Μια φορά σε έναν καιρό η Βούλα βρισκόταν στο υπεραστικό λεωφορείο κάνοντας την συνηθισμένη διαδρομή από την Ασπροβάλτα της Θεσσαλονίκης ως την Πέραμο, μια κωμόπολη πριν την Καβάλα. Κατάκοπη από την διπλοβράδια που είχε προηγηθεί στο ξενοδοχείο που εργαζόταν εκμεταλλευόταν το σκοτάδι που επικρατούσε για να κλείσει λίγο τα μάτια της, παρά την φασαρία στα πίσω καθίσματα από μερικούς νεαρούς τουρίστες.
Στα απέναντι καθίσματα η Βούλα διέκρινε το επίμονο βλέμμα ενός άντρα που καθόταν μόνος. Φαινόταν ξένος και η επίμονη σοβαρή ματιά του φόβιζε την Βούλα που γύρισε προς το τζάμι για να μην δώσει δικαίωμα. Άλλωστε δεν μπορούσε να ξεχάσει ότι άκουσε στην δουλειά σήμερα, για κάποιον που σκότωσε ένα ζευγάρι τουριστών λίγο έξω από την Ασπροβάλτα σε έναν παράμερο δρόμο. Ωστόσο η ίδια βρισκόταν περίπου ένα τέταρτο πριν τον προορισμό της κι έτσι ήξερε πως σύντομα θα βρισκόταν σπίτι της.
Το επόμενο πράγμα που θυμόταν ήταν τον εαυτό της να ξυπνάει σχεδόν μεσημέρι φορώντας ακόμα τα ρούχα της. Έμενε σε μία γκαρσονιέρα, κοντά στην κεντρική πλατεία. Το σπίτι της ήταν αρκετά ακατάστατο για τα δεδομένα μιας γυναίκας, όμως ήταν φανερό πως ο ελεύθερος χρόνος της την τουριστική περίοδο ήταν απειροελάχιστος. Η Βούλα κοίταξε πριν απ’ όλα το ρολόι από το κινητό της και στο θέαμα της ώρας γούρλωσε τα μάτια και σηκώθηκε απότομα τρέχοντας προς το μπάνιο. Αφού πέταξε λίγο νερό στο πρόσωπό της έκανε να φύγει, όμως κοντοστάθηκε, μύρισε τις μασχάλες της και αποφάσισε να αλλάξει την μπλούζα της αφού πρώτα φορέσει αποσμητικό. Έπειτα πήρε τα κλειδιά της και έφυγε γρήγορα για την στάση του λεωφορείου το οποίο τελικά πρόλαβε για λίγο.
Σε περίπου τρία τέταρτα βρισκόταν έξω από την ξενοδοχειακή μονάδα στην οποία δούλευε σαν καμαριέρα. Φόρεσε γρήγορα τη στολή της στα αποδυτήρια όπου ήδη αποτελούσε θέμα συζήτησης το νέο κρούσμα δολοφονίας στην περιοχή.
- “Ήταν πιο μετά από το προηγούμενο. Ήταν πάλι δύο” έλεγε με ύφος κουτσομπολιού μία κοπέλα σε μια άλλη.
- “Τι λέτε κορίτσια; Έγινε πάλι κάτι” ρώτησε με περιέργεια η Βούλα.
- “Ναι, πάλι δολοφονήθηκαν δύο τουρίστες. Τον έναν τον μαχαίρωσαν πισώπλατα και στον άλλον έκοψαν τον λαιμό. Άσε”! Απάντησε πρόθυμα η κοπέλα.
- “Βούλα, εσύ δεν παίρνεις το λεωφορείο προς τα εκεί”; ρώτησε με πολύ σοβαρότητα η τρίτη της παρέας και συνέχισε: “Να προσέχεις κορίτσι μου”.
- “Ευτυχώς κυνηγάνε μόνο τους τουρίστες” συμπλήρωσε γελώντας η κοπέλα που είχε ξεκινήσει την κουβέντα.
Η Βούλα έδειξε φοβισμένη και έφυγε.
