Ο Μάκης ενθουσιασμένος δεν βγήκε καθόλου από το σπίτι εκείνο το σαββατοκύριακο. Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε στο νέο του παιχνίδι, ήταν να φτιάξει ένα λογαριασμό στο facebook. Μάλιστα επέλεξε ένα πολύ έξυπνο παρατσούκλι το οποίο χρησιμοποιούσε στο μέσο δικτύωσης. ‘Maki-dos’ ήταν το διαδικτυακό του όνομα με το οποίο άρχισε να προσκαλεί φίλους και να δέχεται αιτήματα φιλίας αδιακρίτως.
Την Δευτέρα πολλοί από τους φίλους του τον πείραζαν για την μανιώδη ενασχόληση εκείνου του σαββατοκύριακου, ενώ ο Νίκος, ένα από τα πιο σοβαρά άτομα στην παρέα τον ρώτησε προβληματισμένος:
- “Γιατί Maki-dos”:
- “Είναι το Μάκης. Είναι το do που θα δείχνει ότι είμαι μέσα σ’ όλα, αλλά ακούγεται και dos που είναι το πιο παλιό λειτουργικό σύστημα και μετά όλο μαζί ακούγεται σαν Macintosh που σημαίνει πως είμαι ανοιχτός και σε εναλλακτικές προτάσεις. Ε; Τι λέτε”; εξήγησε ενθουσιασμένος.
Μπορεί ο χρόνος με τους φίλους του να περνούσε καλά, όμως πλέον δεν έβλεπε την ώρα να γυρνάει στο σπίτι για να ασχολείται με την ταμπλέτα του. Ειδικά εκείνο το βράδυ άρχισε να συνομιλεί με μία από τις επαφές που τυχαία είχε προσθέσει στους φίλους του. Ήταν η Maria, που από τα στοιχεία της διέκρινε κανείς πως ήταν στην ηλικία του, από την Ορεστιάδα και σύμφωνα με τις φωτογραφίες της έδειχνε μία χαριτωμένη φυσιολογική κοπέλα. Και ήταν. Οι δύο νέοι άρχισαν να συνομιλούν και να γνωρίζονται μεταξύ τους. Μάλιστα εκείνο το βράδυ έμειναν μπροστά από τις οθόνες τους μέχρι το ξημέρωμα. Η Μαρία είχε εξηγήσει από νωρίς στον Μάκη πως ήταν σε σχέση με έναν συμμαθητή της, οπότε η κουβέντα αποφορτίστηκε από νωρίς, αφού ο Μάκης που ήταν ελεύθερος εκείνη την περίοδο δεν θα προσπαθούσε να επιδιώξει κάτι περισσότερο από την φιλία της. Κάτι το οποίο έδειχνε να του αρέσει, αφού οι δύο νέοι εντυπωσιάστηκαν από το πόσα κοινά ενδιαφέροντα είχαν.
- ‘Πρέπει να κλείσω. Κλείνουν τα μάτια μου και με παίρνει τηλέφωνο το αγόρι μου’ έγραψε.
- Έχεις δίκιο. Και μένα σε λίγες ώρες θα με κυνηγούν οι φίλοι μου’.
Οι επόμενες ημέρες και εβδομάδες κύλησαν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Ο Μάκης και η Μαρία μίλησαν για τα πάντα και πίσω από την ασφάλεια της απόστασης και του διαδικτύου δεν δίστασαν να αποκαλύψει ο ένας στον άλλο τα πιο απόκρυφα μυστικά του. Πράγματα που δεν ήξεραν οι γονείς τους ή οι κατά καιρούς σύντροφοι τους.
Οι δύο νέοι ολοκλήρωσαν το σχολείο και βρέθηκαν φοιτητές σε άλλες πόλεις. Η Μαρία χώρισε από το αγόρι της. Και εκείνη την περίοδο οι δύο νέοι σκέφτηκαν όσο ποτέ μία πιθανή τους συνάντηση από κοντά.
- ‘Νομίζω πως αν βρεθούμε, κάτι θα χαλάσει ανάμεσα μας. Και φοβάμαι’ του έγραψε μία μέρα ενώ συζητούσαν το ενδεχόμενο συνάντησής τους.
