Μια φορά σε έναν καιρό ο Θέμης ήταν οδηγός ενός ταξί στην πόλη. Διατηρεί την άδεια εδώ και τριάντα περίπου χρόνια, όταν μάλιστα την απέκτησε δεν πρέπει να ήταν πάνω από εικοσιπέντε. Αυτό τον κάνει έναν τύπο γύρω στα πενήντα με μεγάλο στομαχάκι προϊόν της καθιστικής ζωής, αραιά μαύρα μαλλιά και ένα πυκνό μουστάκι. Ο Θέμης φοράει κοντομάνικο καρό πουκάμισο με ανοιχτά τα πρώτα δυο-τρία κουμπιά. Έχει πάντα ένα πολύ χαλαρό ύφος με τους πελάτες του και εδώ και μερικά χρόνια έχει αντικαταστήσει το τσιγάρο με μία οδοντογλυφίδα. Έτσι, αισθάνεται και πιο καθαρός ο ίδιος αλλά και το αυτοκίνητο του μυρίζει πάντα ευχάριστα ακόμα και με τα τζάμια κλειστά. Ο Θέμης εργαζόταν πάντα από το πρωί ως νωρίς το βράδυ οπότε και παρέδιδε την σκυτάλη στον υπάλληλο του, όμως η αυξημένη φορολογία και η πρόσφατη απόλυση της γυναίκας του από την δική της εργασία, τον ανάγκασε να διώξει τον οδηγό του και να εργάζεται και εκείνος μέσα στη νύχτα ακόμα και μέχρι αργά τα μεσάνυχτα.
Σε αυτά τα χρόνια πίσω απ’ το τιμόνι έχει δει πολλά, όμως το αποψινό…
Όλα ξεκίνησαν αφού είχε πρωτοβραδιάσει. Είναι Σάββατο και τα Σάββατα έχει πάντα κόσμο και μάλιστα πολύ ιδιαίτερο και διαφορετικό κόσμο. Στην αρχή ήταν μία παρέα νεαρών που μπήκαν μέσα γελώντας και φωνάζοντας δυνατά. Εύκολα καταλάβαινε κανείς πως ήταν ανήλικοι και συνηθισμένοι πελάτες ταξί, αφού αφού διέκοψαν για δευτερόλεπτα τα γέλια τους, παρήγγειλαν τον προορισμό κι αμέσως συνέχισαν.
Λίγο πριν φτάσουν, ο Θέμης σταμάτησε στο νόημα μιας κοπέλας με μία μεγάλη και παράξενη βαλίτσα. Βρισκόταν έξω από το ωδείο της περιοχής οπότε η βαλίτσα θα ήταν σίγουρα κάποιο μεγάλο μουσικό όργανο. Η κοπέλα αναγκάστηκε να κάτσει στην θέση του συνοδηγού αν και ήταν φανερό πως έκατσε εκεί επειδή δεν είχε άλλη επιλογή και αφού νωρίτερα είχε βάλει την βαλίτσα της στο πορτ-μπαγκάζ. Οι νεαροί έφυγαν και η κοπέλα έμεινε μόνη και αρκετά ντροπαλή να περιμένει αμίλητη τον προορισμό της που ήταν προφανώς το σπίτι της.
Αφού ο Θέμης την άφησε, συνέχισε για την κοντινότερη πιάτσα, όμως ένας οδηγός ταξί δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο τις ιδιοτροπίες των πελατών του αλλά και τις ανοησίες των υπολοίπων οδηγών. Έτσι, λίγα τετράγωνα πιο κάτω είδε ένα αυτοκίνητο διερχόμενο κάθετα σε αυτόν, να παραβιάζει τη σήμανση του stop και να κατευθύνεται ακριβώς στο πλάι του αυτοκινήτου του Θέμη. Εκείνος με έναν κοφτό ελιγμό κατάφερε να αποφύγει το αυτοκίνητο, χάνοντας μάλλον μερικά χρόνια απ’ τη ζωή του! Ο παραβάτης κατέβασε το τζάμι του και άρχισε να βρίζει τον Θέμη με διάφορους χαρακτηρισμούς. Εκείνος δεν αντέδρασε, όμως όταν ηρέμησε, στάθμευσε το όχημα του και κατευθύνθηκε σε μία παραπλήσια τοπική καφετέρια που ήξερε πως ετοιμάζει καφέδες για τον δρόμο. Και πως χρειαζόταν έναν τώρα!