Στο τέλος της βάρδιας της –νύχτα και πάλι- η Βούλα επιβιβάστηκε στο λεωφορείο και αναχώρησε. Αυτή τη φορά είχε αποφασίσει να έχει τα μάτια της ανοιχτά και να προσέχει κάθε περίεργη ενέργεια επιβατών κατά την διαδρομή. Μετά από μερικά λεπτά το λεωφορείο σταμάτησε στην στάση της πρώτης δολοφονίας και αρκετοί ψίθυροι ξεκίνησαν από τα γύρω καθίσματα. Δύο στάσεις αργότερα ήταν το σημείο της δεύτερης δολοφονίας και παραπλήσια βρισκόταν ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας με τους αστυνομικούς έξω από αυτό να ελέγχουν τους επιβάτες που κατέβαιναν. Ακολούθησαν αρκετές ακόμα στάσεις για να φτάσει το λεωφορείο στην Πέραμο, όμως και αυτή η στιγμή έφτασε κάποια στιγμή.
Η Βούλα –όπως και την προηγούμενη ημέρα- ξύπνησε κατάκοπη φορώντας και πάλι τα ρούχα της. Αυτή τη φορά είχε λίγο χρόνο πριν πιάσει δουλειά κι έτσι άνοιξε την τηλεόραση, χαζεύοντας το δελτίο ειδήσεων του τοπικού καναλιού: ‘Σάλος επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή της Ασπροβάλτας, ανατολικά της Θεσσαλονίκης ύστερα από το χθεσινοβράδινο τρίτο κρούσμα κοντά στην Εθνική Οδό Θεσσαλονίκης-Καβάλας. Το θύμα, σαραντάχρονος αλλοδαπός τουρίστας, βρέθηκε μαχαιρωμένο στον λαιμό χωρίς να υπάρχει καμία ένδειξη για τα κίνητρα του δράστη που έως τώρα έχει επιτεθεί και σκοτώσει πέντε τουρίστες που σύμφωνα με πληροφορίες αποβιβάζονται από το υπεραστικό λεωφορείο της γραμμής’. Η Βούλα φοβήθηκε πάρα πολύ. Σκέφτηκε να μην πάει σήμερα στην δουλειά. Σκέφτηκε ακόμα και να πάει με ταξί, όμως ήξερε πως τα έξοδα θα ήταν πολλά κι έτσι αποφάσισε να ξεκινήσει την καθιερωμένη της ρουτίνα, όπως συνήθως.
Το βράδυ η Βούλα επιβιβάστηκε στο λεωφορείο έχοντας στο μυαλό της την ασφάλειά της. Αυτό που γρήγορα άλλαξε την σκέψη της ήταν η εικόνα ενός εντελώς άδειου λεωφορείου. Η Βούλα έκατσε σε μία από τις μπροστινές θέσεις κοιτώντας το ρολόι της κι έπειτα μίλησε στον οδηγό:
- “Συγγνώμη. Αυτό δεν πάει Καβάλα”;
- “Ναι κοπελιά. Απλά έκατσα λίγα λεπτά, μήπως έρθει και κανένας άλλος” απάντησε φιλικά ο οδηγός.
Ήταν προφανές πως τα περιστατικά θορύβησαν πολλούς, διαδόθηκαν ανάμεσα στους τουρίστες με αποτέλεσμα τα λεωφορεία εκείνο το βράδυ να ταξιδεύουν άδεια ή με ελάχιστο κόσμο.
Η διαδρομή κύλησε λίγο πιο άνετα για την Βούλα αυτή τη φορά η οποία έγειρε στο παράθυρο και έκλεισε τα μάτια της…
…αυτό όμως που θυμάται αμέσως μετά, ήταν έναν χωρικό να την συναντάει στον δρόμο ενώ μόλις είχε ξημερώσει.
- “Ε, κοπελιά! Τι κάνεις εδώ μόνη; Η στάση για το λεωφορείο απέχει πολύ από δω”.
- “Ποια στάση; Είμαι τόσο μακριά από την Πέραμο”; ρώτησε εκείνη σαν υπνωτισμένη.
- “Όχι μακριά αλλά αν πας στην Πέραμο χρειάζεσαι αυτοκίνητο. Είναι πάνω από ώρα δρόμος” απάντησε εκείνος.
Εκείνη έγνεψε συγκαταβατικά, τον προσπέρασε και συνέχισε να περπατάει. Περπάτησε για πολύ μέχρι να φτάσει στην Πέραμο, εκεί όπου την συνάντησε ένας γνωστός της.