- ‘Εσείς οι γυναίκες πάντα φοβάστε να ρισκάρετε, όμως θα σεβαστώ την επιθυμία σου’ της απάντησε ο Μάκης.
Πράγματι μετά από λίγο καιρό ο Μάκης είχε βρει τον έρωτα στο πρόσωπο μίας κοπέλας. Και για ένα διάστημα, οι συνομιλίες τους διακόπηκαν ή στην καλύτερη περίπτωση ελαχιστοποιήθηκαν. Η Μαρία ένοιωσε άσχημα για αυτό. Αισθάνθηκε κάπως προδομένη, είχε όμως την ωριμότητα να αντιληφθεί πως τίποτα εικονικό δεν θα μπορούσε να κρατήσει για πάντα.
Οι συνομιλίες εξακολούθησαν να είναι αραιές και σπάνιες, ώσπου μια μέρα, μετά από λίγα χρόνια και ενώ και οι δύο είχαν αποφοιτήσει και γυρίσει πίσω στις πόλεις τους, ο Μάκης αναζήτησε την Μαρία γράφοντάς της:
- ‘Δεν θα το πιστέψεις. Η Ναυσικά κι εγώ παντρευόμαστε! Ήμαστε αρκετό καιρό για να είμαστε σίγουροι για την επιλογή μας’!
- ‘Συγχαρητήρια! Πρέπει να είστε πολύ ευτυχισμένοι’ απάντησε τυπικά η Μαρία.
- ‘Ευχαριστώ. Αναρωτιέμαι αν πρέπει να σου ζητήσω να έρθεις. Εγώ το θέλω δηλαδή, αλλά δεν ξέρω αν αυτό παραβαίνει τους κανονισμούς μας’ εξήγησε.
- ‘Ναι. Νομίζω πως τους παραβαίνει. Θα σας συγχαρώ από εδώ’ κατέληξε.
Ο γάμος έγινε. Ο Μάκης ήταν ευτυχισμένος και όταν ένα παιδί ήρθε στην νέα του οικογένεια η ευτυχία του συμπληρώθηκε. Ζούσε πλέον μία υπέροχη ζωή που συμπληρώθηκε ξανά και ξανά με την γέννηση του δεύτερου και τρίτου του παιδιού και συνομιλώντας πλέον σπάνια με την Μαρία που δεν ήταν παρά ένας ηλεκτρονικός κομπάρσος στην ζωή του.
Χρόνια αργότερα πάντως η ζωή του Μάκη δεν αποτέλεσε εξαίρεση από των περισσότερων παντρεμένων. Τα παιδιά έφεραν ευθύνες και η οικονομική κρίση, γκρίνιες χωρίς τέλος. Ο Μάκης και η Ναυσικά ήταν σαν δύο συνεργάτες μίας επιχείρησης που δεν είχε ωράριο λειτουργίας και ήταν το νοικοκυριό τους. Ο έρωτας και η ευτυχία έγιναν γκρίνια και μιζέρια, ώσπου μία μέρα ο Μάκης γύρισε νωρίτερα στο σπίτι ενθουσιασμένος θέλοντας να ανακοινώσει στη Ναυσικά μία προαγωγή στην δουλειά που θα σήμαινε και μία μικρή αύξηση. Ο Μάκης μπήκε στο σπίτι όμως πριν προλάβει να εκδηλώσει τον ενθουσιασμό του, άκουσε αναστεναγμούς που προερχόντουσαν από την κρεβατοκάμαρα. Βρισκόταν λίγα βήματα μακριά από ένα σοκαριστικό θέαμα όπως αυτό της γυναίκας κάποιου με έναν ξένο στο κρεβάτι. Τα βήματα του Μάκη έγιναν βαριά, αρκετά ώστε να ακουστούν, όμως η φωνή του σταμάτησε μη μπορώντας να αντιδράσει. Η γυναίκα του τον κοίταξε βαθιά στα μάτια κατακλυσμένη από τύψεις και με γρήγορα νοήματα έδιωξε τον εραστή της από το σπίτι.