Φεύγοντας τον ακολούθησαν δύο κοπέλες. Δεν ήταν πάνω από είκοσι, όμως εύκολα θα μπορούσες να τις περάσεις για μεγαλύτερες αφού ήταν πολύ βαμμένες και ντυμένες έντονα και προκλητικά φορώντας γόβες με ψηλά τακούνια.
- “Ε! Κύριε! Πάτε στο ταξί”; ρώτησε η μία τον Θέμη.
- “Μάλιστα” απάντησε αυτός κοφτά κρατώντας το πλαστικό ποτήρι του φραπέ στο χέρι.
Εκείνες τον ακολούθησαν ως το αυτοκίνητο και του εξήγησαν ότι ήθελαν να τις πάει προς το κέντρο. Ήταν άλλωστε φανερό πως τα κορίτσια έβγαιναν για την σαββατιάτικη διασκέδασή τους. Σύντομα επιβιβάστηκαν όλοι και ξεκίνησαν για τον προορισμό τους. Τα κορίτσια είχαν κάτσει στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου κολλητά η μία με την άλλη και στο μέσο κάθισμα και μιλούσαν ψιθυριστά μεταξύ τους καθώς κουνιόντουσαν συνεχώς όσο η μία έσκυβε στο πρόσωπο της άλλης. Σε λίγο τα φορέματά τους είχαν σηκωθεί αρκετά ώστε να μην καλύπτουν τίποτα πια και η θέση που είχαν πάρει στο κάθισμα, δεν εμπόδιζε τίποτα πια. Ο Θέμης έριξε μια κλεφτή ματιά από τον καθρέφτη του, χωρίς καμία διάθεση πάντως να πονηρευτεί παρά μάλλον να σχολιάσει την κατάντια της σημερινής νεολαίας. Οι κοπέλες όμως είχαν διαφορετική αντίδραση όταν αντιλήφθηκαν την κλεφτή ματιά του Θέμη. Σήκωσαν επίτηδες ακόμα περισσότερο το φόρεμα τους μέχρι πια να είναι στο ύψος της μέσης και μία από αυτές είπε με πολύ νάζι είπε: “αχ, σας είδα πριν που παραλίγο να σας τρακάρει αυτός ο άσχετός! Πρέπει να είστε πάρα πολύ καλός οδηγός. Πρέπει να είστε πάρα πολύ καλός σε πολλά πράγματα…”. Η πρόκληση ήταν φανερή και ο Θέμης δεν είχε όρεξη να αντιδράσει. Δεν απάντησε τίποτα και τα κορίτσια άρχισαν να χαζογελούν γνωρίζοντας ασφαλώς την πρόκληση τους. Μάλιστα μία από αυτές άρχισε να πειράζει την φίλη της, χαϊδεύοντας την σε διάφορα σημεία του σώματος της. Η παράσταση ολοκληρώθηκε όταν τελικά έφτασαν στον προορισμό τους. Οι κοπέλες έφυγαν συνεχίζοντας να γελούν πονηρά, όμως η νύχτα δεν είχε τελειώσει.
Ο Θέμης έμεινε στην πιάτσα που βρίσκεται κοντά στο κέντρο και έπειτα από λίγο μία κοπέλα μπήκε στο αυτοκίνητο. Το δρομολόγιο που ζήτησε ήταν περίπου είκοσι λεπτά από το κέντρο, προς μία από τις ακριβότερες περιοχές της πόλης. Η κοπέλα μετά την πρώτη διασταύρωση, έβγαλε μία μικρή κασετίνα που ήταν εμφανές –όσο κι αν προσπαθούσε με την παλάμη της να το κρύψει- πως είχε ναρκωτικά σε σκόνη. Σαν σε πανικό, σνίφαρε με μανία την σκόνη της και έπειτα ρίχτηκε πίσω στο κάθισμα εμφανώς χαλαρή. Ήταν τόσο χαλαρή που τελικά ο Θέμης χρειάστηκε να την ξυπνήσει όταν έφτασαν έξω από ένα πανάκριβο σπίτι από το οποίο τελικά αποβιβάστηκε. Ο Θέμης σκέφτηκε να ειδοποιήσει κάποιον, όμως δεν ήθελε να το παίξει ήρωας και να μπλέξει χωρίς να θέλει. Όχι απόψε. Όχι τώρα τουλάχιστον.