- “Βούλα είσαι καλά”;
- “Ναι, γιατί τι έχω”;
- “Φαίνεσαι κατάκοπη και χθες το βράδυ είχαμε κι άλλη δολοφονία τουριστών στον δρόμο που περνάς εσύ”.
- “Ευτυχώς στο λεωφορείο που ταξίδευα εγώ, δεν υπήρχε κανένας. Ευτυχώς όλα καλά”! απάντησε με δυσκολία από την εμφανέστατη κόπωσή της.
Το απόγευμα η Βούλα είχε και πάλι βάρδια στο ξενοδοχείο, όμως αυτή τη φορά έξω από τα αποδυτήρια την περίμεναν δύο κύριοι με πολιτικά.
- “Η κυρία Ευτοπούλου”;
- ”Μάλιστα” απάντησε εκείνη φοβισμένα.
- “Είμαστε από την ασφάλεια. Γνωρίζουμε πως μένετε στην Πέραμο και πως κάθε βράδυ πηγαίνετε σπίτι σας με το λεωφορείο της γραμμής. Θα έχετε ακούσει για τα περιστατικά δολοφονιών φαντάζομαι και αναρωτιέμαι αν μπορείτε να δείτε μερικές φωτογραφίες των θυμάτων και των υπόπτων για να δούμε μήπως συνταξιδεύατε με κάποιον από αυτούς”.
- ¨Ξέρετε, πρέπει να πάει στην δουλειά μου γιατί λείπω απ’ το πόστο μου” απάντησε αυτή απότομα.
- “Μην ανησυχείτε. Έχουμε πάρει άδεια από τον επιστάτη σας. Είναι ζήτημα της αστυνομίας αυτό” της εξήγησε για να αντιληφθεί την σοβαρότητα της υπόθεσης.
Έπειτα η Βούλα είδε εναλλάξ μια σειρά από φωτογραφίες από τις οποίες όμως δεν αναγνώρισε κανέναν, οπότε οι αστυνομικοί την ευχαρίστησαν και αποχώρησαν.
Το ίδιο βράδυ, η Βούλα σχόλασε και αναχώρησε από το ξενοδοχείο με το λεωφορείο. Αυτή τη φορά υπήρχαν επιβάτες, ωστόσο ήταν όλοι φοβισμένοι. Μπορούσες να το δεις στα μάτια τους. Μετά από περίπου μισή ώρα διαδρομής, η Βούλα κατέβηκε από την στάση μαζί με τρεις ακόμα επιβάτες και άρχισε να περπατάει κατά μήκος της εθνικής οδού. Μετά από περίπου μιας ώρας περπάτημα βρισκόταν στην επόμενη στάση την οποία προσπέρασε μερικά μέτρα, σταματώντας για να ξαποστάσει. Λίγο αργότερα το επόμενο λεωφορείο της γραμμής στάθμευσε εκεί και περίπου τρία άτομα κατέβηκαν βιαστικά. Κρατούσαν όλοι από μία αποσκευή και άρχισαν να περπατούν προς το πλησιέστερο ξενοδοχείο που δεν απείχε πάνω από πενήντα μέτρα από το σημείο. Πίσω τους βρέθηκε ξαφνικά η Βούλα που φάνηκε να έχει τον ίδιο προορισμό. Καθώς πλησίαζε τους συνοδοιπόρους της έβγαλε από την τσάντα της ένα μαχαίρι το οποίο και αποπειράθηκε να καρφώσει στην πλάτη του ενός, όταν με μία απότομη κίνηση γύρισε ένας από αυτούς αποκρούοντας την επίθεση της με την τσάντα που κρατούσε. “Ακίνητη. Αστυνομία”! αναφώνησε ο δεύτερος από τους τρεις άντρες και ο τρίτος της πέρασε χωρίς δεύτερη σκέψη, χειροπέδες.
Αν οι τρεις αυτοί άντρες ήταν απλοί τουρίστες, θα βρισκόντουσαν το πρωί από κάποιον περαστικό, μαχαιρωμένοι και η Βούλα; Η Βούλα θα γυρνούσε με τα πόδια σπίτι της, κατάκοπη και χωρίς καμία ανάμνηση από το περιστατικό. Γιατί…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το