“Ότι κι αν πεις, ότι κι αν κάνεις, έχεις απόλυτο δίκιο. Δεν άντεχα αυτή τη ζωή και την σχέση μας όπως είχε προκύψει και ξέσπασα με λάθος τρόπο. Μπορείς να μου κάνεις ότι θέλεις, όμως να ξέρεις δεν θα επαναληφθεί αυτό” του εξήγησε ξεσπώντας σε λυγμούς.
Ο Μάκης δεν αντέδρασε. Ούτε εκείνη τη στιγμή, ούτε αργότερα. Το μόνο που αισθάνθηκε ξαφνικά ήταν μοναξιά. Και τότε αναζήτησε και πάλι την Μαρία στην οποία εξήγησε κάθε εξέλιξη της ζωής του. Οι συνομιλίες τους άρχισαν και πάλι να γίνονται εντατικές, με την Μαρία να έχει την ικανότητα να του απαλύνει την διάθεση σε κάθε ευκαιρία. Σε ένα από αυτά τα βράδια όπου συνομιλούσαν, ο Μάκης ξέσπασε εκφράζοντας τον θυμό και την αγανάκτηση του για την γυναίκα του. Τελικά η συζήτηση έληξε κάπως έτσι:
- ‘Ξέρεις κάτι; Όλα αυτά τα χρόνια, θυσιάστηκα για την δουλειά και την οικογένεια μου και πλέον δεν έχω κανέναν φίλο για να με στηρίξει’.
- ‘Έχεις εμένα’ του απάντησε εκείνη.
- ‘Ναι, αλλά εσύ είσαι χιλιόμετρα μακριά και δεν μπορείς παρά να μου γράφεις μέσα από ένα πληκτρολόγιο’.
- ‘Ξέρεις νομίζω πως ήρθε η ώρα να αναθεωρήσουμε τους κανονισμούς. Ήρθε η ώρα να συναντηθούμε. Τώρα που έχεις ανάγκη κάποιον κοντά σου’ του έγραψε αιφνιδιάζοντάς τον.
Ο Μάκης αναπτέρωσε το ηθικό του. Ήταν ενθουσιασμένος που θα γνώριζε τη Μαρία από κοντά! Και πράγματι, σε λίγες μέρες ταξίδεψε ως την Ορεστιάδα έχοντας πάρει τριήμερη άδεια από την εργασία του και εξηγώντας στην γυναίκα του πως έφευγε σε επαγγελματικό ταξίδι. Ο Μάκης έτυχε θερμής υποδοχής από την Μαρία που τον περίμενε στο σταθμό του τρένου και μετά από μία λίγο αμήχανη στιγμή της πρώτης τους φυσικής συνάντησης ακολούθησε μία βόλτα που κατέληξε στο διαμέρισμα της Μαρίας η οποία είχε προσφερθεί να τον φιλοξενήσει.
Στο σπίτι της έκατσαν για ώρες μιλώντας ατέλειωτα για πράγματα που ίσως είχαν ξαναπεί και ήξεραν μεταξύ τους, όμως στον κατά πρόσωπο διάλογο έβρισκαν μία διαφορετική οπτική για να παρουσιάσουν στην συζήτηση τους. Λίγο πριν το ξημέρωμα, η Μαρία οδήγησε τον Μάκη στον καναπέ που μόλις είχε στρώσει για εκείνον και αφού αντάλλαξαν μία κάπως αμήχανη αγκαλιά, εκείνη αποσύρθηκε στο υπνοδωμάτιο της φορώντας μία ανάλαφρη ρόμπα.