Ήταν όμως τυχερός(;) αφού λίγα μέτρα πιο πέρα, ένα ζευγάρι μπήκε μέσα στο ταξί. Ήταν και οι δύο περίπου στα σαράντα ή λιγότερο. Ο άντρας καλοντυμένος με ακριβό πουκάμισο και γυαλιστερά παπούτσια. Η γυναίκα με ένα εντυπωσιακό φόρεμα και πολύ προσεγμένο χτένισμα. Και οι δύο κάθισαν πίσω χωρίς να μιλούν στην αρχή. Μετά από πολύ ώρα και έχοντας να διανύσουν ακόμα μεγάλη απόσταση από τον προορισμό που είχαν ενημερώσει τον Θέμη, η γυναίκα φάνηκε να πληκτρολογεί κάτι στο κινητό της και κατόπιν να το δείχνει στον φίλο της. Εκείνος το διάβασε ανέκφραστος και για λίγο έμεινε αμίλητος και χωρίς αντίδραση. Μετά από λίγο έσκυψε προς το μέρος της κοπέλας. Δεν φάνηκε αν κάτι της ψιθύρισε ή την φίλησε αφού το αυτοκίνητο πλέον είχε περάσει εκτός πόλης, σε απομονωμένους δρόμους των προαστίων. Η κοπέλα γύρισε εκ νέου προς το μέρος του και κάτι του απάντησε. Τότε, δίχως να χάσει χρόνο, ο άντρας τράβηξε με το ένα του χέρι τα μαλλιά της κοπέλας και με το άλλο την χαστούκισε δυνατά. Εκείνη δεν φώναξε, ούτε καν αντέδρασε αν και ήταν φανερό πως πόνεσε από τον ήχο του χαστουκιού. Σήκωσε το κεφάλι της για να δει με ντροπή αν ο Θέμης κοιτούσε από τον καθρέφτη προς το μέρος τους, όμως ο συνοδός της αντιλήφθηκε διαφορετικά, κάτι που τον εξόργισε. Σήκωσε ξανά το χέρι του και αυτή τη φορά την χτύπησε πολλές συνεχόμενες φορές αναγκάζοντάς την να σηκώσει τα χέρια της για να αμυνθεί. Η κοπέλα έκλαιγε φανερά πια, όμως ότι κι αν έκανε εξόργισε όλο και περισσότερο τον άντρα της που αυτή τη φορά είχε σχεδόν σηκώσει το σώμα του για να μπορεί να την χτυπάει με άνεση. Ήταν το σημείο μηδέν για τον Θέμη που φώναξε πυροσβεστικά:
- “Ε, φίλε! Σταμάτα. Σταμάτα γιατί θα παρκάρω και θα πάρω την αστυνομία”.
- “Σκάσε ρε και κάνε τη δουλειά σου” απάντησε αναιδέστατα ο άντρας κάτι που αυτή τη φορά εξόργισε τον Θέμη.
Σταμάτησε το αυτοκίνητο και άρχισε να φωνάζει στον άντρα να αφήσει την γυναίκα και μάλιστα κάνοντας ο ίδιος κίνηση να τους χωρίσει. Ωστόσο η γυναίκα είχε ήδη ματώσει στα χείλη με το εντυπωσιακό της φόρεμα να έχει σκιστεί στην πάνω μεριά και υποχωρήσει αποκαλύπτοντας το στήθος της που κι αυτό είχε κακοποιηθεί από το μένος του άντρα, ο οποίος νοιώθοντας την αντίσταση από πίσω του, γύρισε και επιτέθηκε εναντίον του Θέμη, ο οποίος βγήκε έξω για να πάρει αποστάσεις.
Αμέσως βγήκε και ο άγνωστος άντρας.
- “Τι πρόβλημα έχεις ρε, τι κάνω με τη γυναίκα μου”; φώναξε λαχανιασμένος.
- “Ρε φίλε. Δεν έχω πρόβλημα. Αλλά μη γίνει κανένα ατύχημα. Χαλάρωσε κι εσύ λίγο” απάντησε λίγο φοβισμένος.
- “Τι σε ενδιαφέρει ρε φίλε τι κάνω εγώ. Εσύ πρέπει απλά να οδηγήσεις” είπε εκνευρισμένος και βγάζοντας ένα μικρό περίστροφο από την τσέπη του και το έστρεψε προς τον Θέμη.
- “Φίλε όλα καλά. Ας μπούμε στο αυτοκίνητο, να πάμε όπου θέλεις και ας το ξεχάσουμε όλο αυτό. Έχω παιδιά. Σε παρακαλώ” του απάντησε σε κατάσταση σοκ.
Ο άγνωστος πλησίασε το αυτοκίνητο τραβώντας την γυναίκα από ότι είχε μείνει απ’ το σκισμένο φόρεμα. Και άρχισε να την σημαδεύει, ενώ αφού την έπιασε δυνατά, έκανε νόημα με το πιστόλι του να μπει ο Θέμης στο αμάξι. Εκείνος υπάκουσε όμως πριν μπει άκουσε το περίστροφο να οπλίζει και με μία κίνηση γύρισε πάλι πίσω σκεφτόμενος πως ίσως ήθελε να πυροβολήσει την κοπέλα πριν μπει στο ταξί. Πράγματι, ο άγνωστος άντρας σημάδευε την κοπέλα όταν για μία ακόμα φορά επέμβει ο Θέμης που συγκράτησε πρόχειρα τα χέρια του αντιπάλου του και δίνοντας χρόνο στην κοπέλα να φύγει από το πεδίο βολής του διώχτη της. Ο Θέμης μάλιστα της φώναξε: “Φύγε. Πάρε το αμάξι και φύγε”. Η κοπέλα έτρεξε στην θέση του οδηγού, όσο ο Θέμης πάλευε με τον νεότερό του άντρα. Η μάχη ήταν άνιση αφού ο Θέμης δεν είχε την ικανότητα ή την αντοχή να τα βάλει με έναν καλοφτιαγμένο και μάλλον καλογυμνασμένο νεότερό του. Πράγματι, ο άγνωστος τον χτύπησε δυνατά ακινητοποιώντας τον αρχικά και κερδίζοντας τον απαιτούμενο χρόνο ώστε να ανακτήσει το όπλο που είχε μόλις απολέσει μετά τον αιφνιδιασμό του από την επίθεση του Θέμη. Όταν ο Θέμης ανέκτησε πλήρως τις αισθήσεις του, βρέθηκε να κοιτά ένα όπλο που τον σημάδευε. Ο άγνωστος που έβλεπε το ταξί να απομακρύνεται με οδηγό τη γυναίκα, εκνευρίστηκε τόσο ώστε χωρίς να το πολυσκεφτεί πάτησε την σκανδάλη σχεδόν εξ επαφής στο κεφάλι του Θέμη.
Έτσι, ο συμπαθής και τίμιος οδηγός ταξί, ο σύζυγος, ο πατέρας, ο φίλος, ο ενορίτης, ο θείος, ο ξάδερφος, ο Θέμης… έπεσε σε μια μάχη που δεν ήταν δική του, θύμα μιας κακοποίησης που ηρωικά εμπόδισε. Ο δολοφόνος ποτέ δεν βρέθηκε και η τύχη της κοπέλας… ποτέ δεν μαθεύτηκε.
…σε αυτά τα χρόνια πίσω απ’ το τιμόνι είχε δει πολλά, όμως το αποψινό θα ήταν και το τελευταίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το