Την επόμενη ημέρα, η εμπειρία ήταν διαφορετική. Οι δύο φίλοι είχαν εξαντλήσει σχεδόν οτιδήποτε μπορούσαν να πουν μεταξύ τους κι έτσι από το πρωί η μέρα ξεκίνησε πολύ φορτισμένη για τους δύο. Ο Μάκης κοιτούσε την Μαρία παράξενα και η Μαρία έδειχνε να ανταποκρίνεται σε αυτό το μυστηριώδες εκρηκτικό κοίταγμα. Ήταν μήπως όλα στο μυαλό του; Η απάντηση ήρθε αργά το απόγευμα αφού γύρισαν από την βόλτα που έκαναν στην πόλη. Ο Μάκης συνομιλούσε με την Μαρία για κάτι τόσο ασήμαντο, που κανείς τους δεν θα θυμόταν μετά από λίγο. Σε μια στιγμή ησυχίας, ο Μάκης πλησίασε το πρόσωπο του σε αυτό της Μαρίας και την φίλησε διστακτικά. Εκείνη ανταποκρίθηκε στο φιλί του και σε μια στιγμή απόλυτης ησυχίας, υπό το ελάχιστο φως μιας λάμπας από το μέσα δωμάτιο, ο ένας έβγαζε τα ρούχα του άλλου χωρίς να μιλούν, σχεδόν χωρίς να ανασαίνουν. Εκείνο το βράδυ έκαναν έρωτα ξανά και ξανά σα να το χρωστούσε ο ένας στον άλλο για περισσότερα από είκοσι χρόνια. Όσο η ερωτική τους πράξη διαρκούσε ένοιωθαν το λάθος τους που έκαναν όλα αυτά τα χρόνια που κρατούσε ο ένας τον άλλο μακριά, παραμερίζοντας την τέλεια εφαρμογή που ο ένας είχε στον άλλο.
Η επόμενη, τρίτη και τελευταία ημέρα κύλησε όπως ολοκληρώθηκε το βράδυ. Ένα ερωτευμένο ζευγάρι που ζούσε έναν παράνομο αλλά βαθύ έρωτα με χρονοκαθυστέρηση. Και όπως όλα τα καλά, το ταξίδι του Μάκη έφτανε στο τέλος του, αφού έπρεπε να επιστρέψει στην δουλειά και το σπίτι του. Η Μαρία οδήγησε τον Μάκη στον σταθμό του τρένου και αφού αντάλλαξαν ένα βαθύ φιλί ανανέωσαν το ραντεβού τους για την επόμενη διαδικτυακή συνομιλία τους ως την στιγμή που θα αντάμωναν ξανά. Ο Μάκης μπήκε στο τρένο χαιρετώντας την Μαρία από το τζάμι μέχρι που ο συρμός ξεκίνησε αφήνοντας πίσω του την Μαρία που έμενε εκεί μέχρι να χαθεί το πρόσωπο του αγαπημένου της.
Η επιστροφή του Μάκη ήταν μαρτυρική. Προσπαθώντας να ανταποκριθεί στις οικογενειακές και επαγγελματικές του υποχρεώσεις έδινε μάχη με τα συναισθήματα του για την Μαρία, την μία και μοναδική του αγάπη.
Τα πράγματα όμως δεν εξελίχθηκαν ιδανικά γι’ αυτόν. Η Μαρία άρχισε να αραιώνει την παρουσία της στο διαδίκτυο. Ήταν συχνά εκτός σύνδεσης και μετά από ένα διάστημα πλήρους απουσίας από το διαδίκτυο, συνδέθηκε γράφοντας στον Μάκη.
- ‘Ξέρω πως θα σου φανεί παράξενο και ίσως απότομο, όμως το τελευταίο διάστημα βγαίνω με κάποιο άτομο. Είναι γλυκός, μου φέρεται καλά, με κάνει και γελάω… Δεν είσαι εσύ, όμως εκείνος είναι… εδώ’ του εξήγησε.
Ο Μάκης της απάντησε με μερικές τυπικές προτάσεις που ούτε ο ίδιος θυμόταν και έφυγε για να πάρει λίγο αέρα.
Όταν γύρισε ήταν ένας αλλαγμένος Μάκης. Ένας άνθρωπος που δεν θα χαμογελούσε ποτέ ξανά. Κάποιος που δεν θα ήλπιζε ποτέ πια. Ένας δυσάρεστος άνθρωπος για την οικογένεια του και σιχαμένος για τον ίδιο του τον εαυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το